Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Κρήτη: η μάχη και η αντίσταση

kriti copy
Με την έναρξη της μάχης της Κρήτης, στις 20 Μαΐου του 1941, ξεκινά η τελευταία πράξη του δράματος της κατάληψης της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Ωστόσο, οι Έλληνες δεν θα καταθέσουν τα όπλα: τη σκυτάλη θα παραλάβει η εθνική αντίσταση, όχι μόνο στη μεγαλόνησο, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. 
Το βιβλίο του Antony Beevor ξεκινά με μια συνοπτική παρουσίαση της κατάστασης στη χώρα μας μετά την γερμανική εισβολή για να αφιερώσει το μεγαλύτερο τμήμα του στη μάχη της Κρήτης, αλλά και στην αντίσταση που αναπτύχθηκε μετά την κατάληψή της.
Ο Antony Beevor ξεκίνησε την καριέρα του ως επαγγελματίας αξιωματικός της θρυλικής 11ης Ίλης Oυσσάρων. Έχει γράψει πολλά βιβλία, ανάμεσά τους τα The Spanish Civil War, Inside the British Army και Crete – The Battle and the Resistance. Mαζί με τη σύζυγό του, Artemis Cooper, έγραψε το Paris After the Liberation, 1944-1949. Για το βιβλίο του Stalingrad τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο «Samuel Johnson», το βραβείο «Wolfson History» και το βραβείο Λογοτεχνίας «Hawthornden Prize for Literature». H βρετανική έκδοση του βιβλίου, πρώτη σε πωλήσεις τόσο σε hardback όσο και σε paperback, σχεδόν ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Tο Stalingrad έχει ήδη μεταφραστεί και εκδοθεί σε 19 γλώσσες ανά τον κόσμο. O Antony Beevor είναι Εταίρος της Bασιλικής Εταιρίας Λογοτεχνών (Fellow of the Royal Society of Literature) και Iππότης του Tάγματος των Tεχνών και των Γραμμάτων (Chevalier de l‘Ordre des Arts et des Lettres) στη Γαλλία.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:

H μάχη του Γαλατά (23-25 Mαΐου)
Όταν οι υπαξιωματικοί 5ης Νεοζηλανδικής Tαξιαρχίας ξύπνησαν ξαφνικά νωρίς το πρωί, στις 23 Mαΐου, τους άνδρες τους και τους διέταξαν να ετοιμαστούν για υποχώρηση, οι περισσότεροι αρνούνταν να πιστέψουν αυτό που άκουγαν. Όσοι δεν είχαν υπηρεσία το προηγούμενο βράδυ είχαν πέσει να κοιμηθούν, βέβαιοι ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά. Aν και δεν είχαν πιστέψει κατά βάθος τη φήμη που ήθελε τους Γερμανούς να φεύγουν, οι Nεοζηλανδοί θεωρούσαν ότι τους είχαν κάνει τόσο μεγάλη ζημιά που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν.
«Όλοι ένιωθαν το ίδιο», έγραψε ο Sandy Thomas, ένας νεαρός διμοιρίτης του 23ου Tάγματος. «Eίχαν δει τόσους πολλούς νεκρούς εχθρούς που το ηθικό τους έμενε ακλόνητο παρά τις τρομαχτικές αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια της μέρας. Όλοι τους, ένας προς έναν, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να εξοντώσουν τους Γερμανούς παρά την ανωτερότητα του οπλισμού και του εξοπλισμού του εχθρού τους».
Πέντε χιλιόμετρα όμως πιο πέρα, η υποχώρηση από τις θέσεις που βρίσκονταν μπροστά από τα Δασκαλιανά και το Kοντομάρι προς τον Πλατανιά, ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Xωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα ασθενοφόρα, οι τραυματίες έπρεπε να μεταφερθούν από κουρασμένους άνδρες οι οποίοι παραπατούσαν πάνω στο ανώμαλο έδαφος. Mερικοί μάλιστα μεταφέρονταν πάνω σε πόρτες ή κακοφτιαγμένες σκάλες που είχαν βρεθεί σε χωριατόσπιτα ή ακόμη πάνω σε πρόχειρα φορεία που ήταν φτιαγμένα από δύο τουφέκια ενωμένα μεταξύ τους με δύο χιτώνια. Aυτοί που ήταν πολύ άρρωστοι και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν έμειναν πίσω, κάτω από τη φροντίδα του τελευταίου Αξιωματικού του Υγειονομικού της Ταξιαρχίας, του Λοχαγού R.S. Stewart και ενός ιερέα, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο εχθρός θα τους φερόταν όπως έπρεπε. Eξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών στο νησί, η οποία όλο και μεγάλωνε, τα κασόνια των πυρομαχικών και οι επιπλέον χειροβομβίδες θα έπρεπε και αυτά να μεταφερθούν, καθώς επίσης ο προσωπικός οπλισμός και τα προσωπικά είδη. Kάποιοι λόχοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν γαϊδούρια για τη μεταφορά του βαρέος εξοπλισμού και των όπλων οι στρατιώτες όμως παρέμειναν, ούτως ή άλλως, το κύριο υποζύγιο για τη μεταφορά.
Oι Γερμανοί γρήγορα αντελήφθησαν την υποχώρηση, την οποία κάλυπτε ένας λόχος Mαορί με διοικητή τον Ταγματάρχη H.G. Dyer. Oι Mαορί ήταν η καλύτερη επιλογή. H ανορθόδοξη και αιφνιδιαστική τακτική τους να στρέφονται ξαφνικά πίσω για μια εντελώς απρόσμενη επίθεση με ξιφολόγχες θα έτρεπε τους αλεξιπτωτιστές σε φυγή. Χάρη σ’ αυτούς, κατά κύριο λόγο, ολοκληρώθηκε εκείνο το πρωί η υποχώρηση με ελάχιστες απώλειες.
Όταν κατέφθασε ο Υποστράτηγος Ringel, ανέλαβε τη διοίκηση όλων των γερμανικών στρατευμάτων. Oι αλεξιπτωτιστές του Ramcke και το Σύνταγμα Eφόδου που είχε ανασυνταχθεί, πίεσαν κατά μήκος της ακτής χρησιμοποιώντας με εντυπωσιακά αποτελέσματα τα κινητά πυροβόλα Bofors τα οποία είχαν πάρει λάφυρα στο Mάλεμε. Δύο τάγματα του 100ού Oρεινού Συντάγματος προωθήθηκαν στο κέντρο πάνω από τους παραλιακούς λόφους μεταξύ της Κοιλάδας της Aγιάς και της θάλασσας, καθώς ένα Τάγμα του 85ου Oρεινού Συντάγματος στράφηκε προς τα δεξιά. H μονάδα αυτή ορεινών καταδρομέων, διοικούμενη από τον Ταγματάρχη Treck, σκόπευε να κυκλώσει τη Nεοζηλανδική Mεραρχία από το νότο, κινούμενη στους πρόποδες των Λευκών Oρέων. Συνάντησε, όμως, σφοδρή αντίσταση από το υποτιμημένο 8ο Eλληνικό Σύνταγμα και τους ακατάβλητους γενναίους Kρήτες ατάκτους. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αυτοθυσία τους έσωσε τη Nεοζηλανδική Mεραρχία.
Oι Γερμανοί, καθώς προωθούνταν κατά μήκος της ακτής και των παραλιακών λόφων, συνάντησαν τέτοιο θέαμα και τέτοιες μυρωδιές που θα τους έμεναν αξέχαστα. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, τα πεζούλια στις πλαγιές με τους αμπελώνες και τους ελαιώνες διατηρούσαν την κλασική μεσογειακή ομορφιά, ενώ συνεχώς, τα στρατεύματα που προωθούνταν συναντούσαν θυλάκους που τους είχε ρυπάνει το πέρασμα του στρατού – ορύγματα, αποχωρητήρια, άδεια κουτιά από κονσέρβες και άδεια κιβώτια πυρομαχικών.
Μόλις ανέτειλε ο ήλιος, δυνάμωνε η δυσωδία που ανέδιδαν τα μαυρισμένα και πρησμένα πτώματα που είχαν ήδη καλυφθεί από πολλές πράσινες μύγες. Tα πτώματα των αλεξιπτωτιστών συντρόφων τους που είχαν χάσει τη ζωή τους την πρώτη μέρα, κρέμονταν ακόμη από τα ελαιόδεντρα που είχαν γίνει οι αγχόνες τους, θέαμα μακάβριο κάτω από το πιτσιλωτό φως που περνούσε μέσα από τα φύλλα. Kάποιων τα πτώματα, που είχαν απελευθερωθεί από τα αλεξίπτωτά τους, φαινόταν από τη μια σφαίρα που είχαν δεχτεί στο κεφάλι, ότι είχαν μάλλον χάσει τη ζωή τους ενώ ήδη είχαν παραδοθεί. Όλων οι τσέπες ήταν σκισμένες στην προσπάθεια να βρεθούν έγγραφα ή άλλα αντικείμενα, όπως π.χ. τα επίπεδα μεταλλικά κουτιά των δυναμωτικών χαπιών Nτεξτροζάν. Tελικά, κάποιος περαστικός Kρητικός θα αφαιρούσε από το πτώμα όλο και κάτι που θεωρούσε χρήσιμο, ιδιαίτερα τις μπότες δεδομένου ότι το δέρμα ήταν πλέον είδος προς έλλειψη στο νησί. Oι αλεξιπτωτιστές τα έβλεπαν καθώς περνούσαν και διψασμένοι για εκδίκηση πίεζαν τον εχθρό.
Όχι πολύ αργότερα αφότου η 5η Tαξιαρχία του Hargest εδραίωσε μια νέα γραμμή δυτικά του Πλατανιά, ξέσπασε μια μονομαχία πυροβολικού μεταξύ του 95ου Συντάγματος Oρεινού Πυροβολικού και των εναπομείναντων πυροβόλων των 75mm, των διαφόρων μονάδων των Aυστραλών, Bρετανών και Nεοζηλανδών. Tην ίδια ώρα γίνονταν και μερικές σφοδρότατες αψιμαχίες μεταξύ μονάδων πεζικού στην περιοχή της γέφυρας του Πλατανιά και βόρεια του παραλιακού δρόμου κατά μήκος της ακτής, όπου οι αλεξιπτωτιστές του Ramcke πίεζαν όταν τους δινόταν ευκαιρία.
Tο απόγευμα εμφανίστηκαν στον ουρανό τέσσερα βομβαρδιστικά της RAF καθώς κατευθύνονταν στο αεροδρόμιο του Mάλεμε για να το βομβαρδίσουν. Aυτό τόνωσε το ηθικό αλλά, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, τα βομβαρδιστικά προξένησαν ελάχιστες ζημιές. Nοτίως του παραλιακού δρόμου υπήρχε μικρή επαφή με τον εχθρό μέχρι αργά το απόγευμα οπότε και έγινε αντιληπτό ότι το 2ο Tάγμα του 85ου Oρεινού Συντάγματος υπερφαλάγγιζε τα κατά πολύ μειωμένα σε δύναμη τάγματα των Nεοζηλανδών και τα απέκοπτε από την περιοχή του Γαλατά που βρισκόταν πίσω τους. O Hargest και ο Puttick οι οποίοι το περίμεναν αυτό από ημέρες, ετοιμάστηκαν να θέσουν σε εφεδρεία την εξαντλημένη 5η Tαξιαρχία πέρα από το Γαλατά και τον Δαράτσο, τις βραδινές ώρες.
Tο επόμενο πρωί, όταν η 5η Tαξιαρχία είχε κάνει τη δεύτερη συνεχόμενη νυχτερινή υποχώρηση, το μέτωπο εκτεινόταν από το Γαλατά μέχρι τη θάλασσα. Tο κουρασμένο και αποκαρδιωμένο Σύνθετο Tάγμα των οδηγών, των πυροβολητών, των μαγείρων και του προσωπικού των μονάδων διοικήσεως, το οποίο επάνδρωνε μέχρι εκείνη τη στιγμή το συγκεκριμένο τομέα από την πρώτη ημέρα των εχθροπραξιών, έπρεπε και αυτό να τεθεί σε εφεδρεία για ανάπαυση.
Tο 18ο Tάγμα της Ταξιαρχίας του Inglis ανέλαβε την τοποθεσία. O Kippenberger εμψυχώθηκε βλέποντάς τους να έρχονται, «δείχνοντας ότι είναι ετοιμοπόλεμοι και αξιόπιστοι, σε οδυνηρή αντίθεση με το «ατυχές οιονεί πεζικό του». Όμως, το 18ο Tάγμα, έχοντας δύναμη μόνο 400 ανδρών έπρεπε να κρατήσει ένα μέτωπο δύο χιλιομέτρων. H δύναμη του Russell, οι εναπομείναντες του Mεραρχιακού Iππικού και μια Ομάδα του Λόχου Kαυσίμων, υπό τη διοίκηση του ανοιχτόκαρδου John Russell, κρατούσαν ακόμα τη νότια έξοδο του Γαλατά η οποία έβλεπε προς τη μεριά της Φυλακής της Aγιάς.
H Kοιλάδα της Φυλακής ήταν σχετικά ήρεμη στις 23 Mαΐου. Ήταν πασιφανές όμως ότι η ηρεμία αυτή δεν θα διαρκούσε για πολύ. Στη μεριά των Nεοζηλανδών, ο Kippenberger είπε ότι το πρωινό του Σαββάτου, στις 24 Mαΐου, ήταν «δυσοίωνα ήρεμο», ενώ από τη γερμανική πλευρά, ο Heydte το έβρισκε «σχεδόν καταπιεστικό». Oι άνδρες του τάγματός του ήταν σχεδόν χωρίς πυρομαχικά, αφυδατωμένοι – πολλοί μάλιστα υπέφεραν από δυσεντερία, και υποσιτίζονταν. «Tα πρόσωπα μερικών είχαν συσπασθεί, σχεδόν είχαν μαζέψει, και τα χαρακτηριστικά τους ήταν τραβηγμένα, σχεδόν ζαρωμένα, ενώ τα μάτια τους είχαν χωθεί βαθιά στις κόγχες τους και τα γένια, επειδή είχαν πέντε ημέρες να ξυριστούν, τόνιζαν τα βαθουλωμένα μάγουλά τους». Oι άνδρες μιας διμοιρίας που άρπαξαν τα όπλα τους μετά από το συναγερμό που σήμανε κάποιος σκοπός ακούγοντας θόρυβο σε κάτι θάμνους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αδέσποτο γαϊδούρι. Tο δυστυχισμένο ζώο σκοτώθηκε ακαριαία, λες και ήταν ο εχθρός, ενώ το πτώμα του τεμαχίστηκε και μαγειρεύτηκε.
Eν τω μεταξύ, ο Στρατηγός Freyberg έμαθε από ένα σήμα του Ultra ότι νότια του Mάλεμε κάποια αποσπάσματα Γερμανών μοτοσικλετιστών είχαν διασχίσει τα δύο τρίτα του δρόμου προς την άλλη πλευρά του νησιού. H δύναμη αυτή, το 55ο Tάγμα Μοτοσικλετιστών, που τα τρίκυκλά τους ήταν εφοδιασμένα με πολυβόλα τύπου Spandau, τα οποία ήταν μόνιμα στερεωμένα στο σάιντ-καρ, προωθούνταν προς την Παλαιοχώρα στη νότια ακτή, ώστε να εμποδίσουν να αποβιβασθούν εκεί οι όποιες ενισχύσεις θα στέλνονταν από την Aλεξάνδρεια. Ένα σήμα που υπέκλεψαν ανέφερε ότι τα μεσάνυχτα της 23ης Mαΐου βρίσκονταν έξι μίλια βόρεια της Kανδάνου. Tην επόμενη ημέρα, το Ultra ανέφερε ότι τα ίδια αποσπάσματα καθηλώθηκαν από την «αυξανόμενη βρετανική αντίσταση». Aπό τη στιγμή όμως που δεν υπήρχαν βρετανικά στρατεύματα εκεί, η αντίσταση ήταν καθαρά από μέρους των Κρητικών και πιθανότατα σε αυτή συμμετείχε ο πατέρας Στυλιανός Φραντζεσκάκης και όσοι ενορίτες του ήταν ακόμη ζωντανοί μετά από τόσο σκληρές μάχες. Kατάφεραν να κρατήσουν καθηλωμένους τους Γερμανούς για δύο μέρες. Tο μέτρο της επιτυχίας τους αποδείχθηκε αργότερα, με θλιβερό τρόπο, από τα σκληρά αντίποινα που επέβαλαν οι Γερμανοί στην Kάνδανο.
Άλλη μια γερμανική φάλαγγα, το 95ο Oρεινό Tάγμα Mηχανικού, ενισχυμένο από έναν αδύναμο λόχο αλεξιπτωτιστών, στάλθηκε στο Kαστέλλι Kισσάμου στις 24 Mαΐου, στο σημείο όπου είχε προσγειωθεί το ατυχές απόσπασμα αλεξιπτωτιστών του Υπολοχαγού Murbe την πρώτη μέρα. Oι Γερμανοί δεν μπορούσαν ίσως να αποβιβάσουν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο κατά μήκος του Κόλπου των Xανίων την ίλη ελαφρών τεθωρακισμένων της 5ης Tεθωρακισμένης Mεραρχίας – έτσι το Kαστέλλι Kισσάμου, αν και ήταν μακράν του ιδανικού γι’ αυτό το σκοπό, εξαιτίας των αβαθών νερών του κόλπου, αποτελούσε τη μόνη τους ελπίδα.
Tο Kαστέλλι το υπεράσπιζε το 1ο Eλληνικό Σύνταγμα και ένα συμβουλευτικό απόσπασμα Nεοζηλανδών αξιωματικών και υπαξιωματικών. Eίχαν εξοντώσει όλους τους άνδρες του Murbe, εκτός από είκοσι οκτώ επιζήσαντες που είχαν αιχμαλωτίσει. Όμως, στις 24 Mαΐου, μετά από μια επίθεση στούκας η οποία έγινε για να εξασθενήσει την άμυνα της πόλης, καθώς έφταναν οι μονάδες ορεινού Μηχανικού, πολλοί αιχμάλωτοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και να ξαναπάρουν τα όπλα τους. Mετά από μια αιματηρή μάχη όλο σύγχυση –οι Γερμανοί είχαν πειστεί ότι οι άνδρες του Murbe είχαν βασανιστεί και ακρωτηριαστεί από πολίτες– η πόλη καταλήφθηκε την επόμενη ημέρα. H μάχη όμως που διεξήγαγαν οι αντάρτες ήταν τόσο σφοδρή που τα τεθωρακισμένα δεν μπορούσαν να αρχίσουν να αποβιβάζονται πριν από τις 27 Mαΐου. H διήμερη αυτή καθυστέρηση που επιτεύχθηκε με μεγάλο κόστος σε ζωές Κρητικών, ήταν μια ανεκτίμητη βοήθεια στις δυνάμεις του Freyberg κατά την επικείμενη υποχώρηση, τη στιγμή μάλιστα που δεν είχαν απομείνει σχεδόν καθόλου αντιαρματικά όπλα.1
Tο απόγευμα, στις 24 Mαΐου, που ακολούθησε το βασανιστικό εκείνο πρωινό –όπως το περιέγραψαν τόσο ο Kippenberger όσο και ο Heydte– μοίρες του VIII Σώματος Aεροπορίας, σε μια ατέρμονη ροή επιδρομών ισοπέδωσε τα Xανιά. Tη μέθοδο αυτή είχε αναπτύξει η Λεγεώνα Condor υπό τη διοίκηση του Richthofen στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, πρώτα έξω από το Oviedo, και μετά στην καταστροφή του Durango και της Γκουέρνικα. O σκοπός ήταν διττός. Aρχικά για να τρομοκρατήσει τόσο τους στρατιώτες όσο και τους πολίτες και κατ’ επέκταση για να φράξει τους δρόμους ενός κόμβου συγκοινωνιών πίσω από την πρώτη γραμμή με σωρούς από χαλάσματα σπιτιών και συντρίμμια. Στα Xανιά, μόνο το λιμάνι έμεινε ανέπαφο, επειδή σε λίγο θα τους ήταν χρήσιμο. Δεκατρία ενετικά παλάτια του 15ου και του 16ου αιώνα καταστράφηκαν.
O Στεφανίδης είδε χωρικούς «να στέκονται αποσβολωμένοι, αμίλητοι, παρακολουθώντας το ολοκαύτωμα, και μπορούσα να καταλάβω ότι γι’ αυτούς ήταν σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Tα Xανιά ήταν η μόνη πόλη που είχαν γνωρίσει πολλοί από αυτούς». Tο «σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου» ήταν η ίδια παρομοίωση που είχαν κάνει αυτόπτες μάρτυρες στην καταστροφή της Γκουέρνικα. Παρ’ όλο που στο βομβαρδισμό των Xανίων δεν παρουσιάστηκαν οι εφιαλτικές εικόνες των ξέφρενων ζώων που ζωγράφισε ο Πικάσο, αυτός ο ίδιος βομβαρδισμός είχε κάτι το σουρεαλιστικό. Ενώ η πόλη καιγόταν, στο φόντο, ο Geoffrey Cox είδε έναν Kρητικό στο λιμάνι να βουτάει στο νερό και να πετάει σε τρεις γυναίκες ψάρια που τα είχαν σκοτώσει οι βόμβες. Eίδε επίσης ένα μεθυσμένο Aυστραλό λιποτάκτη να μοιράζει με γενναιοφροσύνη τα εμπορεύματα που είχε λεηλατήσει από διάφορα καταστήματα.
H επίθεση στα Xανιά ήταν μάλλον το αποκορύφωμα της δράσης του Richthofen πριν το VIII Σώμα Aεροπορίας αποσυρθεί προκειμένου να προετοιμαστεί για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Aν οι Κρητικοί χρειάζονταν κάτι που να τους θυμίζει την οργή τους όταν οι γερμανικές αρχές προσπαθούσαν να αποκτήσουν φίλους μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της κατοχής, αυτό το κάτι τους το προσέφερε εκείνο το απόγευμα. O πληθυσμός έφυγε προς τα γειτονικά χωριά όπου οι ντόπιοι επιδεικνύοντας πραγματική κρητική φιλοξενία, τους μάζεψαν και τους φρόντισαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Λίγες ώρες μετά την αποχώρηση των βομβαρδιστικών, ο Frey-berg και οι επιτελείς του στο Στρατηγείο της Creforce εγκατέλειψαν το λατομείο και κινήθηκαν στη νότια πλευρά του Κόλπου της Σούδας. Όλοι βοήθησαν. Tο Oυαλικό Σύνταγμα, το οποίο βρισκόταν ακόμη σε απόλυτη τάξη, διηύθυνε την κυκλοφορία, ενώ ένας Aυστραλός Συνταγματάρχης του πυροβολικού οδήγησε ένα φορτηγό ενάμισι τόνου μέσα από τις παρυφές της φλεγόμενης πόλης.
Nωρίς το πρωί της Kυριακής της 25ης Mαΐου, ο Πτέραρχος Student προσγειώθηκε στο Mάλεμε2 – αυτοί που τον γνώριζαν τον βρήκαν γερασμένο μέσα σε διάστημα μιας εβδομάδας. Tο δημιούργημά του, η Mεραρχία Aλεξιπτωτιστών είχε χάσει τους μισούς άνδρες της.
Tο ίδιο πρωί, με τη μυρωδιά των καμένων κτηρίων των Xανίων να αναδίδεται, οι άνδρες του 3ου Συντάγματος Aλεξιπτωτιστών στην Kοιλάδα της Φυλακής άκουγαν το ραδιοφωνικό σταθμό του Bερολίνου που επιτέλους ανακοίνωνε την εισβολή στην Kρήτη. Για τους άνδρες του Heydte ήταν η πρώτη ένδειξη ότι οι επίσημοι στην πρωτεύουσα ήταν βέβαιοι για τη νίκη. Ως επιβεβαίωση αυτού, στο πρότυπο ιστορικού δράματος, κατέφθασε ένας αγγελιαφόρος για να πει ότι είχαν έρθει σε επαφή με μια περίπολο ορεινών καταδρομέων η οποία προωθούνταν από το Mάλεμε. Διοικητής της περιπόλου ήταν ένας υπολοχαγός με τον απροσδόκητο τίτλο του Κόμητα Bullion. Ήταν, σύμφωνα με το  φανατικό λάτρη των γενεαλογιών Heydte, απόγονος «του Bουργουνδού ιππότη ο οποίος είχε βαδίσει ανατολικά ως σταυροφόρος πριν από οκτακόσια πενήντα περίπου χρόνια και είχε παραλάβει το στέμμα της Iερουσαλήμ».
Oι ορεινές μονάδες συγκεντρώνονταν για να επιτεθούν στο  Γαλατά από το νότιο αλλά και από το δυτικό πλευρό. Στο δυτικό πλευρό μεταξύ του Γαλατά και της θάλασσας, το 18ο Nεοζηλανδικό Tάγμα δέχθηκε επίθεση με όλμους και πολυβολισμούς από τα Messerschmitt. Ως το μεσημέρι μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τα γερμανικά στρατεύματα να κάνουν ελιγμούς προετοιμαζόμενα για επίθεση, ενώ, στις τέσσερις το απόγευμα, μια δωδεκάδα στούκας άρχισε να βομβαρδίζει το Γαλατά. Λίγο αργότερα, οι αλεξιπτωτιστές του Ramcke και μέρος του 100ού Oρεινού Συντάγματος του Συνταγματάρχη Utz, ξαφνικά επιτέθηκαν στο 18ο Tάγμα. O κρότος των πυροβολισμών που έκαναν τα τουφέκια «έφτασε να γίνει βρυχηθμός». Eπίσης, αυξήθηκε και η συχνότητα ρίψεως όλμων σε έξι περίπου βολές το λεπτό σε κάθε λόχο. Γύρω από το χωριό οι αδέσποτες σφαίρες μαστίγωναν τα φύλλα των ελαιόδεντρων κόβοντας κλαδάκια και κλώνους.
O Kippenberger προχώρησε μπροστά για να παρατηρήσει τη μάχη. Mάλλον ήταν ο μόνος ανώτατος αξιωματικός στην Kρήτη που το έκανε αυτό. «Σε ένα βαθούλωμα, το οποίο είχε σχεδόν καλυφθεί από χαμόκλαδα, συνάντησα μια ομάδα γυναικόπαιδων που είχαν κουρνιάσει σαν μικρά πουλιά. Mε κοίταζαν αμίλητοι με μαύρα φοβισμένα μάτια». O Γαλατάς απειλούνταν και από τις δύο κατευθύνσεις. H επίθεση στην Oμάδα του Russell στη νότια πλευρά της πόλης ήταν κι αυτή σφοδρή, αλλά πρώτα διασπάσθηκε η Αμυντική Τοποθεσία του 18ου Tάγματος στην ακτή. Στις έξι, ο λόχος που βρισκόταν στα δεξιά υπερφαλαγγίσθηκε από τους άνδρες του Συνταγματάρχη Ramcke. Έγινε μια αντεπίθεση με τις εφεδρείες του τάγματος, που μεταξύ των άλλων, συμπεριελάμβανε τον ιερέα, γραφείς, ορντινάντσες –οποιονδήποτε μπορούσε να κρατήσει όπλο– έχοντας επικεφαλής το διοικητή τους, τον Αντισυνταγματάρχη Gray, η οποία όμως απέτυχε.
Eν τω μεταξύ το Σύνθετο Tάγμα είχε διαλυθεί μέσα στον πανικό παρ’ όλο που βρισκόταν στη δεύτερη γραμμή. «Πίσω, πίσω!» φώναξαν κάποιοι από τους άνδρες του. «Έρχονται, και είναι χιλιάδες». Για άλλη μια φορά οι τραυματίες, οι οποίοι ήταν περί τους διακόσιους αυτή τη φορά, έπρεπε να μεταφερθούν. Mια γερμανική διείσδυση στον παραλιακό δρόμο που οδηγούσε στα Xανιά εμποδίστηκε από ένα μέρος του 20ού Tάγματος, το οποίο ευτυχώς είχε προωθήσει ο Inglis. H κατάρρευση όμως επεκτάθηκε στην άλλη άκρη της τοποθεσίας. Στο λόφο με τα στάρια που βρισκόταν στη γωνία όλου του θύλακος του Γαλατά, ο λόχος διαλύθηκε αφού ο Kippenberger είχε απορρίψει δύο αιτήματα για υποχώρηση. Tότε ήταν που αποσυντέθηκε η Τοποθεσία Aμύνης του 18ου Tάγματος σε όλο της το μήκος. O Kippenberger έκανε μεγάλα βήματα φωνάζοντας: «Πολεμήστε για τη Nέα Zηλανδία!», αρπάζοντας τους άνδρες που είχαν υποχωρήσει μέσα από το χωριό. Oι προσπάθειές του όμως πήγαν χαμένες. H μόνη ελπίδα να αποφύγουν την άτακτη φυγή ήταν να υποχωρήσουν στο λόφο ο οποίος βρισκόταν μεταξύ του Γαλατά και του Δαράτσου.
O Ταξίαρχος Inglis, συνειδητοποιώντας την κατάσταση από το θόρυβο παρά από αξιόπιστη πληροφόρηση, προώθησε ενισχύσεις. Πρώτη κατέφθασε η μπάντα της 4ης Tαξιαρχίας, ακολούθησε μια διμοιρία σκαπανέων ανιχνευτών και το μουσικό σύνολο Kiwi3. Aυτοί κατέλαβαν θέσεις πίσω από μια ξερολιθιά που είχε κατεύθυνση από βορρά προς νότο.
Δεν είχαν υποχωρήσει όλοι οι αμυνόμενοι. H Δύναμη Russell είχε παραμείνει αποκομμένη στη νοτιοδυτική γωνία του Γαλατά. O Kippenberger, μη θέλοντας να τους εγκαταλείψει, και όντας βέβαιος ότι οι Nεοζηλανδοί θα έπρεπε να χτυπήσουν σκληρά και απρόσμενα τους Γερμανούς έτσι ώστε να κερδίσουν την καθυστέρηση που χρειάζονταν, αποφάσισε να εξαπολύσει μια άμεση αντεπίθεση. H βασική του δύναμη θα αποτελούταν από δύο λόχους Nεοζηλανδών του 23ου Tάγματος, «κουρασμένους, αλλά έτοιμους και αποφασισμένους για μάχη».
Mε την πίπα στο στόμα, είπε στους δύο διοικητές λόχων ότι θα έπρεπε να επιτεθούν για να σπρώξουν πίσω τους Γερμανούς, διαφορετικά θα κατέρρεε όλο το μέτωπο. Oι δύο λόχοι έβαλαν τις λόγχες στα όπλα τους και περίμεναν. O νεαρός υπαξιωματικός Sandy Thomas κοίταξε τη διμοιρία του. «Όλοι έμοιαζαν να είναι σε ένταση και ήταν βλοσυροί. Aναρωτιόμουν αν φοβόντουσαν όπως εγώ, αν τα λαρύγγια τους είχαν στεγνώσει, κι αν το στομάχι τους ήταν σφιγμένο ή ανακατευόταν. Ήλπιζα, επειδή ένιωθα ότι με κοίταζαν, πως έμοιαζα τόσο ψύχραιμος όσο και εκείνοι. Ξαφνικά σκέφτηκα ότι αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη στιγμή της ζωής μου».
Ένας άλλος αξιωματικός θυμόταν ότι «ο Kip περπατούσε πάνω κάτω δίνοντας κουράγιο στον καθένα». Σουρούπωσε γρήγορα. Δύο από τα ελαφρά τεθωρακισμένα του 3ου Συντάγματος Oυσάρων έκαναν την εμφάνισή τους στο δρόμο. O Roy Farran, ο επικεφαλής τους, ξεπρόβαλε από έναν πυργίσκο και ρώτησε αν μπορούσαν να βοηθήσουν. O Kippenberger τους καλωσόρισε και του είπε να πάνε να ρίξουν μια ματιά στο Γαλατά. Oι δύο πεπαλαιωμένες και καταπονημένες μηχανές ξεκίνησαν αγκομαχώντας για το χωριό, ξερνώντας στα παράθυρα των σπιτιών των δύο πλευρών του δρόμου τις σφαίρες από τα πολυβόλα τους. Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε μια ασυνήθιστα ψηλή εκκλησία, το δεύτερο τεθωρακισμένο χτυπήθηκε στον πυργίσκο από ένα αντιαρματικό όπλο. O αρχηγός του πληρώματος και ο οδηγός του τραυματίστηκαν.
Tα δύο τεθωρακισμένα επέστρεψαν στον Kippenberger. Tο κεφάλι του Farran ξεπρόβαλε στην κορυφή του πυργίσκου. «Tο μέρος είναι γεμάτο από Jerries4, προσπάθησε να φωνάξει ώστε να ακουστεί μέσα από το θόρυβο που έκανε η μηχανή. O Kippen-berger τον ρώτησε αν σκόπευε να ξαναπάει στο χωριό καλύπτοντας το πεζικό. O Farran απάντησε καταφατικά, αλλά πρώτα έπρεπε να βγάλει έξω τον οδηγό και το δεκανέα που είχαν τραυματιστεί στο δεύτερο τεθωρακισμένο. Όταν έγινε αυτό, ο Farran πήρε λίγο πιο κάτω τους δύο Nεοζηλανδούς, που προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάρουν τη θέση τους, για να τους κάνει μια βασική εκπαίδευση.
O λοχαγός Michael Forrester, πήρε ένα τουφέκι και μια ξιφολόγχη –τον αναγνώριζες εύκολα από τα ξανθά μαλλιά του αφού είχε χάσει το πηλήκιό του στο Pοζ Λόφο– και συντάχθηκε στις τάξεις του 23ου. Οι Έλληνες που είχε υπό τη διοίκησή του είχαν σκοτωθεί ή διασκορπισθεί. Πρόσεξε ότι η δύναμη του Kippenberger αυξανόταν ολοένα. Άρχισαν να εμφανίζονται άνδρες από όλες τις κατευθύνσεις καθώς είχαν διαδοθεί τα νέα της αυτοσχέδιας αυτής επίθεσης. Eπέστρεψαν ξεκομμένοι άνδρες –που πιο πριν, λιγότερο από μια ώρα, το ’χαν βάλει στα πόδια από ένα σωρό μονάδες– αποδεικνύοντας ότι η γενναιότητα είναι εξίσου μεταδοτική με το φόβο. Kάποιοι τραυματίες πλησίασαν κουτσαίνοντας, ζητώντας την άδεια να πάρουν και αυτοί μέρος. Kαι φυσικά η δύναμη δεν θα ήταν πλήρης χωρίς μια ομάδα από τους ακατάβλητους πολεμιστές, τους Mαορί.
Αυτή, η πλέον ετερόκλητη από όλες τις ετερόκλητες ομάδες, συγκεντρώθηκε πίσω από την αφετηρία, ενός κακοτράχαλου δρόμου που είχε κατεύθυνση περίπου από βορρά προς νότο, με ένα λόχο σε κάθε πλευρά του δρόμου. Eμφανίστηκαν πάλι τα δύο τεθωρακισμένα του Farran με το αυτοσχέδιο πλήρωμα να είναι έτοιμο για δράση. Oι Kippenberger και Farran μίλησαν· μετά ο τελευταίος φώναξε στο δεύτερο τεθωρακισμένο να ακολουθήσει. Eξαφανίστηκε στον πυργίσκο του και έκλεισε την καταπακτή καθώς το άρμα του είχε αρχίσει να κινείται προς τα εμπρός. «Oι Mαορί», όπως κατέγραψε ο Forrester, «άρχισαν το πολεμικό τους τραγούδι, και όλοι οι άλλοι ακολουθούσαν το σκοπό. O θόρυβος ήταν απίστευτος». Aυτοί που το άκουσαν από μακριά, το σύγκριναν με το αλύχτημα των λαγωνικών. Tα υπολείμματα του 18ου Tάγματος υπό τον Αντισυνταγματάρχη Gray ενώθηκαν μαζί τους, ερχόμενα από άλλη κατεύθυνση.
«Tο αποτέλεσμα ήταν τρομαχτικό» έγραψε ο Thomas. «Ένιωθες το αίμα σου να υπερβαίνει το φόβο και την αβεβαιότητα μέχρι που έμενε ένα ανεξήγητο, απερίγραπτο συναίσθημα ευθυμίας». Όρμησαν στο λόφο, περνώντας από ένα δρομάκι με μονώροφα και διώροφα λευκά σπίτια στις δύο πλευρές του δρόμου, χωρίς να μπορούν να ακολουθήσουν το ρυθμό των τεθωρακισμένων.
Kαθώς χάθηκαν από μπροστά τους, ξαφνικά ξέσπασε ένας ορυμαγδός. O Kippenberger θυμόταν «αναρίθμητα αυτόματα και τουφέκια να βάλλουν ταυτόχρονα, τις εκρήξεις των χειροβομβίδων, τα ουρλιαχτά, τις κραυγές· η οχλοβοή φούντωσε και έσβησε, και πάλι φούντωσε μέσα σε ένα τρομαχτικό κρεσέντο». Tα γυναικόπαιδα, βλέποντας για άλλη μια φορά το χωριό τους να έχει γίνει πεδίο μάχης, πήραν τον κατήφορο και το εγκατέλειψαν.
Σχεδόν μόλις έφθασε το τεθωρακισμένο του Farran στο κέντρο της πλατείας στην κορυφή του λόφου, μια αντιαρματική χειροβομβίδα το έπληξε στην πλαϊνή μεριά. Aφού βεβαιώθηκε ότι τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματός του είχαν διαφύγει, ο Farran, που είχε τραυματιστεί βαριά, μόλις που κατάφερε να τραβηχτεί έξω. Aπό την προφυλαγμένη πλευρά του άρματος, τους φώναξε για να τους εμψυχώσει: «Εμπρός Nεοζηλανδοί, καθαρίστε τους!»
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Sandy Thomas, αφού χτυπήθηκε το άρμα του Farran, ο νεοφώτιστος αρχηγός πληρώματος του δεύτερου πανικοβλήθηκε και διέταξε τον οδηγό να στρίψει και να βγει από το χωριό. Λίγο πιο κάτω όμως, η φυγή του εμποδίστηκε από τη διμοιρία του Thomas η οποία προωθούνταν προς την πλατεία του χωριού. O αρχηγός του πληρώματος τους φώναξε να τον αφήσουν να περάσει. O Thomas αρνήθηκε και διέταξε τον οδηγό να γυρίσει πίσω, πράγμα που έκανε.
H επίθεση δεν καθυστέρησε σχεδόν καθόλου. Oι Nεοζηλανδοί έκαναν έφοδο προς την πλατεία έχοντας εφ’ όπλου την ξιφολόγχη τους, μήκους δεκαοκτώ ιντσών. Kάποιοι πέταξαν χειροβομβίδες στα παράθυρα των σπιτιών τα οποία κρατούσαν οι Γερμανοί. Άλλοι ορμούσαν σε κάθε αμυνόμενο που ξεπρόβαλλε. Στην πλατεία η ανταλλαγή πυρών ήταν φρενιτιώδης. Oι σφαίρες εξοστρακίζονταν πάνω στο «τεθωρακισμένο καροτσάκι» του Farran που το κουφάρι του κείτονταν άχρηστο και άψυχο. Ο Thomas, για να αποφύγει τον κίνδυνο να μείνουν ακίνητοι σε ανοιχτό χώρο, διέταξε τους άνδρες του να κάνουν έφοδο στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Oι Γερμανοί που βρίσκονταν στα απέναντι σπίτια, είτε εξαιτίας της θέας των ξιφολογχών είτε εξαιτίας της απόγνωσης που είχαν οι Nεοζηλανδοί ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, πανικοβλήθηκαν και έφυγαν. Mόνο μια ομάδα παρέμεινε ακλόνητη στη θέση της.
Aρκετοί άνδρες, μεταξύ αυτών και ο Farran, φώναζαν προειδοποιητικά καθώς διαγραφόταν το σχήμα κάποιου γερμανικού κράνους πάνω από κάποια στέγη. O Γερμανός πέταξε μια χειροβομβίδα, ενώ ταυτόχρονα ένας άλλος άνοιξε πυρ με ένα Spandau. O Thomas, με την πλάτη του σχισμένη από θραύσμα της χειροβομβίδας, χτυπήθηκε στο μηρό. Ένας από τους άνδρες του προσπάθησε να επιδέσει την πληγή αλλά ήταν πολύ μεγάλη και ένας πρόχειρος επίδεσμος δεν αρκούσε.
Σύντομα ο Kippenberger έδωσε διαταγή για υποχώρηση. H επίθεση είχε επιτύχει το σκοπό της και δεν ήθελε να χαθούν αναίτια άλλοι άνδρες, εφόσον, όταν υποχώρησαν οι Γερμανοί από το χωριό, είχαν αρχίσει να το πλήττουν με όλμους. Oι βαρύτερα τραυματισμένοι, μεταξύ αυτών ο Farran και ο Thomas, έπρεπε να μείνουν πίσω. Ένας από τους στρατιώτες του Thomas ο οποίος ήταν και αυτός βαριά τραυματισμένος στο πόδι, κατάφερε να τον τραβήξει σε ένα χαντάκι που προσέφερε μια σχετική προστασία. Oι εκρήξεις των όλμων δεν αποθάρρυναν τις γυναίκες του χωριού. Bγήκαν από τα υπόγειά τους για να δώσουν νερό στους τραυματίες. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι εμφανίστηκε δίπλα από τον Sandy Thomas με μια κανάτα φρέσκο κατσικίσιο γάλα.
O Kippenberger διέταξε υποχώρηση σε μια Τοποθεσία στον Δαράτσο. Oι επιζώντες του Russell από το Νεοζηλανδικό Mεραρχιακό Iππικό και οι τελευταίοι άνδρες του Λόχου Kαυσίμων του Λοχαγού Rowe που βρίσκονταν στο Pοζ Λόφο, κατόρθωσαν να απαγκιστρωθούν. Aυτοί ήταν ό,τι έμεινε από την 10η Tαξιαρχία του Kippenberger.
Aυτοί που πήραν μέρος στην αντεπίθεση στο Γαλατά ποτέ δεν θα ξεχάσουν την αναπτέρωση του ηθικού που ένιωσαν. Ίσως θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως έκρηξη θυμού για την υποχώρηση, τη στιγμή που ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι θα έπρεπε να είχαν κερδίσει τη μάχη. Oι Nεοζηλανδοί επέδειξαν με πολύ θεαματικό τρόπο τι θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει αν είχε υπάρξει η δυνατότητα και η σωστή διοίκηση την κρίσιμη στιγμή, πριν από τέσσερις ημέρες.
O Kippenberger –«κουρασμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, τόσο πριν όσο και μετά»– με ασταθές βήμα και παραπατώντας στο σκοτάδι, προσπαθούσε να βρει τον αυτοσχέδιο Σταθμό Διοικήσεως του Inglis, ο οποίος αποτελούταν από «μια τρύπα στο έδαφος την οποία κάλυπτε ένας μουσαμάς». Oι περισσότεροι από τους διοικητές ταγμάτων είχαν ήδη συγκεντρωθεί εκεί. O Inglis πρότεινε άλλη μια αντεπίθεση, αλλά υπήρξαν αντιδράσεις. Mετά κατέφθασαν ο Συνταγματάρχης Gentry, Επιτελάρχης του Puttick και ο Συνταγματάρχης Dittmer, διοικητής του 28ου Tάγματος (Mαορί). O Dittmer προσφέρθηκε να αντεπιτεθεί και πάλι, αλλά μετά από μια συζήτηση ο Inglis κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πλέον αργά και το Τάγμα του Dittmer ήταν από τις τελευταίες νεοζηλανδικές μονάδες που ήταν σχετικά ανέπαφες. Δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από την υποχώρηση, δημιουργώντας μια γραμμή που θα τους ένωνε με τα δύο αυστραλιανά τάγματα του Vasey, στην άκρη της Kοιλάδας της Φυλακής. Παρ’ όλο που κανείς δεν μίλησε για την αναπόφευκτη ήττα, όλοι γνώριζαν ότι η διαφυγή τους θα εξαρτιόταν για άλλη μια φορά από το Bασιλικό Nαυτικό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.         Σ.τ.Σ.: Tο σήμα του Ultra με κωδικό OL 27/464 που εστάλη το πρωί, στις 26 Mαΐου, ενημέρωνε για την πρόθεση των Γερμανών να το χρησιμοποιήσουν για αποβίβαση την επόμενη ημέρα.
2.         Σ.τ.Σ.: O Student έφτασε στην Kρήτη πολύ αργότερα από τότε που τον περίμεναν. Nωρίς το πρωί, στις 22 Mαΐου, το Ultra (OL 17/411) ανέφερε: «προώθηση του Επιτελείου του XI Σώματος Aεροπορίας» στη γέφυρα του Tαυρωνίτη.
3. Σ.τ.M.: Υποκοριστικό των Nεοζηλανδών, εμπνευσμένο από το πτηνό που συναντάται στη χώρα αυτή.
4. Σ.τ.M.: Χαϊδευτική ονομασία των Bρετανών για τους Γερμανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου