Από αναβολή σε αναβολή το πήγαινα. Έβρισκα διάφορους τρόπους
για να παρατείνω τον χρόνο κλήσης της στράτευσης. Στην ζωή ότι δεν θέλεις σου
έρχεται και σου δίνει απαντήσεις με τον καλύτερο τρόπο. Ο πατέρας μου είχε εναν ξάδερφος, αξιωματικός από τους πρωταιτίους
της χούντας. Δεν τον είχα γνωρίσει. Πριν γίνει το πραξικόπημα τον είχε καλέσει
ο Παπαδόπουλος και του είχε πει: « θα αναλάβουμε την εξουσία
για 6 μήνες και μετά θα την δώσουμε στους πολιτικούς». Το πίστεψε και
προχώρησε. Έξι μήνες μετά παραπονιόταν γιατί δεν ακολουθήθηκε η συμφωνία για
την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς. Μπήκε στο περιθώριο. Δεν πήρε καμία
κρατική θέση. Έμεινε στο στράτευμα. Όταν έπεσε η χούντα έπρεπε κάποιους να
δικάσουν. Για το ποιους ξέρανε το πόσους δεν ξέρανε. Είπανε λοιπόν να δικάσουν
τους πρωταιτίους. Ήταν και ο θειος μέσα. Είχε ευθύνη, σίγουρα. Αλλά για έξι
μήνες. Δικάστηκε, καθαιρέθηκε, απομονώθηκε και μετά έφυγε από τη ζωή βουτηγμένος στην στεναχώρια
ενθυμούμενος πάντα τον ήχο που κάνει το εθνόσημο όταν ξηλώνετε από την
στρατιωτική στολή. Δεν τον αγιοποιώ, μετά από τόσα χρόνια δεν το χρειάζεται.
Αυτά από οικογενειακές τότε διηγήσεις. Μου ήταν αδιάφορες. Ήμουν τελείως
απέναντι από αυτές τις πολιτικές σκέψεις. Εποχή της γοητείας της αριστεράς με
έναν ριζοσπάστη κρυφά στην πίσω τσέπη του παντελονιού. Αμαρτίες της νεότητας θα
μου πεις, τώρα ναι, θα σου απαντήσω. Αν και η νεότητα δεν γνωρίζει αμαρτίες, η
αμαρτία είναι επιλογή και όταν είσαι νέος τρέχεις τόσο γρήγορα, που να προλάβεις
να σκεφτείς.
Ίσως από τύψεις, ίσως από φιλότιμο, γιατί καμιά φορά το
σύστημα ξεβράζει και τέτοια απίθανα αισθήματα για το ίδιο, τον αδερφό του θείου μου που είχε εμπλοκή στην επταετία τον διορίσανε πολιτικό προσωπικό
στο ΓΕΣ. Και το σύστημα ανακουφίστηκε. Αυτός ό άλλος θείος λοιπόν πίεζε τον
πατέρα μου να τελειώνω με τον στρατό γιατί σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Σε
τι τον εμπόδιζα; Είχε τους σκοπούς του. Ήταν στο γραφείο επιλογής των εφέδρων
αξιωματικών. Και ήθελε φεύγοντας να δει έναν συγγενή με την στολή του
αξιωματικού. Και διάλεξε εμένα; Σχεδόν παρανοϊκό. Ο πατέρας μου το ήξερε αλλά δεν μου το αποκάλυπτε. Το
βλέμμα του ημιάγριου νέου της παρατεταμένης εφηβείας που ακόμα δεν έχει
τερματιστεί, μάλλον τον τρόμαζε. Μετά από πολλές πιέσεις δέχθηκα να συναντήσω
τον θείο μου και να συζητήσουμε. Στην αρχή ήταν γλυκός, πόσο θα πάει αυτό, τι
θα γίνει με εσένα και όλα αυτά τα σχετικά που λένε οι μεγάλοι από καταβολής
κόσμου και που τώρα λέω και εγώ. Όταν μου αποκάλυψε τις σκέψεις του, πετάχτηκα
από την θέση μου με τον τρόπο και την ταχύτητα που εγκαταλείπει ο πιλότος
αναγκαστικά το αεροπλάνο του. Έγινε και πάλι γλυκός. Με έπεισε ένα μόνο
επιχείρημα το ότι θα πληρώνομαι και θα είμαι αυτόνομος και ότι δεν θα κοιμάμαι
στους κοιτώνες. Τα υπόλοιπα τα εξουσιαστικά με αηδίαζαν. Κάναμε μια συμφωνία,
δεν ήθελα καμία άλλη εξυπηρέτηση κατά το διάστημα της στρατιωτικής μου θητείας.
Και όχι απλώς το τήρησε με το παραπάνω αλλά κανόνιζε σε τακτά διαστήματα να
παίρνω και τα ανάλογα μαθήματα. Τώρα ξέρω πως όλα αυτά τα κανόνισε ο Θεός για
να παίρνω απαντήσεις.
Μετά την κατάταξη μου στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στην
Κόρινθο ( νομίζω σήμερα δεν υφίσταται αυτό το κέντρο) μπήκα στην σχολή εφέδρων
αξιωματικών πεζικού στην γνωστή ΣΕΑΠ, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκπαίδευση
αξιωματικών για τέσσερις μήνες. Σχεδόν όλα στα όρια της παράνοιας. Σκληρές
ασκήσεις, καψώνια, εκπαίδευση και σύστημα παραφροσύνης. Μετά από δύο μήνες, και
για να σας δώσω το μέγεθος της παράνοιας, η δικιά μου στρατιωτική σειρά έπρεπε
να επιλέξει την διοίκηση των καινούργιων υποψήφιων αξιωματικών που θα έμπαιναν
στην σχολή. Με επέλεξαν οι συνάδελφοι μου να είμαι ένας από τους διμοιρίτες της
νέας σειράς. Όταν ήρθαν οι «νέοι» δεν ήμουν στην υποδοχή τους. Είχαν
«μεγαλειώδη» υποδοχή. Μαζί με έναν
συνάδελφο μου, ένα εξαιρετικό παιδί από τα Τρίκαλα που έσωσε πολλές
φορές το μυαλό μου και με συγκρατούσε από τους τσαμπουκάδες με τους άλλους της σειράς
μας που τώρα κάνανε τους παλικαράδες στους φοβισμένους νεότερους, είχαμε
αναλάβει τον ιματισμό της καινούργιας σειράς της σχολής. Ο φίλος αυτός, πρέπει
να τον μνημονεύσω γιατί το αξίζει, ο Γιώργος Καρακικές ( πολλά χρόνια μετά
έγινε μέλος της κεντρικής επιτροπής ή κάτι τέτοιο του ΠΑΣΟΚ, εδώ ταιριάζει το
πώς καταντήσαμε λοχία) ήταν η επιτομή της απλότητας, της ελευθερίας και της
καλοσύνης με απίστευτο χιούμορ και ας ήταν και πλουσιόπαιδο. Ο Γιώργος
πλουσιόπαιδο και σοσιάλιζε, εγώ φτωχόπαιδο με δεξιές οικογενειακές καταβολές
και αριστέριζα, ένα μπάχαλο η ζωή μας, όλα μπερδεμένα. Όταν το βράδυ πήγαμε με
τον Γιώργο στο θάλαμο της διμοιρίας είχε σημάνει σιωπητήριο. Όταν μπήκαμε στο
θάλαμο, πετάχτηκαν όλοι με τις πυτζάμες σε στάση ακίνητης προσοχής. Με τον
Γιώργο παραλίγο να λιποθυμήσουμε. Μας εξήγησαν όλα όσα πέρασαν την πρώτη ημέρα.
Τους εξηγήσαμε ότι με εμάς τους δύο αυτά δεν ισχύουν και θα έχουν ισότητα και
σεβασμό. Δεν το πίστεψαν. Στις 3 τα μεσάνυχτα, ένιωσα πίσω μου σαν κάτι να
κινείται. Γύρισα και είδα τέσσερις άντρες να στέκουν όρθιοι πίσω μου. Όταν τους
ρώτησα το τι ακριβώς κάνουν μου απάντησαν με στεντόρεια φωνή: « περιμένουμε να
ξυπνήσετε για να μας δώσετε άδεια να πάμε στην τουαλέτα». Οι φωνές μου
ακούστηκαν μέχρι το Ηράκλειο. Τώρα νομίζω πως καταλάβατε την παράνοια.
Την άλλη μέρα το πρωί με κάλεσε στο γραφείο του ο Ταξίαρχος. Αυτό ήταν. Το μυαλό μου πήγε στα χθεσινά. Έβαλα την καλύτερη στολή παραλλαγής, ξυρίστηκα με επιμέλεια αρσακειάδας και γυάλισα τόσο καλά τις αρβύλες μου που έβλεπες το πρόσωπο σου σαν καθρέπτης και ξεκίνησα. Ευτυχώς που φόραγα το καπέλο και δεν φαινόταν το μέτωπο μου που γυάλιζε και αυτό από τον ιδρώτα. Φοβόμουνα λιγάκι. Όχι για την θέση μου αλλά γιατί θα άκουγα μια κατσάδα- έτσι πίστευα- και δεν θα μπορούσα να αντιδράσω. Στο δρόμο προς το διοικητήριο συνάντησα έναν συνάδελφο μου, ο πατέρας του ήταν την εποχή εκείνη ανώτατος αξιωματικός του ΓΕΕΘΑ, αλλά εκείνος δεν ήθελε καθόλου να τελειώσει την σχολή των εφέδρων αξιωματικών και κάνοντας διάφορα απίθανα πράγματα, ήταν συνέχεια στο πειθαρχείο και στην αγγαρεία. Με πλησίασε με ένα πλατύ χαμόγελο και με χτύπησε με αγάπη στην πλάτη. « Μαζί θα φύγουμε από εδώ και ας τους άλλους να χτυπιούνται». Πρέπει να έκρυβε οίκτο το βλέμμα μου, το είδα στο δικό του. Δεν εισακούστηκε η ευχή του. Όταν αποφοιτήσαμε εκείνος κόπηκε. Αυτό ήθελε. Όταν του ξήλωσαν τα διακριτικά δεν πήγα. Τον συνάντησα στα μαγειρεία. Τώρα τον χτύπησα εγώ με αγάπη στην πλάτη. « Τα κατάφερες», του είπα. Και εκείνος μου ψιθύρισε στο αυτί « τα διακριτικά τα έβγαλα μόνος μου, είναι δικά σου». Δεν τον ξαναείδα από τότε αλλά ήταν λεβέντης και φιλοσοφημένος. Κρίμα που δεν μπορώ να αποκαλύψω την ταυτότητα του και τους τρόπους που εξευτέλιζε το σύστημα. Όταν έφτασα έξω από την πόρτα του Ταξίαρχου κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσω την αυτοκυριαρχία μου. Αδυνατισμένος αρκετά και κατάμαυρος από τον ήλιο έμοιαζα σαν στρατιώτης της λεγεώνας των ξένων του μεσοπολέμου. Όταν πήγα στο γραφείο τα διακριτικά του Ταξίαρχου στο στήθος του με τύφλωσαν. Αναφέρθηκα με όσα αποθέματα δύναμης μου είχαν μείνει. Οι στρατιωτικοί δεν χρονοτριβούν. Μου ανέφερε το όνομα του θείου μου που είχε την συμμετοχή στην χούντα καταλήγοντας με την φράση: Τι σου είναι; Σταθερά από την αναπαυτική του πολυθρόνα. Αυτό ήταν. Αυτή την ερώτηση δεν την περίμενα. Τώρα τι απάντηση να δώσω; Προσπαθούσα να υπολογίσω την ηλικία του. Δεν ήμουνα ποτέ φυσιογνωμιστής. Αν ήθελε να βγάλει σε έναν άσχετο τα δημοκρατικά του αισθήματα; Αν στην στρατιωτική του θητεία είχε συναντήσει τον θείο μου και είχε απωθημένα; Η καλύτερη απάντηση που βρήκα ήταν μακρινός συγγενής. Ο Ταξίαρχος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και ήρθε σε κοντινή απόσταση λέγοντας μου: « όταν ήμουν πρωτοετείς στην Σχολή Ευελπίδων ο θείος σου ήταν αξιωματικός εκεί. Να ξέρεις πως ήταν έντιμος αξιωματικός και άνθρωπός». Ανακουφίστηκα. Ο Ταξίαρχος συνέχισε: « θέλεις τίποτα από εμένα;». Ψέλλισα ένα όχι μισό τρεμάμενο και εξαφανίστηκα. Η εντιμότητα δεν έχει πλευρά. Βρίσκετε παντού με όλα τα ιστορικά, προσωπικά λάθη των ανθρώπων που την αμαυρώνουν στιγμιαία αλλά δεν την εξαφανίζουν. Ήταν το πρώτο μάθημα που πήρα.
Μετά την αποφοίτηση μου ήρθε η κλήση για εκπαίδευση στα
Γιάννενα για ένα μήνα σε άρματα μεταφοράς προσωπικού. Ο στρατός είχε μόλις
παραλάβει κάποια άρματα Ρώσικα παρακαλώ και έπρεπε κάποιοι να εκπαιδευτούν σε
αυτά. Να και πάλι ο δάκτυλος των απαντήσεων η Ρωσία και πάλι μπροστά μου. Η
μεγάλη ψευδαίσθηση για έναν καλύτερο κόσμο που κατασκευάζει όπλα. Δύο πράγματα
δεν ήθελα να κάνω στον στρατό. Να οδηγώ άρμα και να ρίχνω με το όπλο. Τα έκανα
και τα δύο. Και όχι μόνο αυτό αλλά εκπαίδευσα και άλλους να το κάνουν. Εγώ, ένα
ημίτρελο παιδί των λουλουδιών που ήθελα στην κάννη να βάζω λουλούδια, τώρα τα
έβλεπα να ανατινάζουν βουνά με μια δικιά μου κίνηση. Να γιατί στην ζωή δεν
πρέπει να λες μεγάλες κουβέντες. Ξέρει να στις ξεπληρώσει. Μετά τα Γιάννενα,
ήρθε η μετάθεση μου. Και όπως λέει και το τραγούδι: «το εθνικό θηρίο με έστειλε
στην Χίο». Τάγμα 213 στην Καλαμωτή της Χίου-που τώρα δεν υπάρχει. Στα δύσκολα
χρόνια ήταν τάγμα ανεπιθύμητων και κουμουνιστών. Τυχαίο. Μπορεί. Αν και τύχη
πάντα είναι το ψευδώνυμο του Θεού όταν δεν θέλει να αποκαλύψει το όνομα του.
Όταν έφτασα στο στρατόπεδο παρουσιάστηκα στον Συνταγματάρχη.
Ένας εξαιρετικός άνθρωπος, Σακκάς λεγόταν. Με έβαλε στον Λόχο των ερπυστριοφόρων,
λόγω και τις σχέσεις μου με την εκκλησία που
είχε μάθει, με όρισε υπεύθυνο για τον εκκλησιασμό των στρατιωτών και όλων των
γιορτινών τελετών. Μετά την πρώτη δράση και την διαπίστωση πως ίσως με τις
τελετές τα κατάφερνα καλά με «χρέωσαν» και με τον κληρικό του νησιού. Παπάς - αξιωματικός
που μαζί γυρίζαμε τα φυλάκια για τις πασχαλινές ακολουθίες. Τις ημέρες του
Πάσχα κάναμε μαζί πάνω από δέκα αναστάσεις. Ξεκινάγαμε το μεσημέρι και
καταλήγαμε το βράδυ. Αυτό ήταν το όμορφο κομμάτι. Υπήρξε και η ανθρώπινη
πλευρά. Ο παπάς- αξιωματικός είχε θέματα. Όχι ηθικά, απλά όταν το «κουστούμι»
δεν σε χωράει δεν πρέπει να το προβάρεις καθόλου, να το φοράς. Μερικά βράδια
λίγο πριν το κρασί κυλίσει καλά στις φλέβες του και τον ορίσει, ξεκινούσαν οι
ψυχικές αποκαλύψεις. Από τις συζητήσεις κατάλαβα την σπουδαιότητα και την
προϋπόθεση την μόνη που βάζει η εκκλησία για να είσαι μέλος της. Την ελευθερία
να την επιλέξεις. Και την αγάπη πάντα να σε δέχεται. Μετά από λίγο καιρό πήρε
βαθμό και πήγε σε άλλο νησί. Εγώ, έχασα έναν φίλο παπά και εκείνος έναν
εξομολόγο. Και βέβαια τα όμορφα βράδια στην Λέσχη Αξιωματικών με τις ατελείωτες
συζητήσεις. Εγώ να επιμένω σε μια εκκλησία ανοιχτή – αγκαλιά και εκείνος σε μια
περιχαρακωμένη κλειστή, άσχετα αν τον είχε πνίξει. Αυτό ήταν το δεύτερο μάθημα.
Στο στρατό πήρα πολλά μαθήματα ζωής. Δεν θα τα απαριθμήσω
όλα. Μόνο το τελευταίο, το καθοριστικό. Αυτό που με έκανε να μην μετανιώνω για
μια θητεία δύο χρόνων. «Ο Γιώργος ήταν
το ποιό χαρούμενο και αισιόδοξο παιδί του στρατιωτικού θαλάμου. Σε μία
νυχτερινή έξοδο, ένα παλιό μηχανάκι, μια απότομη στροφή και ένα ατύχημα
κλείδωσε τον Γιώργο στο αναπηρικό καροτσάκι. Το γεγονός αυτό δεν στάθηκε ικανό
να του σταματήσει την δύναμη και την πίστη στη ζωή. Σε ένα του γράμμα, λίγα
χρόνια μετά, μου έγραφε: Ξέρεις πόσο μικροί, πόσο μοναχικοί, πόσο αδύναμοι
και τρωτοί είναι οι άνθρωποι στην εποχή μας. Ξέρεις, ότι υπάρχουν δάκρυα πού
κανείς ποτέ δε θα προσέξει. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει σχεδόν μεγαλύτερη λύπη από
αυτήν μιας καρδιάς που δε βρίσκει κατανόηση και ενδιαφέρον. Ξέρεις ότι η ζωή
είναι ένας ανυπόφορος πόνος για ορισμένους ανθρώπους. Να είσαι ευγενικός! Κάνε
ότι μπορείς για να καταλάβεις και να βοηθήσεις άλλους ανθρώπους. Βημάτισε μέσα στη
θλίψη τους, στην απόγνωση τους. Κατέβα από τα ύψη της αυτάρκειας σου και
προχώρα στην κοιλάδα των ανθρώπων που είναι μόνοι και υποφέρουν. Πότε να μην
είσαι αυστηρός. Πότε να μην τούς κρίνεις. Στην ευγένεια και στην πραότητα
βρίσκεται ή αδιάκοπη παρηγοριά για τούς ανθρώπους πού νοιώθουν μέσα τους
μοναξιά, φόβο και ανασφάλεια. Πλησίασε τούς μοναχικούς ανθρώπους. Δείξε
ενδιαφέρον για τα προβλήματα τους. Χάρισε τους ένα πλούσιο χαμόγελο, ένα
τρυφερό λόγο, μια αυθόρμητη ενεργητική αγάπη. Τότε μέσα σου θα απλωθεί η χαρά. Θα
πλημμυρίσει την καρδιά σου ένας υπέρλαμπρος ήλιος. Η ζωή σου θα αποκτήσει
αληθινό νόημα. Θα είσαι ένα καλό άτομο μέσα στην κοινωνία. Θα είσαι ένας σωστός
ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Αυτό μόνο αξίζει περισσότερο από όλα στη ζωή. Στην αλήθεια αυτή με
οδήγησε ή μακρόχρονη προσωπική μου σχέση με την αναπηρία. Αυτή ή αλήθεια
εύχομαι ολόψυχα να γίνει ή πυξίδα των σκέψεων και των πράξεων τής ζωής σου».
Αυτό ήταν το σπουδαιότερο μάθημα. Μια επιστολή που φανέρωνε
την ελπίδα. Γιατί η ζωή, αργά ή γρήγορα, ποτέ δεν περιφρονεί τους εραστές της .Αυτούς που την αγαπούν πραγματικά…
Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου