Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
Την 21η Απριλίου 1967 δεν ξημέρωσε δύσκολη μέρα μόνο για τη Δημοκρατία, αλλά και για τη Εκκλησία. Την ημέρα εκείνη, με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια της Επταετίας στη διάρκεια της οποίας αφ’ ενός μεν καταλύθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα της πολιτείας, αφ΄ ετέρου δε σαρώθηκε το συνοδικό – φύσει δημοκρατικό, από την εποχή των Αποστόλων – σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας, στη διάρκεια του 20ου αιώνος, στη σχέση της με το κράτος, γνώρισε σωρεία πολιτειοκρατικών παρεμβάσεων, κυρίως από δικτατορικά καθεστώτα, όπως εκείνα του στρατηγού Θεοδ. Παγκάλου (1925 – 1926) και του Ιωαν. Μεταξά (1936 – 1941) που θέλησαν να την υποτάξουν στις πολιτικές τους σκοπιμότητες, η βιαιότητα, όμως, και το εύρος των παρεμβάσεων τις οποίες υπέστη από το καθεστώς της Επταετίας που εγκαθίδρυσε η 21η Απριλίου, έφθασαν τη πολυβασανισμένη ιστορικά αυτή σχέση στα επίπεδα μιας ακραίας υποταγής – έως υποδουλώσεως - της Εκκλησίας στη Πολιτεία.
Οι παρεμβάσεις της δικτατορίας αυτής - της μακροβιότερης του 20ου αιώνος - στις πλείστες των περιπτώσεων υπήρξαν κατάφωρα αντίθετες προς το κανονικό δίκαιο και τη κανονική τάξη της Εκκλησίας. Αυτό, όμως, δεν ήταν τόσο περίεργο. Το πραγματικά περίεργο ήταν ότι οι αντικανονικές αυτές επεμβάσεις έγιναν δεκτές ή προκλήθηκαν από την ίδια τη θεσμική Εκκλησία, με σκοπό να υπηρετηθούν ιδιοτελή συμφέροντα νομής εξουσίας διαφόρων πολιτικών και εκκλησιαστικών ομάδων. Η δικτατορία, γνωρίζοντας σαφώς τη σημασία της Εκκλησίας ως θεσμού θέλησε να εκμεταλλευθεί τα ισχυρά ερείσματα της στη κοινωνία. Επιδίωξε και – συνεργούσης της Εκκλησίας - επέτυχε να ιδιοποιηθεί τις αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που η Εκκλησία παραδοσιακά εκόμιζε και να τις αναγάγει σε ιδεολογική «κορωνίδα» του καθεστώτος, όχι, ασφαλώς από έγνοια για τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό, αλλά για να επιτύχει την κοινωνική της νομιμοποίηση. Ετσι, πέρα από την δεδομένη αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία, ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» μέσα από μια φαλκιδευμένη ιδεολογικοπολιτική του χρήση, θα καταστεί το βασικό ιδεολόγημα της δικτατορίας, στοχεύοντας ν΄ αποτελέσει το θετικό αντίθετο του κομμουνισμού. Από την άλλη, η νέα ηγεσία της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε, στα κελεύσματα της δικτατορίας, αλλά θεωρώντας ότι μέσω της συμπλεύσεώς της μ΄ αυτήν θα μπορέσει να «αποκαθάρει» τον εκκλησιαστικό θεσμό από αμαρτίες που η ίδια χρέωνε σε εκκλησιαστικές ηγεσίες του παρεθόντος, συντάχθηκε με τις «δοξασίες» της 21ης Απριλίου από τη πρώτη στιγμή.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ ΜΗ ΟΥΣΗΣ…
Σε διάστημα μικρότερο του μηνός από την ημέρα που τα τάνκς βγήκαν στους δρόμους, ο έλεγχος της Εκκλησίας από το δικτατορικό καθεστώς ολοκληρώθηκε και δημιουργήθηκε μια «Εκκλησία εκτάκτου ανάγκης», με σκοπό να (συν-) υπηρετήσει τις ιδεολογικοπολιτικές επιδιώξεις της «Επαναστάσεως». Οι παρεμβάσεις της δικτατορίας ήταν άμεσες και επιτυχείς, διότι, παρά την επιθετικότητά τους, η οποία εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων αντικανονικών ρυθμίσεων, η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν ανύπαρκτη. Ας θυμηθούμε τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα:
* στις 21 Απριλίου είχαμε το πραξικόπημα.
* στις 27 Απριλίου ο «υπουργός» Παιδείας και Θρησκευμάτων, αρεοπαγίτης Κ. Καλαμποκιάς, με απόφασή του (την οποία ασμένως δέχεται ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος εκδίδοντας το σχετικό του διάταγμα) αναστέλλει επ΄ αόριστον την έκτακτη σύνοδο της Ιεραρχίας την οποία είχε συγκαλέσει για την 11η Μαϊου η προδικτατορική (επί αρχεπισκοποπείας Χρυσοστόμου Β΄) «μικρά» Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) για τη πλήρωση κενών μητροπολιτικών θρόνων. Ωμότατη παρέμβαση που φανέρωνε τις αδίστακτες διαθέσεις του σκληρού πυρήνος του καθεστώτος. Το γεγονός και μόνο ότι την κανονικότητα κατέλυσε ένας «υπουργός» που μέχρι τότε κατείχε θέση αρεοπαγίτου, δηλαδή ανωτάτου δικαστού, ο οποίος δεν εδίστασε να αντιμετωπίσει την διοικούσα Εκκλησία ως σωματείο του αστικού κώδικος, λέει από μόνο του πολλά.
* στις 10 Μαϊου με αναγκαστικό νόμο (Α.Ν. 3/1967) κηρύσσεται λήξασα η συνοδική περίοδος 1966 – 67, θεωρείται περατωθείσα η θητεία της κανονικής Δ.Ι.Σ. και συστήνεται ως κυρίαρχο όργανο η «Αριστίνδην» Σύνοδος. Με τον ίδιο Α.Ν. η νομοθεσία περί ορίου ηλικίας των 80 ετών η οποία, όλως αντικανονικώς, ίσχυε για τους Μητροπολίτες, επεκτείνεται και επί του Αρχιεπισκόπου, ο θρόνος των Αθηνών κηρύσσεται σε χηρεία και με το νομικό αυτό τέχνασμα εκθρονίζεται ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ (Χατζησταύρου). H καθιέρωση του ορίου ηλικίας για τους Επισκόπους είναι ασφαλώς πράξη αντικανονική, το γνωρίζουν και οι ιεροσπουδαστές κατωτέρας εκκλησιαστικής σχολής, τούτο, όμως, ουδόλως εμποδιζει συνειδησιακά κάποιους αρχιερείς αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής να συμπράξουν λίγες ώρες αργότερα με ένα καθεστώς που δεν δίστασε, κατά τρόπο ήκιστα κολακευτικό για τα «ελληνοχριστιανικά» ήθη, τα οποία - υποτίθεται ότι – επρέσβευε, να «εκπαραθυρώσει» τον κανονικό προκαθήμενο της. Εκκλησίας της Ελλάδος.
* στις 11 Μαϊου, προτάσει της «Εθνικής Κυβερνήσεως», με Βασιλικό Διάταγμα (Β.Δ.) διορίζονται (!) τα μέλη της 8μελούς «Αριστίνδην» Συνόδου (μέλη τα οποία - όπως απεκαλύφθη, δια του υπ΄ αριθμ. πρωτ. 4688/1744/14.11.1967 υπηρεσιακού εγγράφου της ιδίας ως άνω «Αριστίνδην» προς την Εισαγγελία Αθηνών – «επελέγησαν παρά της Εθνικής Κυβερνήσεως»!). Η κανονική Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, δηλαδή η ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή, τίθεται στο «ψυγείο», η λειτουργία της εξουδετερώνεται. Και ενώ η εκκλησιαστική κανονικότητα διασαλεύεται και παραβιάζεται ασυστόλως, οι προσκείμενοι στο καθεστώς αρχιερείς, ανερυθριάστως εξυμνούν πολυμερώς και ποικιλοτρόπως τη «Επανάσταση» ως «εθνοσωτήρια» (!), προβάλλοντας τους πρωταιτίους αυτής – τους πραξικοπηματίες - ως «αρχαγγέλους» της «καθάρσεως».
* στις 13 Μαϊου, υπό της (8μελούς) «Αριστίνδην» Συνόδου, ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, μέχρι τότε πρωθιερεύς των Ανακτόρων και καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, εκλέγεται ως νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αποδέχεται την εκλογή και στις 17 Μαϊου ενθρονίζεται στο καθεδρικό ναό των Αθηνών. Η περιπέτεια της Εκκλησίας ξεκινά.
ΟΙ ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΝ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΕΣ
Εκδίδονται αλλεπάλληλα Νομοθετικά Διατάγματα και Συντακτικές Πράξεις με τις οποίες καταλύθηκε κάθε έννοια κανονικής και εκκλησιαστικής τάξεως, όπως π.χ. με τον Α.Ν. 214/1697 με τον οποίο θεσπίσθηκαν, δίκην στρατοδικείων, τα αποκληθέντα «Ιεροδικεία», μέσω των οποίων και στη βάση ενός, αγνώστου στους ιερούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση, ιδιωνύμου αδικήματος, του περί «απωλείας της έξωθεν καλής μαρτυρίας», καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες (μή προβλέπουσες το δικαίωμα της εφέσεως!) ο πρώην Αθηνών και τότε πρόεδρος Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος (Βαβανάτσος), ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων (Παπαγεωργίου), ενώ εξωθούνται σε παραιτήσεις ο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κύριλλος (Καρμπαλιώτης), ο Δημητριάδος Δαμασκηνός (Χατζόπουλος), ο Ελασσόνος Ιάκωβος (Μακρυγιάννης), ο Παραμυθίας Τίτος (Ματθαιάκης) και ο Λαρίσης Ιάκωβος (Σχίζας). Με τη Συντακτική Πράξη ΛΣΤ΄/1968 συνεχίζονται οι «εκτοπίσεις» αρχιερέων που απάρτιζαν τη μέχρι τότε κανονική σύνθεση της Ιεραρχίας. Αυτή τη φορά εφευρίσκεται ο τρόπος της αυτοδικαίας αποχωρήσεως των αρχιερέων που είχαν συμπληρώσει «τεσσαρακονταετίαν εν τη ιερωσύνη και τριακονταετίαν εν τω βαθμώ του Επισκόπου», ρύθμιση, επίσης, κατάφωρα αντικανονική, όπως η προαναφερθείσα της καθιερώσεως του ορίου ηλικίας. Οι εν τω μεταξύ γενόμενες (1967 – 1969) αθρόες εκλογές της - προεδρευομένης υπό του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) - «Αριστίνδην» Συνόδου, τόσο στις κανονικά χηρεύουσες από την εποχή της αρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου) Μητροπόλεις, όσο και στις κατά τα ως άνω αντικανονικώς κενωθείσες, σταδιακά αλλοιώνουν τη κανονική σύνθεση της Ιεραρχίας, η οποία όταν συνέρχεται, τελικά. τον Μάρτιο του 1969 τελεί υπό τον έλεγχο της νέας τάξεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Συνολικά, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Α΄ θα εκλεγούν 29 νέοι αρχιερείς.
ΤΟ «ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ» ΤΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ (Α’)
Στο Καταστατικό Χάρτη του 1969 (Ν.Δ. 126) που εισηγείται η τότε ηγεσία της Εκκλησίας και ψηφίζει η δικτατορία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ κάνει το μοιραίο λάθος˙ «τα βάζει» για δεύτερη φορά με το Πατριαρχείο. Η πρώτη ήταν ένα χρόνο πριν (1968) όταν η υπό τον Ιερώνυμο «Αριστίνδην» Σύνοδος είχε εναντιωθεί στην εφαρμογή της διατάξεως της ΠΣΠ του 1928 περί «εκκλήτου» (εφέσεως) αρνουμένη να διαβιβάσει στο Πατριαρχείο την προσφυγή του τότε Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος (Παπαγεωργίου), ο οποίος ζητούσε την επανάκριση σε ανώτατο βαθμό της υποθέσεως που αφορούσε στην πραγματοποιηθείσα - με βάση τις αντικανονικές ρυθμίσεις του (θεσπίσαντος τα «Ιεροδικεία») Α.Ν. 214/77 - απομάκρυνσή του από το θρόνο της Θεσσαλονίκης. Αυτή, τη δεύτερη φορά – η οποία απεδείχθη και μοιραία καθώς σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση για την αρχιεπισκοπεία του Ιερωνύμου - με τον νέο Κ.Χ. θα επιχειρηθεί η καταστρατήγηση τόσο του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (ΠΣΤ) του 1850, όσο και της Συνοδικής και Πατριαρχικής Πράξεως (ΠΣΠ) του 1928, αναφορικώς με τη συγκρότηση και σύνθεση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.). Ενώ βάσει των κανονιστικών αυτών κειμένων προβλέπεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αφ΄ ενός μεν «διοικείται από Σύνοδον διαρκή, συνισταμένην εξ αρχιερέων, προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης», αφ΄ ετέρου δε ότι στη Δ.Ι.Σ. συμμετέχουν κατ΄ ίσον αριθμόν αρχιερείς από τις μητροπόλεις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου («Νέων Χωρών»), όπως ρητώς προβλέπει ο Β’ Ορος της ΠΣΠ του ΄28 (αλλά και ο σχετικός ν. 3615/28), εν τούτοις με το νέο Κ.Χ. προβλεπόταν ότι η Δ.Ι.Σ. δεν θα συγκροτείται εφεξής κατά τα ως άνω, δηλαδή τα μέλη της δεν θα καλούνται πλέον περιοδικώς κατά σειρά των πρεσβείων της αρχιερωσύνης και κατ΄ ίσο αριθμό από τις μητροπόλεις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», αλλά θα εκλέγονται από την Ιεραρχία. Επρόκειτο για μια προσπάθεια η οποία ενείχε, σαφώς, πρόθεση μειώσεως των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», η οποία ωστόσο κατέληξε σε κόλαφο για τον Ιερώνυμο Α΄ καθώς όταν αργότερα, η αντικανονική αυτή προσπάθειά του αυτή θα προσλάβει - με δικαστική απόφαση – και διάσταση παρανομίας, τότε, το όλο αντικανονικό του οικοδόμημα θα καταρρεύσει, οδηγώντας τον στη παραίτηση.
Η «ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ»
Τον Νοέμβριο του 1972 σε συνεδρίαση της Ιεραρχίας δύο Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών», οι Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης) και Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (Νικολάου) διαμαρτύρονται για την αντικανονική, κατά παράβαση των πατριαρχικών κειμένων του 1850 και του 1928, σύνθεση της Δ.Ι.Σ. που είχε συγκροτηθεί και προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Τον Απρίλιοτου 1973 το ΣτΕ κάνει δεκτή τη προσφυγή των δύο μητροπολιτών με την υπ. αριθμ. 1175 /13 – 4 -1973 απόφασή του την οποία και αυθημερόν εκδίδει επισήμως. Παρεπομένη συνέπεια της αποφάσεως αυτής του ανωτάτου δικαστηρίου ήταν να καταστούν άκυρες οι αποφάσεις της συνόδου της Ιεραρχίας της 28ης Νοεμβρίου 1972 ως προς τη συγκρότηση της διορισμένης ΔΙΣ εκείνης της περιόδου καθώς και ως προς τον διορισμό των μονίμων και αιρετών μελών των συνοδικών επιτροπών και υποχρεωνόταν η Ιεραρχία να συνέλθει εκ νέου για να προβεί στην εξ υπαρχής συγκρότηση της ΔΙΣ.
Μετά την ως άνω απόφαση του ΣτΕ, με νομοθετικό διάταγμα πραγματοποιείται έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας στις 10 Μαϊου 1973 για να αποφασιστεί ο τρόπος συγκροτήσεως της ΔΙΣ. Στην ψηφοφορία τριάντα τρείς (33) μητροπολίτες ψηφίζουν υπέρ της συγκροτήσεώς της κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, ενώ είκοσι τρείς (23) ψηφίζουν υπέρ της «Αριστίνδην» - δι΄ εκλογής υπό της Ι.Σ.Ι. - Συνόδου. Ετσι συγκροτήθηκε Δ.Ι.Σ. με ίσο αριθμό ιεραρχών από την Παλαιά και τη Νέα Ελλάδα, κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης. Ο Ιερώνυμος μετά το αρνητικό για τον ίδιο αποτέλεσμα δηλώνει την παραίτησή του. Δεν γίνεται δεκτή και την επομένη 6 ιεράρχες – εκ των οποίων οι τρείς (3) των «Νέων Χωρών» - προσφεύγουν στο ΣτΕ εκ νέου ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση της Ιεραρχίας. Πρόκειται για τους τότε μητροπολίτες Κασσανδρείας Συνέσιο (Βισβίνη), Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο (Πούλο), Κιλκισίου Χαρίτωνα (Συμεωνίδη) [οι τρείς των «Νέων Χωρών»] και Αττικής Νικόδημο (Γκατζιρούλη), Χαλκίδος Νικόλαο (Σελέντη) και Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου). Φυσικά, το γεγονός που προκαλεί εντύπωση είναι ότι μεταξύ των προσφυγόντων περιλαμβάνονται και αρχιερείς των «Νέων Χωρών» των οποίων η εκκλησιολογική υπόσταση ερείδεται στην Πατριαρχική Πράξη του 1928. Στρέφονται δηλαδή εναντίον της Πράξεως εκ της οποίας αρύεται η επισκοπική τους υπόσταση ως αρχιερέων Μητροπόλεων παραχωρηθεισών μεν – ως προς την διοίκησή τους - επιτροπικώς στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, τελουσών, όμως, διαρκώς υπό την πνευματική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή, αυτοί οι τρείς Μητροπολίτες εκείνη την εποχή από τη μια μνημόνευαν στη διάρκεια της θείας λειτουργίας του ονόματος «του αρχιεπισκόπου και οικουμενικού Πατριάρχου ημών Δημητρίου» και από την άλλη εστρέφοντο με δικαστικές προσφυγές κατά του Πατριαρχείου…. Τον Νοέμβριο το ΣτΕ με νέα απόφασή του επιβεβαιώνει τον ΠΣΤ του 1850 και την ΠΣΠ του 1928 τινάζοντας στον «αέρα» το αντικανονικό σύστημα διοικήσεως που είχε επιχειρήσει να επιβάλλει ο Ιερώνυμος. Οι αποφάσεις αυτές του ΣτΕ θεωρήθηκαν ως η απαρχή αποκαταστάσεως στην Εκκλησία της Ελλάδος του συνοδικού θεσμού. Η συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τα πρεσβεία και όχι κατ’ εκλογήν θεωρήθηκε προσωπική ήττα για Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ και των άμεσων συνεργατών του, του κύκλου διανοουμένων της Αδελφότητος Θεολόγων «Ζωή».
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ Νο2
Εν τω μεταξύ την 25η Νοεμβρίου 1973 με ενδοχουντικό πραξικόπημα τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει νέα «επαναστατική» ηγεσία στρατιωτικών με επικεφαλής αυτή τη φορά τον ταξίαρχο Δημ. Ιωαννίδη. Στη δεύτερη αυτή φάση (1973 – 74) της Επταετίας η ομάδα Ιωαννίδη εκτοπίζει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο από τη θέση του «Προέδρου της Δημοκρατίας» και τον Σ. Μαρκεζίνη από τη θέση του «πρωθυπουργού», ορίζοντας αντιστοίχως ως διαδόχους τους τον στρατηγό Φαιδ. Γκιζίκη και τον Α. Ανδρουτσόπουλο. Η νέα αυτή ηγεσία ορκίζεται παραδόξως όχι από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Α’, όπως θα ανέμενε κανείς κατά την κανονική τάξη καθώς ακόμη δεν είχε παραιτηθεί, αλλά από τον συνοδικό Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα). Η ιεροπραξία έλαβε χώρα χωρίς την άδεια, ούτε καν τη γνώση, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, προφανώς γιατί έτσι το θέλησε η νέα ηγεσία της δικτατορίας, προκαλώντας με την ενέργειά της αυτή σοβαρή εκκλησιαστική κρίση. Η οποία πάντως θα εκτονωθεί οίκοθεν και χωρίς συνέπειες για κανέναν, πλήν του ιδίου του τότε Αρχιεπισκόπου.
Ο Ιερώνυμος Α΄ απομονωμένος και έχοντας πλέον απωλέσει όλα τα εκκλησιαστικά και πολιτικά του ερείσματα, ενημερώνεται για τα γεγονότα από το ραδιόφωνο (!) και, με έγγραφο που απευθύνει αυθημερόν προς τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φ. Γκιζίκη αφού του εύχεται σχετικώς, τον «πληροφορεί» ότι η πράξη του Σεραφείμ να μην ζητήσει άδεια για να ορκίσει αυτόν και τη νέα κυβέρνηση, πέραν του ότι ως «αντικανονική εισπήδησις» (εις την περιφέρειαν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών) συνεπάγεται κατά τον ΙΓ’ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου την ποινή της καθαιρέσεως για τον Σεραφείμ, συνεπάγεται και ακυρότητα της ορκωμοσίας. «Η αντικανονική πράξις αύτη (σ.σ. της εισπηδήσεως) καθιστά άκυρα τα υπό του σεβασμιωτάτου Ιωαννίνων πραχθέντα», αποφαινόταν ο Ιερώνυμος, αποστέλλοντας παρόμοια επιστολή διαμαρτυρίας και προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο (26-11-73), αλλά ουδείς πλέον δίδει σημασία στα λεγόμενά του. Τόσο ο νέος «Πρόεδρος της Δημοκρατίας», όσο και η ΔΙΣ καλύπτουν τον Σεραφείμ. Τελικώς, ο Ιερώνυμος υποχρεώνεται, εκ των πραγμάτων, να υποβάλλει στις 15 Δεκεμβρίου 1973 την παραίτησή του στη Δ.Ι.Σ., η οποία και την κάνει αμέσως δεκτή. Ο δρόμος για την αποκατάσταση της κανονικότητας ανοίγει, αλλά θα σημαδευτεί κι΄ αυτός με πολλές νέες πληγές και τραύματα για το σώμα της Εκκλησίας.
ΤΑ ΝΕΑ ΛΑΘΗ
Στις 13 Ιανουαρίου, υπό της Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας, στην οποία συμμετέχουν οι 32, εν συνόλω, προ της δικτατορίας κανονικώς εκλεγέντες Μητροπολίτες, νέος Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Παρ΄ ότι στον τελευταίο έχει αναγνωρισθεί η σημαντική συνεισφορά κατά τη διάρκεια της μεταπολιτεύσεως στην αποκατάσταση της κανονικότητας στην Εκκλησία και της ισορροπίσεως των σχέσεών της με τη Πολιτεία στη βάση της συναλληλίας, εν τούτοις, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι κατά το κρίσιμο διάστημα (1973 – 1974) της μεταβάσεως της εκκλησιαστικής εξουσίας από τον Ιερώνυμο (Α΄) στον Σεραφείμ, οι ρυθμίσεις στο χώρο της Εκκλησίας αποφασίσθηκαν από ένα ανελεύθερο καθεστώς (Δημ. Ιωαννίδη), που αποτελούσε συνέχεια του προηγουμένου (Γ. Παπαδοπούλου), ένα καθεστώς που είχε, επίσης, καταλύσει το Σύνταγμα και είχε στραγγαλίσει τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα. Συνεπώς, όποιες κι αν ήταν οι ρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν με την ανάληψη της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας, στο πλαίσιο εξετάσεως της κανονικότητάς τους, θα πρέπει να συνυπολογισθούν και συνεκτιμηθούν συνδυαστικά δύο γεγονότα: πρώτον ότι και αυτές οι ρυθμίσεις (όπως οι προηγηθείσες, της περιόδου 1967 – 1973) αποτελούσαν ωμή επέμβαση στο χώρο της Εκκλησίας ενός δικτατορικού καθεστώτος, ίσως στυγνοτέρου του προηγηθέντος, και, δεύτερον, ότι η νέα – υπό τον Σεραφείμ – ηγεσία της Εκκλησίας, αν δεν τις προκάλεσε η ίδια, με τη θετική - ως προς αυτές τις προβληματικές εξ επόψεως νομοκανονικότητας ρυθμίσεις - στάση της συνήργησε σ΄ αυτές. Η περίπτωση του χειρισμού της υποθέσεως των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών οι οποίοι δια των Συντακτικών Πράξεων 3 και 7/1974 θεωρηθέντες ως αντικανονικοί κηρύχθηκαν έκπτωτοι από τους θρόνους τους χωρίς να τους δοθεί το δικαίωμα της απολογίας, είναι χαρακτηριστική όχι ως προσφερόμενο παράδειγμα εκκλησιαστικής θεραπείας σε μια αντικανονικότητα, αλλά σαν παράδειγμα προς αποφυγήν, απότοκο των παλινωδιών που εκδηλώθηκαν επί Σεραφείμ (Τίκα) στη μεταβατική φάση (1973 – 1974) της αποκαταστάσεως της συνταγματικής νομιμότητας και εκκλησιαστικής κανονικότητας. Και τούτο διότι, όπως απεδείχθη από την εξέλιξη των γεγονότων, οι διατάξεις των Συντακτικών Πράξεων 3 και - ιδίως – 7/1974, ούσες διάτρητες εξ επόψεως νομοκανονικότητoς φαλκίδευσαν τον επί της ουσίας στόχο που ήταν η επάνοδος στην εκκλησιαστική τάξη με βάση τους Ιερούς και μόνο Κανόνες και δημιούργησαν μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αποτέλεσμα και παρενέργεια όλων τούτων των νομοκανονικής φύσεως προβλημάτων που επισωρεύθηκαν στην Εκκλησία εις αμφότερες της φάσεις της δικτατορίας ήταν το εκκλησιαστικό πρόβλημα σύνολης της Επταετίας να επανέλθει δραματικά και σε οξύτερη μορφή δεκαέξι χρόνια μετά (1990) και επί δημοκρατικής περιόδου να ταράξει επί μια εξαετία (1990 – 1996) συθέμελα τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας.
Η ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Είναι δε αρκούντως αποκαλυπτικά τα όσα κατέθεσε προσφάτως ο Μητροπολίτης Καστορίας κ. Σεραφείμ με άρθρο του στο «Αmen» ("Η λεβεντιά του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ", 10.04.2013, http://www.amen.gr/article13291), δημοσιοποιώντας μια προσωπική προς αυτόν και με φανερά στοιχεία μετανοίας «εξομολόγηση» του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ για το θέμα των 12 εκπτώτων Μητροπολιτών: «Πρέπει να κλείσω το θέμα αυτό. Εγώ το άνοιξα και ζητώ συγγνώμη από το Θεό. Όχι μόνο εγώ, αλλά και άλλοι, οι οποίοι σήμερα δεν ενδιαφέρονται». Κι είναι αλήθεια ότι προσπάθειες έγιναν. Κάποιες καρποφόρησαν, όταν το 1991, μέσω ρυθμιστικής τροπολογίας στο ν. 1951 για το εκκλησιαστικό, εκ των έξι τότε επιζώντων εκπτώτων Μητροπολιτών οι τρείς δέχθηκαν και τοποθετήθηκαν συναινετικώς είτε σε κενωθείσες (στην Ι.Μ. Πολυανής και Κιλκισίου ο από Ζακύνθου Απόστολος Παπακωνσταντίνου), είτε σε προσωποπαγείς, νέες Μητροπόλεις (στην Ι.Μ. Αγιάς και Συκουρίου ο από Παραμυθίας Παύλος Καρβέλης και στην Ι.Μ. Σταγών και Καλαμπάκας ο από Τρίκκης και Σταγών Σεραφείμ Στεφάνου), ενώ οι προσπάθειες για τους άλλους τρείς απέβησαν άκαρπες, καθώς οι Μητροπολίτες πρώην Αττικής Νικόδημος (Γκατζιρούλης), πρώην Λαρίσης Θεολόγος (Πασχαλίδης) και πρώην Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος), έμειναν μέχρι τέλους αταλάντευτοι στην αρχική τους θέση για αποκατάστασή τους στις Μητροπόλεις που κατείχαν προ της εκπτώσεώς τους το 1974.
* Ολα αυτά τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στη επώδυνη για το τόπο μας περίοδο της Επταετίας (1967 – 1974) και άφησαν τα ίχνη τους μέχρι τις μέρες μας, έχουν δημιουργήσει τραύματα σε θεσμούς (όπως στον εκκλησιαστικό, κυρίως, και στον πολιτειακό εν μέρει), έχουν ανοίξει πληγές ορισμένες εκ των οποίων ακόμη δεν έχουν επουλωθεί, ίσως, γιατί ακόμη - αν και πέρασε σχεδόν μισός αιώνας από τότε - η διοικούσα Εκκλησία ακόμη δεν ζήτησε συγγνώμη για τα ανθρώπινα λάθη των εκπροσώπων της που την ενέπλεξαν σ΄ εκείνη τη περιπέτεια. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος (Β΄) [Λιάπης] την περίοδο της αναβιώσεως του εκκλησιαστικού προβλήματος, το 1993, υπό την ιδιότητα, τότε, του Θηβών και Λεβαδείας, μ΄ αφορμή τις εκτυλισσόμενες εκείνο το διάστημα οξύτατες δικαστικές αντιπαραθέσεις και τα θλιβερά επεισόδια στους ναούς, σε μια περίοδο κατά την οποία, αρξαμένης της μάχης για τη διαδοχή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, η σιωπή για τα γενόμενα επί Επταετίας ευνοούσε τις υπόγειες πολιτικές σκοπιμότητες στον εκκλησιαστικό χώρο, είχε, λοιπόν, τότε, ο κ. Ιερώνυμος (Β΄) την παρρησία αναφερόμενος μετά πάσης σαφηνείας στη περίοδο της Επταετίας να τονίσει ότι «οι κατά καιρούς αυτόκλητοι σωτήρες, παραβιάζοντας τους Ιερούς Κανόνες, προβλήματα δημιούργησαν στο σώμα της Εκκλησίας, δέχθηκαν την εκδίκησή τους, πράγμα που ζούμε έντονα στις μέρες μας» (βλ. περ. «Σύναξη, τ. 47, 1993, σελ. 7). Ενώ, κατά καιρούς, υπήρξαν και άλλοι μεμονωμένοι αρχιερείς, όπως προσφάτως ο Ναυπάκτου Ιερόθεος (Βλάχος), ο οποίος μέμφθηκε «ιεράρχες οι οποίοι ύμνησαν δικτατορικά καθεστώτα, συνεργάσθηκαν με τη χούντα» («Αυγή», 04.11.2012, σ. 20). Ωστόσο, επίσημη διακήρυξη «συγγνώμης» εκ μέρους της διοικούσας Εκκλησίας, για τα λάθη της Επταετίας, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει – αν και, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε, καθώς τούτο αποτελεί για την Εκκλησία, ως της πρώτης διδάσκουσας την θεάρεστη αρετή της μετανοίας, οφειλόμενό της χρέος. Χρέος πνευματικό.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος (xaan@theo.auth.gr) είναι Θεολόγος καθηγητής Β/θμιας, συνεργάτης της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης και του «Αmen.gr»
Οι παρεμβάσεις της δικτατορίας αυτής - της μακροβιότερης του 20ου αιώνος - στις πλείστες των περιπτώσεων υπήρξαν κατάφωρα αντίθετες προς το κανονικό δίκαιο και τη κανονική τάξη της Εκκλησίας. Αυτό, όμως, δεν ήταν τόσο περίεργο. Το πραγματικά περίεργο ήταν ότι οι αντικανονικές αυτές επεμβάσεις έγιναν δεκτές ή προκλήθηκαν από την ίδια τη θεσμική Εκκλησία, με σκοπό να υπηρετηθούν ιδιοτελή συμφέροντα νομής εξουσίας διαφόρων πολιτικών και εκκλησιαστικών ομάδων. Η δικτατορία, γνωρίζοντας σαφώς τη σημασία της Εκκλησίας ως θεσμού θέλησε να εκμεταλλευθεί τα ισχυρά ερείσματα της στη κοινωνία. Επιδίωξε και – συνεργούσης της Εκκλησίας - επέτυχε να ιδιοποιηθεί τις αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που η Εκκλησία παραδοσιακά εκόμιζε και να τις αναγάγει σε ιδεολογική «κορωνίδα» του καθεστώτος, όχι, ασφαλώς από έγνοια για τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό, αλλά για να επιτύχει την κοινωνική της νομιμοποίηση. Ετσι, πέρα από την δεδομένη αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία, ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» μέσα από μια φαλκιδευμένη ιδεολογικοπολιτική του χρήση, θα καταστεί το βασικό ιδεολόγημα της δικτατορίας, στοχεύοντας ν΄ αποτελέσει το θετικό αντίθετο του κομμουνισμού. Από την άλλη, η νέα ηγεσία της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε, στα κελεύσματα της δικτατορίας, αλλά θεωρώντας ότι μέσω της συμπλεύσεώς της μ΄ αυτήν θα μπορέσει να «αποκαθάρει» τον εκκλησιαστικό θεσμό από αμαρτίες που η ίδια χρέωνε σε εκκλησιαστικές ηγεσίες του παρεθόντος, συντάχθηκε με τις «δοξασίες» της 21ης Απριλίου από τη πρώτη στιγμή.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ ΜΗ ΟΥΣΗΣ…
Σε διάστημα μικρότερο του μηνός από την ημέρα που τα τάνκς βγήκαν στους δρόμους, ο έλεγχος της Εκκλησίας από το δικτατορικό καθεστώς ολοκληρώθηκε και δημιουργήθηκε μια «Εκκλησία εκτάκτου ανάγκης», με σκοπό να (συν-) υπηρετήσει τις ιδεολογικοπολιτικές επιδιώξεις της «Επαναστάσεως». Οι παρεμβάσεις της δικτατορίας ήταν άμεσες και επιτυχείς, διότι, παρά την επιθετικότητά τους, η οποία εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων αντικανονικών ρυθμίσεων, η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν ανύπαρκτη. Ας θυμηθούμε τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα:
* στις 21 Απριλίου είχαμε το πραξικόπημα.
* στις 27 Απριλίου ο «υπουργός» Παιδείας και Θρησκευμάτων, αρεοπαγίτης Κ. Καλαμποκιάς, με απόφασή του (την οποία ασμένως δέχεται ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος εκδίδοντας το σχετικό του διάταγμα) αναστέλλει επ΄ αόριστον την έκτακτη σύνοδο της Ιεραρχίας την οποία είχε συγκαλέσει για την 11η Μαϊου η προδικτατορική (επί αρχεπισκοποπείας Χρυσοστόμου Β΄) «μικρά» Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) για τη πλήρωση κενών μητροπολιτικών θρόνων. Ωμότατη παρέμβαση που φανέρωνε τις αδίστακτες διαθέσεις του σκληρού πυρήνος του καθεστώτος. Το γεγονός και μόνο ότι την κανονικότητα κατέλυσε ένας «υπουργός» που μέχρι τότε κατείχε θέση αρεοπαγίτου, δηλαδή ανωτάτου δικαστού, ο οποίος δεν εδίστασε να αντιμετωπίσει την διοικούσα Εκκλησία ως σωματείο του αστικού κώδικος, λέει από μόνο του πολλά.
* στις 10 Μαϊου με αναγκαστικό νόμο (Α.Ν. 3/1967) κηρύσσεται λήξασα η συνοδική περίοδος 1966 – 67, θεωρείται περατωθείσα η θητεία της κανονικής Δ.Ι.Σ. και συστήνεται ως κυρίαρχο όργανο η «Αριστίνδην» Σύνοδος. Με τον ίδιο Α.Ν. η νομοθεσία περί ορίου ηλικίας των 80 ετών η οποία, όλως αντικανονικώς, ίσχυε για τους Μητροπολίτες, επεκτείνεται και επί του Αρχιεπισκόπου, ο θρόνος των Αθηνών κηρύσσεται σε χηρεία και με το νομικό αυτό τέχνασμα εκθρονίζεται ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ (Χατζησταύρου). H καθιέρωση του ορίου ηλικίας για τους Επισκόπους είναι ασφαλώς πράξη αντικανονική, το γνωρίζουν και οι ιεροσπουδαστές κατωτέρας εκκλησιαστικής σχολής, τούτο, όμως, ουδόλως εμποδιζει συνειδησιακά κάποιους αρχιερείς αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής να συμπράξουν λίγες ώρες αργότερα με ένα καθεστώς που δεν δίστασε, κατά τρόπο ήκιστα κολακευτικό για τα «ελληνοχριστιανικά» ήθη, τα οποία - υποτίθεται ότι – επρέσβευε, να «εκπαραθυρώσει» τον κανονικό προκαθήμενο της. Εκκλησίας της Ελλάδος.
* στις 11 Μαϊου, προτάσει της «Εθνικής Κυβερνήσεως», με Βασιλικό Διάταγμα (Β.Δ.) διορίζονται (!) τα μέλη της 8μελούς «Αριστίνδην» Συνόδου (μέλη τα οποία - όπως απεκαλύφθη, δια του υπ΄ αριθμ. πρωτ. 4688/1744/14.11.1967 υπηρεσιακού εγγράφου της ιδίας ως άνω «Αριστίνδην» προς την Εισαγγελία Αθηνών – «επελέγησαν παρά της Εθνικής Κυβερνήσεως»!). Η κανονική Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, δηλαδή η ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή, τίθεται στο «ψυγείο», η λειτουργία της εξουδετερώνεται. Και ενώ η εκκλησιαστική κανονικότητα διασαλεύεται και παραβιάζεται ασυστόλως, οι προσκείμενοι στο καθεστώς αρχιερείς, ανερυθριάστως εξυμνούν πολυμερώς και ποικιλοτρόπως τη «Επανάσταση» ως «εθνοσωτήρια» (!), προβάλλοντας τους πρωταιτίους αυτής – τους πραξικοπηματίες - ως «αρχαγγέλους» της «καθάρσεως».
* στις 13 Μαϊου, υπό της (8μελούς) «Αριστίνδην» Συνόδου, ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, μέχρι τότε πρωθιερεύς των Ανακτόρων και καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, εκλέγεται ως νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αποδέχεται την εκλογή και στις 17 Μαϊου ενθρονίζεται στο καθεδρικό ναό των Αθηνών. Η περιπέτεια της Εκκλησίας ξεκινά.
ΟΙ ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΝ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΕΣ
Εκδίδονται αλλεπάλληλα Νομοθετικά Διατάγματα και Συντακτικές Πράξεις με τις οποίες καταλύθηκε κάθε έννοια κανονικής και εκκλησιαστικής τάξεως, όπως π.χ. με τον Α.Ν. 214/1697 με τον οποίο θεσπίσθηκαν, δίκην στρατοδικείων, τα αποκληθέντα «Ιεροδικεία», μέσω των οποίων και στη βάση ενός, αγνώστου στους ιερούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση, ιδιωνύμου αδικήματος, του περί «απωλείας της έξωθεν καλής μαρτυρίας», καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες (μή προβλέπουσες το δικαίωμα της εφέσεως!) ο πρώην Αθηνών και τότε πρόεδρος Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος (Βαβανάτσος), ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων (Παπαγεωργίου), ενώ εξωθούνται σε παραιτήσεις ο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κύριλλος (Καρμπαλιώτης), ο Δημητριάδος Δαμασκηνός (Χατζόπουλος), ο Ελασσόνος Ιάκωβος (Μακρυγιάννης), ο Παραμυθίας Τίτος (Ματθαιάκης) και ο Λαρίσης Ιάκωβος (Σχίζας). Με τη Συντακτική Πράξη ΛΣΤ΄/1968 συνεχίζονται οι «εκτοπίσεις» αρχιερέων που απάρτιζαν τη μέχρι τότε κανονική σύνθεση της Ιεραρχίας. Αυτή τη φορά εφευρίσκεται ο τρόπος της αυτοδικαίας αποχωρήσεως των αρχιερέων που είχαν συμπληρώσει «τεσσαρακονταετίαν εν τη ιερωσύνη και τριακονταετίαν εν τω βαθμώ του Επισκόπου», ρύθμιση, επίσης, κατάφωρα αντικανονική, όπως η προαναφερθείσα της καθιερώσεως του ορίου ηλικίας. Οι εν τω μεταξύ γενόμενες (1967 – 1969) αθρόες εκλογές της - προεδρευομένης υπό του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) - «Αριστίνδην» Συνόδου, τόσο στις κανονικά χηρεύουσες από την εποχή της αρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου) Μητροπόλεις, όσο και στις κατά τα ως άνω αντικανονικώς κενωθείσες, σταδιακά αλλοιώνουν τη κανονική σύνθεση της Ιεραρχίας, η οποία όταν συνέρχεται, τελικά. τον Μάρτιο του 1969 τελεί υπό τον έλεγχο της νέας τάξεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Συνολικά, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Α΄ θα εκλεγούν 29 νέοι αρχιερείς.
ΤΟ «ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ» ΤΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ (Α’)
Στο Καταστατικό Χάρτη του 1969 (Ν.Δ. 126) που εισηγείται η τότε ηγεσία της Εκκλησίας και ψηφίζει η δικτατορία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ κάνει το μοιραίο λάθος˙ «τα βάζει» για δεύτερη φορά με το Πατριαρχείο. Η πρώτη ήταν ένα χρόνο πριν (1968) όταν η υπό τον Ιερώνυμο «Αριστίνδην» Σύνοδος είχε εναντιωθεί στην εφαρμογή της διατάξεως της ΠΣΠ του 1928 περί «εκκλήτου» (εφέσεως) αρνουμένη να διαβιβάσει στο Πατριαρχείο την προσφυγή του τότε Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος (Παπαγεωργίου), ο οποίος ζητούσε την επανάκριση σε ανώτατο βαθμό της υποθέσεως που αφορούσε στην πραγματοποιηθείσα - με βάση τις αντικανονικές ρυθμίσεις του (θεσπίσαντος τα «Ιεροδικεία») Α.Ν. 214/77 - απομάκρυνσή του από το θρόνο της Θεσσαλονίκης. Αυτή, τη δεύτερη φορά – η οποία απεδείχθη και μοιραία καθώς σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση για την αρχιεπισκοπεία του Ιερωνύμου - με τον νέο Κ.Χ. θα επιχειρηθεί η καταστρατήγηση τόσο του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (ΠΣΤ) του 1850, όσο και της Συνοδικής και Πατριαρχικής Πράξεως (ΠΣΠ) του 1928, αναφορικώς με τη συγκρότηση και σύνθεση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.). Ενώ βάσει των κανονιστικών αυτών κειμένων προβλέπεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αφ΄ ενός μεν «διοικείται από Σύνοδον διαρκή, συνισταμένην εξ αρχιερέων, προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης», αφ΄ ετέρου δε ότι στη Δ.Ι.Σ. συμμετέχουν κατ΄ ίσον αριθμόν αρχιερείς από τις μητροπόλεις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου («Νέων Χωρών»), όπως ρητώς προβλέπει ο Β’ Ορος της ΠΣΠ του ΄28 (αλλά και ο σχετικός ν. 3615/28), εν τούτοις με το νέο Κ.Χ. προβλεπόταν ότι η Δ.Ι.Σ. δεν θα συγκροτείται εφεξής κατά τα ως άνω, δηλαδή τα μέλη της δεν θα καλούνται πλέον περιοδικώς κατά σειρά των πρεσβείων της αρχιερωσύνης και κατ΄ ίσο αριθμό από τις μητροπόλεις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», αλλά θα εκλέγονται από την Ιεραρχία. Επρόκειτο για μια προσπάθεια η οποία ενείχε, σαφώς, πρόθεση μειώσεως των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», η οποία ωστόσο κατέληξε σε κόλαφο για τον Ιερώνυμο Α΄ καθώς όταν αργότερα, η αντικανονική αυτή προσπάθειά του αυτή θα προσλάβει - με δικαστική απόφαση – και διάσταση παρανομίας, τότε, το όλο αντικανονικό του οικοδόμημα θα καταρρεύσει, οδηγώντας τον στη παραίτηση.
Η «ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ»
Τον Νοέμβριο του 1972 σε συνεδρίαση της Ιεραρχίας δύο Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών», οι Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης) και Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (Νικολάου) διαμαρτύρονται για την αντικανονική, κατά παράβαση των πατριαρχικών κειμένων του 1850 και του 1928, σύνθεση της Δ.Ι.Σ. που είχε συγκροτηθεί και προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Τον Απρίλιοτου 1973 το ΣτΕ κάνει δεκτή τη προσφυγή των δύο μητροπολιτών με την υπ. αριθμ. 1175 /13 – 4 -1973 απόφασή του την οποία και αυθημερόν εκδίδει επισήμως. Παρεπομένη συνέπεια της αποφάσεως αυτής του ανωτάτου δικαστηρίου ήταν να καταστούν άκυρες οι αποφάσεις της συνόδου της Ιεραρχίας της 28ης Νοεμβρίου 1972 ως προς τη συγκρότηση της διορισμένης ΔΙΣ εκείνης της περιόδου καθώς και ως προς τον διορισμό των μονίμων και αιρετών μελών των συνοδικών επιτροπών και υποχρεωνόταν η Ιεραρχία να συνέλθει εκ νέου για να προβεί στην εξ υπαρχής συγκρότηση της ΔΙΣ.
Μετά την ως άνω απόφαση του ΣτΕ, με νομοθετικό διάταγμα πραγματοποιείται έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας στις 10 Μαϊου 1973 για να αποφασιστεί ο τρόπος συγκροτήσεως της ΔΙΣ. Στην ψηφοφορία τριάντα τρείς (33) μητροπολίτες ψηφίζουν υπέρ της συγκροτήσεώς της κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, ενώ είκοσι τρείς (23) ψηφίζουν υπέρ της «Αριστίνδην» - δι΄ εκλογής υπό της Ι.Σ.Ι. - Συνόδου. Ετσι συγκροτήθηκε Δ.Ι.Σ. με ίσο αριθμό ιεραρχών από την Παλαιά και τη Νέα Ελλάδα, κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης. Ο Ιερώνυμος μετά το αρνητικό για τον ίδιο αποτέλεσμα δηλώνει την παραίτησή του. Δεν γίνεται δεκτή και την επομένη 6 ιεράρχες – εκ των οποίων οι τρείς (3) των «Νέων Χωρών» - προσφεύγουν στο ΣτΕ εκ νέου ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση της Ιεραρχίας. Πρόκειται για τους τότε μητροπολίτες Κασσανδρείας Συνέσιο (Βισβίνη), Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο (Πούλο), Κιλκισίου Χαρίτωνα (Συμεωνίδη) [οι τρείς των «Νέων Χωρών»] και Αττικής Νικόδημο (Γκατζιρούλη), Χαλκίδος Νικόλαο (Σελέντη) και Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου). Φυσικά, το γεγονός που προκαλεί εντύπωση είναι ότι μεταξύ των προσφυγόντων περιλαμβάνονται και αρχιερείς των «Νέων Χωρών» των οποίων η εκκλησιολογική υπόσταση ερείδεται στην Πατριαρχική Πράξη του 1928. Στρέφονται δηλαδή εναντίον της Πράξεως εκ της οποίας αρύεται η επισκοπική τους υπόσταση ως αρχιερέων Μητροπόλεων παραχωρηθεισών μεν – ως προς την διοίκησή τους - επιτροπικώς στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, τελουσών, όμως, διαρκώς υπό την πνευματική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή, αυτοί οι τρείς Μητροπολίτες εκείνη την εποχή από τη μια μνημόνευαν στη διάρκεια της θείας λειτουργίας του ονόματος «του αρχιεπισκόπου και οικουμενικού Πατριάρχου ημών Δημητρίου» και από την άλλη εστρέφοντο με δικαστικές προσφυγές κατά του Πατριαρχείου…. Τον Νοέμβριο το ΣτΕ με νέα απόφασή του επιβεβαιώνει τον ΠΣΤ του 1850 και την ΠΣΠ του 1928 τινάζοντας στον «αέρα» το αντικανονικό σύστημα διοικήσεως που είχε επιχειρήσει να επιβάλλει ο Ιερώνυμος. Οι αποφάσεις αυτές του ΣτΕ θεωρήθηκαν ως η απαρχή αποκαταστάσεως στην Εκκλησία της Ελλάδος του συνοδικού θεσμού. Η συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τα πρεσβεία και όχι κατ’ εκλογήν θεωρήθηκε προσωπική ήττα για Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ και των άμεσων συνεργατών του, του κύκλου διανοουμένων της Αδελφότητος Θεολόγων «Ζωή».
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ Νο2
Εν τω μεταξύ την 25η Νοεμβρίου 1973 με ενδοχουντικό πραξικόπημα τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει νέα «επαναστατική» ηγεσία στρατιωτικών με επικεφαλής αυτή τη φορά τον ταξίαρχο Δημ. Ιωαννίδη. Στη δεύτερη αυτή φάση (1973 – 74) της Επταετίας η ομάδα Ιωαννίδη εκτοπίζει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο από τη θέση του «Προέδρου της Δημοκρατίας» και τον Σ. Μαρκεζίνη από τη θέση του «πρωθυπουργού», ορίζοντας αντιστοίχως ως διαδόχους τους τον στρατηγό Φαιδ. Γκιζίκη και τον Α. Ανδρουτσόπουλο. Η νέα αυτή ηγεσία ορκίζεται παραδόξως όχι από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Α’, όπως θα ανέμενε κανείς κατά την κανονική τάξη καθώς ακόμη δεν είχε παραιτηθεί, αλλά από τον συνοδικό Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα). Η ιεροπραξία έλαβε χώρα χωρίς την άδεια, ούτε καν τη γνώση, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, προφανώς γιατί έτσι το θέλησε η νέα ηγεσία της δικτατορίας, προκαλώντας με την ενέργειά της αυτή σοβαρή εκκλησιαστική κρίση. Η οποία πάντως θα εκτονωθεί οίκοθεν και χωρίς συνέπειες για κανέναν, πλήν του ιδίου του τότε Αρχιεπισκόπου.
Ο Ιερώνυμος Α΄ απομονωμένος και έχοντας πλέον απωλέσει όλα τα εκκλησιαστικά και πολιτικά του ερείσματα, ενημερώνεται για τα γεγονότα από το ραδιόφωνο (!) και, με έγγραφο που απευθύνει αυθημερόν προς τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φ. Γκιζίκη αφού του εύχεται σχετικώς, τον «πληροφορεί» ότι η πράξη του Σεραφείμ να μην ζητήσει άδεια για να ορκίσει αυτόν και τη νέα κυβέρνηση, πέραν του ότι ως «αντικανονική εισπήδησις» (εις την περιφέρειαν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών) συνεπάγεται κατά τον ΙΓ’ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου την ποινή της καθαιρέσεως για τον Σεραφείμ, συνεπάγεται και ακυρότητα της ορκωμοσίας. «Η αντικανονική πράξις αύτη (σ.σ. της εισπηδήσεως) καθιστά άκυρα τα υπό του σεβασμιωτάτου Ιωαννίνων πραχθέντα», αποφαινόταν ο Ιερώνυμος, αποστέλλοντας παρόμοια επιστολή διαμαρτυρίας και προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο (26-11-73), αλλά ουδείς πλέον δίδει σημασία στα λεγόμενά του. Τόσο ο νέος «Πρόεδρος της Δημοκρατίας», όσο και η ΔΙΣ καλύπτουν τον Σεραφείμ. Τελικώς, ο Ιερώνυμος υποχρεώνεται, εκ των πραγμάτων, να υποβάλλει στις 15 Δεκεμβρίου 1973 την παραίτησή του στη Δ.Ι.Σ., η οποία και την κάνει αμέσως δεκτή. Ο δρόμος για την αποκατάσταση της κανονικότητας ανοίγει, αλλά θα σημαδευτεί κι΄ αυτός με πολλές νέες πληγές και τραύματα για το σώμα της Εκκλησίας.
ΤΑ ΝΕΑ ΛΑΘΗ
Στις 13 Ιανουαρίου, υπό της Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας, στην οποία συμμετέχουν οι 32, εν συνόλω, προ της δικτατορίας κανονικώς εκλεγέντες Μητροπολίτες, νέος Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Παρ΄ ότι στον τελευταίο έχει αναγνωρισθεί η σημαντική συνεισφορά κατά τη διάρκεια της μεταπολιτεύσεως στην αποκατάσταση της κανονικότητας στην Εκκλησία και της ισορροπίσεως των σχέσεών της με τη Πολιτεία στη βάση της συναλληλίας, εν τούτοις, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι κατά το κρίσιμο διάστημα (1973 – 1974) της μεταβάσεως της εκκλησιαστικής εξουσίας από τον Ιερώνυμο (Α΄) στον Σεραφείμ, οι ρυθμίσεις στο χώρο της Εκκλησίας αποφασίσθηκαν από ένα ανελεύθερο καθεστώς (Δημ. Ιωαννίδη), που αποτελούσε συνέχεια του προηγουμένου (Γ. Παπαδοπούλου), ένα καθεστώς που είχε, επίσης, καταλύσει το Σύνταγμα και είχε στραγγαλίσει τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα. Συνεπώς, όποιες κι αν ήταν οι ρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν με την ανάληψη της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας, στο πλαίσιο εξετάσεως της κανονικότητάς τους, θα πρέπει να συνυπολογισθούν και συνεκτιμηθούν συνδυαστικά δύο γεγονότα: πρώτον ότι και αυτές οι ρυθμίσεις (όπως οι προηγηθείσες, της περιόδου 1967 – 1973) αποτελούσαν ωμή επέμβαση στο χώρο της Εκκλησίας ενός δικτατορικού καθεστώτος, ίσως στυγνοτέρου του προηγηθέντος, και, δεύτερον, ότι η νέα – υπό τον Σεραφείμ – ηγεσία της Εκκλησίας, αν δεν τις προκάλεσε η ίδια, με τη θετική - ως προς αυτές τις προβληματικές εξ επόψεως νομοκανονικότητας ρυθμίσεις - στάση της συνήργησε σ΄ αυτές. Η περίπτωση του χειρισμού της υποθέσεως των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών οι οποίοι δια των Συντακτικών Πράξεων 3 και 7/1974 θεωρηθέντες ως αντικανονικοί κηρύχθηκαν έκπτωτοι από τους θρόνους τους χωρίς να τους δοθεί το δικαίωμα της απολογίας, είναι χαρακτηριστική όχι ως προσφερόμενο παράδειγμα εκκλησιαστικής θεραπείας σε μια αντικανονικότητα, αλλά σαν παράδειγμα προς αποφυγήν, απότοκο των παλινωδιών που εκδηλώθηκαν επί Σεραφείμ (Τίκα) στη μεταβατική φάση (1973 – 1974) της αποκαταστάσεως της συνταγματικής νομιμότητας και εκκλησιαστικής κανονικότητας. Και τούτο διότι, όπως απεδείχθη από την εξέλιξη των γεγονότων, οι διατάξεις των Συντακτικών Πράξεων 3 και - ιδίως – 7/1974, ούσες διάτρητες εξ επόψεως νομοκανονικότητoς φαλκίδευσαν τον επί της ουσίας στόχο που ήταν η επάνοδος στην εκκλησιαστική τάξη με βάση τους Ιερούς και μόνο Κανόνες και δημιούργησαν μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αποτέλεσμα και παρενέργεια όλων τούτων των νομοκανονικής φύσεως προβλημάτων που επισωρεύθηκαν στην Εκκλησία εις αμφότερες της φάσεις της δικτατορίας ήταν το εκκλησιαστικό πρόβλημα σύνολης της Επταετίας να επανέλθει δραματικά και σε οξύτερη μορφή δεκαέξι χρόνια μετά (1990) και επί δημοκρατικής περιόδου να ταράξει επί μια εξαετία (1990 – 1996) συθέμελα τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας.
Η ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Είναι δε αρκούντως αποκαλυπτικά τα όσα κατέθεσε προσφάτως ο Μητροπολίτης Καστορίας κ. Σεραφείμ με άρθρο του στο «Αmen» ("Η λεβεντιά του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ", 10.04.2013, http://www.amen.gr/article13291), δημοσιοποιώντας μια προσωπική προς αυτόν και με φανερά στοιχεία μετανοίας «εξομολόγηση» του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ για το θέμα των 12 εκπτώτων Μητροπολιτών: «Πρέπει να κλείσω το θέμα αυτό. Εγώ το άνοιξα και ζητώ συγγνώμη από το Θεό. Όχι μόνο εγώ, αλλά και άλλοι, οι οποίοι σήμερα δεν ενδιαφέρονται». Κι είναι αλήθεια ότι προσπάθειες έγιναν. Κάποιες καρποφόρησαν, όταν το 1991, μέσω ρυθμιστικής τροπολογίας στο ν. 1951 για το εκκλησιαστικό, εκ των έξι τότε επιζώντων εκπτώτων Μητροπολιτών οι τρείς δέχθηκαν και τοποθετήθηκαν συναινετικώς είτε σε κενωθείσες (στην Ι.Μ. Πολυανής και Κιλκισίου ο από Ζακύνθου Απόστολος Παπακωνσταντίνου), είτε σε προσωποπαγείς, νέες Μητροπόλεις (στην Ι.Μ. Αγιάς και Συκουρίου ο από Παραμυθίας Παύλος Καρβέλης και στην Ι.Μ. Σταγών και Καλαμπάκας ο από Τρίκκης και Σταγών Σεραφείμ Στεφάνου), ενώ οι προσπάθειες για τους άλλους τρείς απέβησαν άκαρπες, καθώς οι Μητροπολίτες πρώην Αττικής Νικόδημος (Γκατζιρούλης), πρώην Λαρίσης Θεολόγος (Πασχαλίδης) και πρώην Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος), έμειναν μέχρι τέλους αταλάντευτοι στην αρχική τους θέση για αποκατάστασή τους στις Μητροπόλεις που κατείχαν προ της εκπτώσεώς τους το 1974.
* Ολα αυτά τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στη επώδυνη για το τόπο μας περίοδο της Επταετίας (1967 – 1974) και άφησαν τα ίχνη τους μέχρι τις μέρες μας, έχουν δημιουργήσει τραύματα σε θεσμούς (όπως στον εκκλησιαστικό, κυρίως, και στον πολιτειακό εν μέρει), έχουν ανοίξει πληγές ορισμένες εκ των οποίων ακόμη δεν έχουν επουλωθεί, ίσως, γιατί ακόμη - αν και πέρασε σχεδόν μισός αιώνας από τότε - η διοικούσα Εκκλησία ακόμη δεν ζήτησε συγγνώμη για τα ανθρώπινα λάθη των εκπροσώπων της που την ενέπλεξαν σ΄ εκείνη τη περιπέτεια. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος (Β΄) [Λιάπης] την περίοδο της αναβιώσεως του εκκλησιαστικού προβλήματος, το 1993, υπό την ιδιότητα, τότε, του Θηβών και Λεβαδείας, μ΄ αφορμή τις εκτυλισσόμενες εκείνο το διάστημα οξύτατες δικαστικές αντιπαραθέσεις και τα θλιβερά επεισόδια στους ναούς, σε μια περίοδο κατά την οποία, αρξαμένης της μάχης για τη διαδοχή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, η σιωπή για τα γενόμενα επί Επταετίας ευνοούσε τις υπόγειες πολιτικές σκοπιμότητες στον εκκλησιαστικό χώρο, είχε, λοιπόν, τότε, ο κ. Ιερώνυμος (Β΄) την παρρησία αναφερόμενος μετά πάσης σαφηνείας στη περίοδο της Επταετίας να τονίσει ότι «οι κατά καιρούς αυτόκλητοι σωτήρες, παραβιάζοντας τους Ιερούς Κανόνες, προβλήματα δημιούργησαν στο σώμα της Εκκλησίας, δέχθηκαν την εκδίκησή τους, πράγμα που ζούμε έντονα στις μέρες μας» (βλ. περ. «Σύναξη, τ. 47, 1993, σελ. 7). Ενώ, κατά καιρούς, υπήρξαν και άλλοι μεμονωμένοι αρχιερείς, όπως προσφάτως ο Ναυπάκτου Ιερόθεος (Βλάχος), ο οποίος μέμφθηκε «ιεράρχες οι οποίοι ύμνησαν δικτατορικά καθεστώτα, συνεργάσθηκαν με τη χούντα» («Αυγή», 04.11.2012, σ. 20). Ωστόσο, επίσημη διακήρυξη «συγγνώμης» εκ μέρους της διοικούσας Εκκλησίας, για τα λάθη της Επταετίας, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει – αν και, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε, καθώς τούτο αποτελεί για την Εκκλησία, ως της πρώτης διδάσκουσας την θεάρεστη αρετή της μετανοίας, οφειλόμενό της χρέος. Χρέος πνευματικό.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος (xaan@theo.auth.gr) είναι Θεολόγος καθηγητής Β/θμιας, συνεργάτης της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης και του «Αmen.gr»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου