Κάθε φορά που φαντάζομαι τον πατέρα μου, τον βλέπω με τον
ζυγό γύρω από το λαιμό του, ζευγμένο με το πετραχήλι. Τον βλέπω ζευγμένο, σαν
ένα άλογο του Ιησού Χριστού. Ποδεμένον με τις πεταλωμένες μπότες του, να τρέχει απ’ τη μια
στην άλλη άκρη της ενορίας, τριάντα ορεινά χιλιόμετρα, που έπρεπε να διατρέξει δυο φορές
τη μέρα μερικές φορές. Γι’ αυτό ήταν πάντα αποκαμωμένος. Έτοιμος να σωριαστεί
από την κούραση. Όπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι όμως δεν σταματούσε ποτέ.
Ο πατέρας μου λοιπόν αναχωρούσε, χωρίς καμία καθυστέρηση
μαζί με τον Χριστιανό που ερχόταν να τον ζητήσει. Έβγαινε από το πρεσβυτερίο,
πριν ακόμη ο άνθρωπος χτυπήσει την πόρτα. Διότι πάντα ήταν κάτι το επείγον:
κάπου ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τον Θεό. Και ο πατέρας μου βιαζόταν. Ο
πατέρας μου βάδιζε δίπλα στον άνθρωπο μέχρι την πόρτα. Βγαίνοντας από τον
περίβολο, στον ιερό χώρο, ο άνθρωπος που είχε έλθει να ζητήσει τον πατέρα μου
ανέβαινε στο άλογο. Και ο πατέρας μου βάδιζε πίσω απ’ το άλογο.
Ένας ιερέας ποτέ δεν ανεβαίνει στο άλογο. Αυτή είναι η
παράδοση στα ορεινά μέρη μας. Ο πατέρας μου λοιπόν μεταφέροντας τον σάκο, μέσα
στον οποίο βρίσκονταν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού, ο σταυρός και ο «ζυγός»,
οδοιπορούσε πίσω απ’ τον άνθρωπο που πήγαινε καβάλα. Οδοιπορούσε ο φτωχός μου
πατέρας, αν και ήταν τόσο εύθραστος, τόσο αδύνατος, βάδιζε σαν ένα άλογο, πίσω
απ’ τον έφιππο άνθρωπο. Ακολουθώντας τις οπλές του αλόγου με τις πεταλωμένες
μπότες του, χωρίς να μένει καθόλου πίσω.
Μερικές φορές, πολύ σπάνια, έλεγε σε μας τα παιδιά,
χαμογελώντας:
-Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού. Ο Θεός καβαλικεύει επάνω
μου, σαν σε άλογο…