του Κωνσταντίνου Ζορμπά, για τον Αmen.gr
Βέβαια δεν μπορεί να μην υποστηρίξει κανείς ότι η διαφορετική προσέγγιση του Πάπα Φραγκίσκου Α΄ απέναντι στα ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, θα οδηγήσουν τον ίδιο -ο «πρώτος» με το όνομα Φραγκίσκος- και σε μία εσωτερική αναδιαμόρφωση της εκκλησιαστικής στάσης. Ένας Πάπας μπορεί να επιθυμεί ουσιαστικές αλλαγές στην Εκκλησία, εκτός όμως από τον «εκμοντερνισμό». Κι αυτό για δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος βασικός λόγος είναι η αποστολή του εκάστοτε Ποντίφικα. Όπως τόνισε ο ίδιος, ο ρόλος του ποιμένα είναι «να δέχεται με στοργή και τρυφερότητα, όλη την ανθρωπότητα, ειδικά τους πιο φτωχούς, τους πιο αδύναμους, τους πιο μικρούς… όποιον πεινά, όποιον διψά, τον ξένο, τον γυμνό, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο». Αλλά όλα αυτά μεταφράζονται ως συνέχεια του ευαγγελικού μηνύματος. Τα παραπάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η ολοκληρωτική πίστις (λατινικά fides) στο μήνυμα του Ιησού Χριστού. Ο Πάπας λοιπόν βρίσκεται εκεί για να ενεργεί με εμπιστοσύνη (λατινικά cum και fides) και να συνεχίζει την αποστολική παράδοση χωρίς να επιδιώκει την ανακαίνιση της Εκκλησίας. Ο ίδιος ως Καρδινάλιος Jorge Mario Bergoglio διακρίθηκε ασφαλώς κατά την κρίση της Αργεντινής, όπου η Εκκλησία με τις μετρημένες τοποθετήσεις της υπήρξε ο μόνος φορέας εξουσίας στη χώρα που δεν απαξιώθηκε. Το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος εγκατέλειψε το μεγαλοπρεπές Επισκοπείο για ένα απλό διαμέρισμα και επέμενε να μετακινείται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και να ιερουργεί στις παραγκουπόλεις, ενίσχυσε την εικόνα ενός σεμνού και προσηνούς ιεράρχη. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε πάντοτε αυστηρός στα θέματα που αφορούν τα διαζύγια, την αγαμία του κλήρου, τη χειροτονία των γυναικών, τις αμβλώσεις, την οικογένεια κ.ά. Στα θέματα αυτά δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί κάποια «μοντέρνα» άποψη και φυσικά δεν πρόκεται να αλλάξει ούτε ένα «ι», αλλά ούτε να αποκλύνει στο ελάχιστο από τον απολυταρχικό παπικό χαρακτήρα!
Ο δευτερος λόγος αποτελεί συνέχεια του πρώτου: οι θρησκείες, όλες σχεδόν, βασίζονται στην ουσιαστική αρχή της ετερονομίας, εκεί όπου οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν ‘ιεροποιήσει’ την αυτονομία τους. Από την ίδρυση των Κοινοβουλίων, μετά την γαλλική επανάσταση, οι λαϊκές δημοκρατίες θεωρούν ότι οι νόμοι τους, έχουν δημιουργηθεί ειδικά ‘από’ και ‘για’ τους ανθρώπους με στόχο την κοινωνική συνύπαρξη των πολιτών. Οι θρησκείες αντιλαμβάνονται vice versa τα παραπάνω. Θεωρούν ότι οι νόμοι δεν έχουν την αναφορά τους στον άνθρωπο, αλλά στον Θεό, όχι στον πολίτη (αυτο-νομία), αλλά σε μία θεϊκή ύπαρξη, εξωτερική και υπεράνω όλων, αυτό που θα αποκαλούσαμε ετερο-νομία. Οι ετερόνομες κοινωνίες λειτουργούν στη βάση ενός συστήματος αξιών που προκύπτουν από μια αρχή η οποία είναι συγχρόνως εξωτερική και ανώτερη. Οι νόρμες της ατομικής και της κοινωνικής ζωής έχουν σκοπό διαφορετικό από την κοινωνία, τις ομάδες ή τα άτομα που την αποτελούν. Οι κοινωνίες που οργανώνονται με τρόπο ετερόνομο είναι κοινωνίες που βασίζονται στη θρησκεία και χαρακτηρίζονται από την υπέρβαση της βιολογικής και κοινωνικής διάστασης της ζωής του ανθρώπου. Αυτή η υπέρβαση εγγράφεται στο πλέον μύχιο σημείο της ενυπάρχουσας πραγματικότητας, διότι η θεότητα που έχει δημιουργήσει τους νόμους αυτούς έχει δημιουργήσει επίσης ό,τι υπάρχει. Τέτοια ήταν η περίπτωση, για παράδειγμα, των πολιτικών κοινωνιών της χριστιανικής Ευρώπης τον 12ο και 13ο αιώνα.
Η επιθυμία για μια τέτοια αυτονομία αποτελεί ένα νέο φαινόμενο: μέχρι τότε η πολιτική εξουσία προσέτρεχε συχνά στη θρησκεία για να ενισχύσει τη νομιμότητα της ή για να ενισχύσει την υπακοή των υπηκόων, μεταχειριζόμενη προς όφελος της τη δύναμη της θρησκευτικής ηθικής υποχρέωσης. Ενίοτε, όποιος κατείχε την πολιτική εξουσία ισχυριζόταν ότι είχε θεϊκή καταγωγή, όπως συνέβαινε συχνά στις πολυθεϊστικές θρησκείες της αρχαιότητας. Αυτό αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του σχεδίου της αυτονομίας στην οποία ο άνθρωπος οικειοποιείται τα πάντα, αυτοανακηρυσσόμενος δημιουργός και κυρίαρχος στη θέση του μοναδικού Θεού της χριστιανικής θρησκείας.
Από την άποψη αυτή και ειδικά της ορθής πίστης του Summus Pontifiex (Καθολικός Ποντίφικας) και Pontifex Maximus (Μέγας Ποντίφικας) η Καθολική Εκκλησία συνεχίζει πιστά το πρωτότυπο της παραδοσιακής κοινωνίας, η οποία στραμμένη προς το παρελθόν και την ιερή κληρονομιά της, δεν μπορεί να αποδεχθεί τους ανθρώπινους νόμους –όπως π.χ. η περίπτωση του 1884 για το διαζύγιο, το 1975 για τις αμβλώσεις, τα ποικίλα βιοηθικά διλήμματα στις ημέρες μας κ.ά.. Η Καθολική Εκκλησία θα συνεχίσει να πολεμά με όλη της τη δύναμη κάθε προσπάθεια που θα αντίκειται στην ίδια της την παράδοση.
Το να ζητήσει κανείς από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να γίνει «μοντέρνα» και «δημοκρατική» μαρτυρεί την αδυναμία της ίδιας της θρησκείας να περάσει από την ετερονομία στην κατανόηση των σημερινών κοινωνιών, οι οποίες προσανατολίζονται προς μία συλλογική αυτονόμιση, μέσα από νέες ιδέες και ποικίλες κοινωνικές αλλαγές. Το πρώτο μήνυμα του Φραγκίσκου Α΄ ήταν η προειδοποίηση προς τη Ρωμαικαθολική Εκκλησία να μην ξεχάσει την πρωταρχική αποστολή της μετάδοσης του λόγου του Ιησού Χριστού, ειδάλλως θα κινδυνεύσει να συρρικνωθεί σε μία «συμπονετική μη κυβερνητική οργάνωση». Μιλώντας στην ιταλική γλώσσα, δίχως γραπτό κείμενο, επισήμανε πως η Εκκλησία πρέπει να παραμερίσει τα εγκόσμια γιατί διαφορετικά «θα καταλήξουμε σε μία φιλεύσπλαχνη μη κυβερνητική οργάνωση».
Σήμερα όμως οι κοινωνίες μας, μέσα από τη ζωντάνια και τη δύναμη των επιχειρημάτων, καθώς και ο διαδραστικός χαρακτήρας των συζητήσεων, χάρη στις νέες τεχνολογίες και τα κοινωνικά δίκτυα, έδωσαν μια νέα διάσταση στον δημόσιο διάλογο για τα θέματα αυτά. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το αντιμετωπίσει με αδιαφορία. Και κυρίως οι Εκκλησίες!
Είναι αλήθεια ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει πολλά προβλήματα, όπως τα ποικίλα σκάνδαλα που, συχνά-πυκνά, σκοπίμως έρχονται στην επιφάνεια για να πληγεί το κύρος της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι και σήμερα δεν υπάρχουν εκκλησιαστικά σκάνδαλα. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει με την πλειονότητα του κλήρου. Αυτό αποτελεί δημοσιογραφική παραπλάνηση. Είναι δεδομένο ότι υπάρχει μία ηθική κρίση. Αυτή έχει συνέπειες όχι μόνο στην πνευματική μας ζωή, αλλά και στην κοινωνική. Ακόμη και η οικονομική κρίση είναι επακόλουθο αυτής της ηθικής κρίσης.
Φυσικά και η εκκλησιαστική ιστορία επιβεβαιώνει ότι όλα είναι δυνατά. Η προσωπικότητα του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ (1881-1963) έφερε μεγάλες και ουσιαστικές αλλαγές στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) και μία νέα προσέγγιση στον κόσμο. Χάρη στη ζεστασιά της προσωπικότητάς του, το καλό χιούμορ και την ευγένειά του, συγκέντρωσε σύντομα την αγάπη του κόσμου, με τρόπο που ο προκάτοχός του Πάπας Πίος ΙΒ’ (1876-1958), παρά την ευρεία μόρφωση και την αγιότητά του, δεν είχε κατορθώσει.
Η δύναμη όμως της Εκκλησίας είναι ουσιαστική ως προς τον τρόπο που θέτει ερωτήματα και όχι με τον τρόπο που απαντά ή προσπαθεί τουλάχιστον να απαντήσει με το αλάθητο σε όλες τις ερωτήσεις. Εκεί όπου οι προχωρημένες δημοκρατικές κοινωνίες απαιτούν μέσα από την αυτονομία τους ένα μέλλον χωρίς όρια, βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα μάς αναγκάζουν να σκεφτούμε, με ωριμότητα, ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα να δούμε ένα «νέο αέρα» στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και από το «πρωτείο του αλάθητου» να φτάσουμε στο «πρωτείο της αγάπης»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου