του Νίκου Παπαχρήστου
Έντονος προβληματισμός επικρατεί στην Ιεραρχία της Εκκλησίας
στην Ελλάδα από τις πληροφορίες που έρχονται καθημερινά στη δημοσιότητα
αναφορικά με τις προβλέψεις του σχεδίου νόμου που προωθείται με σκοπό την
αντιμετώπιση του ρατσισμού. Όπως σημειώνουν εκκλησιαστικοί παράγοντες, «μπορεί
διάφοροι πολιτικοί χώροι να θέλουν να αξιοποιούν κάποιες εκκλησιαστικές απόψεις
που έχουν διατυπωθεί για το ζήτημα, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη
κατεύθυνση, αναλόγως κατά πως αυτές τους εξυπηρετούν αλλά όλοι θα πρέπει να
γνωρίζουν πως η Ιεραρχία είναι αντίθετη τόσο προς κάθε ρατσιστική ενέργεια όσο
και προς κάθε προσπάθεια φίμωσης και περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης».
Η στάση της Ιεράς Συνόδου από την πρώτη στιγμή που ετέθη το ζήτημα
Η ιδέα της νομοθετικής πρωτοβουλίας για την αυστηροποίηση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου (νόμο 927/1979) ενάντια στις εκφάνσεις του ρατσισμού είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο 2011 από την Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε αναρτήσει τότε σε δημόσια διαβούλευση από την ιστοσελίδα opengov.gr το σχέδιο νόμου με τίτλο «Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου», με το οποίο προχωρούσε σε αυστηροποίηση των ποινών, αλλά, το κυριότερο, σε σημαντική διεύρυνση των συμπεριφορών, που χαρακτηρίζονταν πλέον ως ποινικά αδικήματα με βάση το σχέδιο νόμου. Το σχέδιο νόμου εγκρίθηκε τον Οκτώβριο 2011 από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά δεν έφθασε μέχρι την πόρτα του Κοινοβουλίου.
Προς το παρόν δεν είναι γνωστό το κείμενο του νέου σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αποτέλεσε σημείο ενδοκυβερνητικής τριβής, ούτε είναι γνωστό ποια πρόταση νόμου θα κατατεθεί στη Βουλή από κόμματα της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με ομόφωνη απόφασή της απέστειλε επιστολή στις 29.3.2011 προς τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου με την οποία είχε προβάλλει ισχυρές αντιρρήσεις σε συγκεκριμένα σημεία του σχεδίου νόμου, θεωρώντας και ότι προσβάλλουν συνταγματικά κατοχυρωμένη την ελευθερία του λόγου, αλλά και ότι θα χρησιμοποιηθούν από αιρετικές ή αθεϊστικές ομάδες για την παρεμπόδιση και ποινικοποίηση του αντιαιρετικού της λόγου.
Στην επιστολή τονιζόταν ότι κινείτο εκτός της απόφασης - πλαίσιο της 28 Νοεμβρίου 2008 (2008/913/ΔΕ) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πρωτοβουλία του Υπουργείου να ποινικοποιήσει, πέραν του μίσους και της βίας, την «καλλιέργεια ή την εξωτερίκευση αισθημάτων αντιπαλότητας» κατά την τότε έκφραση του νομοσχεδίου. Άποψη της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν ότι «…η αντιπαλότης ουδεμίαν σχέσιν έχει προς το μίσος ή τας πράξεις βίας, σημαίνει δε την αντίθεσιν, την συνείδησιν ότι αντίπαλαίουν, ότι αντίτίθενται μεγέθη, πρόσωπα, έννοιαι, ομάδαι, διδασκαλίαι», και ότι η επίμαχη απόφαση - πλαίσιο της Ε.Ε. «επιβάλλει εις τα κράτη μέλη την ποινικοποίησιν της δημοσίας υποκινήσεως βίας ή μίσους κατά προσώπων υπό κριτήρια ρατσιστικά και ξενοφοβικά, ως και την δημοσίαν επιδοκιμασίαν ή υποτίμησιν εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονίας και κατά της ανθρωπότητος. Κατ’ ουδέναν τρόπον γίνεται λόγος περί ποινικής τιμωρίας οιουδήποτε, ο οποίος προκαλεί ή διεγείρει την καλλιέργειαν ή την εξωτερίκευσιν αισθημάτων αντιπαλότητος».
Προβληματιζόμενη πλέον η Ιερά Σύνοδος πώς θα μπορεί η Εκκλησία να ασκεί την αντιαιρετική της πολιτική υπό τον νέο νόμο προσέθετε ότι «υπό την αυτονόητον υπόμνησιν ότι η Αποστολοπαράδοτος διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού δεν κηρύττει το μίσος και είναι διδαχή της Αγάπης. … δια τί πρέπει να θεωρήται ποινικόν αδίκημα λ.χ. το κήρυγμα … ή η διανομή φυλλαδίων …, όταν … αποβλέπουν εις την ενημέρωσιν και προφύλαξιν του ορθοδόξου ποιμνίου έναντι των πολυειδών και αναριθμήτων αιρετικών ομάδων, αι οποίαι αποπειρώνται συστηματικώς την απόσπασιν ποιμνίου εκ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, μετερχόμενοι ακόμα και παράνομον (13 παρ. 2 Συντ.) προσηλυτισμόν αυτού; Η πληροφόρησις και η προειδοποίησις των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν το ποίμνιον, δεν είναι δυνατόν παρά να αναδεικνύη τας κακοδοξίας των ομάδων αυτών και επομένως να προκαλή τουλάχιστον αισθήματα αντίθέσεως». Το επιχείρημα αυτό αναδεικνύει τον έντονο προβληματισμό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ότι το νέο σχέδιο νόμου με την ευρύτατη ποινικοποίηση, όχι απλώς της υποκίνησης του μίσους ή της βίας, αλλά ακόμα και της «καλλιέργειας» ή «διέγερσης» σε τρίτους «αισθημάτων αντίθεσης» με κριτήρια όπως π.χ. το θρήσκευμα, αυτόματα θα έθετε εκτός νομιμότητας τον αντιαιρετικό λόγο της Εκκλησίας.
Στην ίδια επιστολή η Ιερά Σύνοδος διατυπώνει και την απορία πώς θα μπορεί μπροστά σε ένα ποινικό δικαστήριο να αποδειχθεί εν τέλει ότι τα λόγια ή τα έργα του κατηγορουμένου «προκάλεσαν ή διήγειραν την καλλιέργεια ή την εξωτερίκευση αισθημάτων αντιπαλότητας» σε κάποιο τρίτο τονίζοντας προς την τότε Κυβέρνηση ότι «αντιλαμβάνεσθε ότι η ανωτέρω διατύπωσις των ποινικών ρυθμίσεων είναι τόσον αόριστος και δια τούτο επικίνδυνος, ώστε το αφιέμενον βάρος εις τους ώμους και την φαντασίαν των ποινικών δικαστών είναι ιδιαιτέρως δυσάρεστον και συνταγματικώς αδικαιολόγητον» και προειδοποιούσε ότι : «Δεν χρειάζονται πολλά ή ιδιαίτερα επιχειρήματα δια να καταστούν εκ προοιμίου κατανοητά τα αναμενόμενα κοινωνικά αποτελέσματα της θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως».
Η Εκκλησία της Ελλάδος διατυπώνει στο κείμενό της μία αυστηρή τοποθέτηση υπέρ της ελευθερίας του λόγου λέγοντας ότι τέτοια ποινικά μέτρα δεν συμβιβάζονται με την δημοκρατική παράδοση του ελληνικού λαού χαρακτηρίζοντας «ιδιώνυμο έγκλημα του λόγου» το συγκεκριμένο νομοσχέδιο: «Είναι αντιληπτόν ότι κατά τα ως άνω σημεία του η διατύπωσις του σχεδίου νόμου εκφεύγει των ορίων της θεμιτής ποινικοποιήσεως, των συνταγματικών και νομοθετικών κατακτήσεων του νομικού πολιτισμού της Ελλάδος, αλλά και αυτής της μακράς ελληνικής παραδόσεως εις ζητήματα εν γένει ελευθερίας της σκέψεως και του λόγου, εγκαθιδρύει κατά το ανωτέρω τμήμα της εν ιδιώνυμον «έγκλημα του λόγου» …».
Πηγή: Αμήν
Η στάση της Ιεράς Συνόδου από την πρώτη στιγμή που ετέθη το ζήτημα
Η ιδέα της νομοθετικής πρωτοβουλίας για την αυστηροποίηση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου (νόμο 927/1979) ενάντια στις εκφάνσεις του ρατσισμού είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο 2011 από την Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε αναρτήσει τότε σε δημόσια διαβούλευση από την ιστοσελίδα opengov.gr το σχέδιο νόμου με τίτλο «Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου», με το οποίο προχωρούσε σε αυστηροποίηση των ποινών, αλλά, το κυριότερο, σε σημαντική διεύρυνση των συμπεριφορών, που χαρακτηρίζονταν πλέον ως ποινικά αδικήματα με βάση το σχέδιο νόμου. Το σχέδιο νόμου εγκρίθηκε τον Οκτώβριο 2011 από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά δεν έφθασε μέχρι την πόρτα του Κοινοβουλίου.
Προς το παρόν δεν είναι γνωστό το κείμενο του νέου σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αποτέλεσε σημείο ενδοκυβερνητικής τριβής, ούτε είναι γνωστό ποια πρόταση νόμου θα κατατεθεί στη Βουλή από κόμματα της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με ομόφωνη απόφασή της απέστειλε επιστολή στις 29.3.2011 προς τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου με την οποία είχε προβάλλει ισχυρές αντιρρήσεις σε συγκεκριμένα σημεία του σχεδίου νόμου, θεωρώντας και ότι προσβάλλουν συνταγματικά κατοχυρωμένη την ελευθερία του λόγου, αλλά και ότι θα χρησιμοποιηθούν από αιρετικές ή αθεϊστικές ομάδες για την παρεμπόδιση και ποινικοποίηση του αντιαιρετικού της λόγου.
Στην επιστολή τονιζόταν ότι κινείτο εκτός της απόφασης - πλαίσιο της 28 Νοεμβρίου 2008 (2008/913/ΔΕ) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πρωτοβουλία του Υπουργείου να ποινικοποιήσει, πέραν του μίσους και της βίας, την «καλλιέργεια ή την εξωτερίκευση αισθημάτων αντιπαλότητας» κατά την τότε έκφραση του νομοσχεδίου. Άποψη της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν ότι «…η αντιπαλότης ουδεμίαν σχέσιν έχει προς το μίσος ή τας πράξεις βίας, σημαίνει δε την αντίθεσιν, την συνείδησιν ότι αντίπαλαίουν, ότι αντίτίθενται μεγέθη, πρόσωπα, έννοιαι, ομάδαι, διδασκαλίαι», και ότι η επίμαχη απόφαση - πλαίσιο της Ε.Ε. «επιβάλλει εις τα κράτη μέλη την ποινικοποίησιν της δημοσίας υποκινήσεως βίας ή μίσους κατά προσώπων υπό κριτήρια ρατσιστικά και ξενοφοβικά, ως και την δημοσίαν επιδοκιμασίαν ή υποτίμησιν εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονίας και κατά της ανθρωπότητος. Κατ’ ουδέναν τρόπον γίνεται λόγος περί ποινικής τιμωρίας οιουδήποτε, ο οποίος προκαλεί ή διεγείρει την καλλιέργειαν ή την εξωτερίκευσιν αισθημάτων αντιπαλότητος».
Προβληματιζόμενη πλέον η Ιερά Σύνοδος πώς θα μπορεί η Εκκλησία να ασκεί την αντιαιρετική της πολιτική υπό τον νέο νόμο προσέθετε ότι «υπό την αυτονόητον υπόμνησιν ότι η Αποστολοπαράδοτος διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού δεν κηρύττει το μίσος και είναι διδαχή της Αγάπης. … δια τί πρέπει να θεωρήται ποινικόν αδίκημα λ.χ. το κήρυγμα … ή η διανομή φυλλαδίων …, όταν … αποβλέπουν εις την ενημέρωσιν και προφύλαξιν του ορθοδόξου ποιμνίου έναντι των πολυειδών και αναριθμήτων αιρετικών ομάδων, αι οποίαι αποπειρώνται συστηματικώς την απόσπασιν ποιμνίου εκ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, μετερχόμενοι ακόμα και παράνομον (13 παρ. 2 Συντ.) προσηλυτισμόν αυτού; Η πληροφόρησις και η προειδοποίησις των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν το ποίμνιον, δεν είναι δυνατόν παρά να αναδεικνύη τας κακοδοξίας των ομάδων αυτών και επομένως να προκαλή τουλάχιστον αισθήματα αντίθέσεως». Το επιχείρημα αυτό αναδεικνύει τον έντονο προβληματισμό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ότι το νέο σχέδιο νόμου με την ευρύτατη ποινικοποίηση, όχι απλώς της υποκίνησης του μίσους ή της βίας, αλλά ακόμα και της «καλλιέργειας» ή «διέγερσης» σε τρίτους «αισθημάτων αντίθεσης» με κριτήρια όπως π.χ. το θρήσκευμα, αυτόματα θα έθετε εκτός νομιμότητας τον αντιαιρετικό λόγο της Εκκλησίας.
Στην ίδια επιστολή η Ιερά Σύνοδος διατυπώνει και την απορία πώς θα μπορεί μπροστά σε ένα ποινικό δικαστήριο να αποδειχθεί εν τέλει ότι τα λόγια ή τα έργα του κατηγορουμένου «προκάλεσαν ή διήγειραν την καλλιέργεια ή την εξωτερίκευση αισθημάτων αντιπαλότητας» σε κάποιο τρίτο τονίζοντας προς την τότε Κυβέρνηση ότι «αντιλαμβάνεσθε ότι η ανωτέρω διατύπωσις των ποινικών ρυθμίσεων είναι τόσον αόριστος και δια τούτο επικίνδυνος, ώστε το αφιέμενον βάρος εις τους ώμους και την φαντασίαν των ποινικών δικαστών είναι ιδιαιτέρως δυσάρεστον και συνταγματικώς αδικαιολόγητον» και προειδοποιούσε ότι : «Δεν χρειάζονται πολλά ή ιδιαίτερα επιχειρήματα δια να καταστούν εκ προοιμίου κατανοητά τα αναμενόμενα κοινωνικά αποτελέσματα της θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως».
Η Εκκλησία της Ελλάδος διατυπώνει στο κείμενό της μία αυστηρή τοποθέτηση υπέρ της ελευθερίας του λόγου λέγοντας ότι τέτοια ποινικά μέτρα δεν συμβιβάζονται με την δημοκρατική παράδοση του ελληνικού λαού χαρακτηρίζοντας «ιδιώνυμο έγκλημα του λόγου» το συγκεκριμένο νομοσχέδιο: «Είναι αντιληπτόν ότι κατά τα ως άνω σημεία του η διατύπωσις του σχεδίου νόμου εκφεύγει των ορίων της θεμιτής ποινικοποιήσεως, των συνταγματικών και νομοθετικών κατακτήσεων του νομικού πολιτισμού της Ελλάδος, αλλά και αυτής της μακράς ελληνικής παραδόσεως εις ζητήματα εν γένει ελευθερίας της σκέψεως και του λόγου, εγκαθιδρύει κατά το ανωτέρω τμήμα της εν ιδιώνυμον «έγκλημα του λόγου» …».
Πηγή: Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου