Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η ΓΙΟΡΤΗ


Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη

Να τη γιορτάζουμε τότε που γιομίζει χαμομήλι η γη, είπαν. Είναι μια καλή ιδέα. Τότε που οι αγέρηδες μαλακώνουν την ορμή τους και γίνονται αύρες, ψίθυροι, χάδι. Τότε που γιορτάζουν τα λουλούδια, τότε που μοσχομυρίζουν τα τριαντάφυλλα. Να την γιορτάζουμε τότε που γεννιέται η ελπίδα, είπαν. Έτσι την δεύτερη Κυριακή του Μάη αποφασίστηκε να γιορτάζει η Μάνα. Κλείνω τα μάτια και τις βλέπω μακριά, ατελείωτη σειρά, τις μανάδες του κόσμου. Άλλες φυλές, άλλα χρώματα κι όμως τόσο ίδιες. Όμοιες είναι οι μανάδες της γης. Μα οι δικές μας μανάδες, κουρασμένες, κυρτωμένες, βασανισμένες, οι μανάδες του τόπου μας έχουν πάρει από την καυτή πέτρα μας και την κάψα της αγάπης τους. Κι από τη βασανισμένη γη μας σταφιδιασμένο ρυτιδιασμένο πρόσωπο που απαλαίνει σαν αντικρύσει ένα παιδί.

Μέσα σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας, που όλα μετακινούνται, όλα είναι ρευστά, όλα είναι σημεία αντιλεγόμενα, μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα μας που αυθεντικές αξίες καταρρέουν κι ανέρχονται άλλες που με απίστευτη ταχύτητα γκρεμίζονται κι αυτές, ένα μένει αμετακίνητο, μιας αξίας η λάμψη δεν θαμπώνει. Της αξίας της μάνας. Ο γάμος, η ηθική, η αλήθεια, ο Θεός, προπάντων Αυτός, έχουν πολέμιους. Μα σ’ όλη αυτή τη λαίλαπα δεν τόλμησε κανείς να αμφισβητήσει τη Μάνα. Και είναι τούτο το παρήγορο σημάδι, το μοναδικό ίσως, παρήγορο σημάδι των καιρών μας. Η Μάνα. Η ταπεινή αυτή δουλεύτρα, που δεν έχει οχτάωρα, δεν έχει ασφάλιση, δεν έχει ΙΚΑ για την προσφορά της. δεν έχει ούτε τα παιδιά της τελικά, γιατί ξέρει πως τα ετοιμάζει για να φύγουν, να φτιάξουν δικές τους φωλιές. Είναι το δικό της πάλεμα, το μόνο ανιδιοτελές δόσιμο που συναντάμε στη ζωή.

 

Ο νόμος, ο πανίσχυρος νόμος που ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις «σου ‘δωσα τόσα, τόσα θα μου δώσεις», καταργείται. Πρώτα πρώτα γιατί δε μετριέται το τι δίνει. Μα μπορείς κι αν μόνο έχεις ένα χέρι με πέντε δάκτυλα να μετρήσεις τι της δίνει το παιδί της. Γιατί είναι τόσο λίγα, μα τόσο λίγα αυτά που της δίνει. Εκτός αν μετράς τις πίκρες… ο Καμπούρογλου λέει κάπου: «Δίκαια ονομάζουμε τη γη μητέρα, αφού την ποδοπατάμε κι αυτή δεν παύει να μας δίνει καρπούς και άνθη». Σκέφτομαι πως υπολογίζουμε – αν το υπολογίζουμε – μόνο τις μεγάλες ευεργεσίες του Θεού. Τις καθημερινές τις θεωρούμε αυτονόητες, περίπου υποχρεωτικές. Το ίδιο αυτονόητες θεωρούμε τις καθημερινές προσφορές της Μάνας μας. Ένα βουερό ποτάμι η Μάνα μας, εκεί ξεπλενόμαστε κι εμείς και…τα βρώμικα του σπιτιού μας. Κελαηδιστή βρύση η Μάνα μας και απλά εμείς ξεδιψάμε με το νερό της. είναι αδιανόητο το ποτάμι να ξεραθεί κι βρύση μα μην έχει καθαρό και μπόλικο νερό.

 

Η Μάνα μου κι η δικιά σου Μάνα…Σ’ αυτή τη βιαστική εποχή, που λαχανιάζοντας τρέχουμε να προλάβουμε και που, από την αγωνία να τα προλάβουμε, ξεχάσαμε ποιο είναι αυτό και τρέχουμε μόνο, δεν προλαβαίνουμε καν να δούμε τα μάτια της. αυτά τα σοφά βαθιά μάτια που ‘χουν πολλές φορές ψιχάλες βροχής η είναι ανταριασμένα. Δεν σκεφτόμαστε καν πως έχει κι αυτή μια προσωπικότητα, σαν άνθρωπος έχει ΚΑΙ δικά της προβλήματα, έχει ώρες μοναξιάς, κακοκεφιάς, έχει και αυτή ένα κορμί με αρθριτικά έναν πονοκέφαλο, κάτι κιρσούς, έχει όρια σωματικής αντοχής. Σκέφτομαι με τι φυσικότητα τα παιδιά μου θα πάρουν τηλέφωνο για να μου διηγηθούν οικογενειακές γκρίνιες, οικονομικές δυσκολίες, προβλήματα υγείας. Και πόσο απλά και φυσικά θα ξεχάσουν την πίεση μου, το αν έκανα τις εξετάσεις που παράγγειλε ο γιατρός, αν λύθηκε ένα επαγγελματικό μου πρόβλημα.

 

Και τι όμορφο είναι που δεν θυμώνεις για όλα αυτά. Και συνεχίζεις αμετανόητα να δίνεις. Δίνεις και προσεύχεσαι. Να ποια είναι η Μάνα. Και προσεύχεται η Μάνα τόσο για τους άλλους, που στο τέλος έχει ξεχάσει να προσευχηθεί για τον εαυτό της. Μου το ‘πε αυτό θυμάμαι μια κυριούλα άρρωστη. «Προσευχήσου να γίνεις καλά», της είπα. Γέλασε. «Προσεύχομαι, μα που να προλάβεις τόσο κόσμο! Βάλε παιδιά, βάλε άντρα, βάλε εγγόνια, βάλε να πεις ευχαριστώ στο Θεό για τις χαρές που τους έδωσε, βάλε να παρακαλέσεις για λόγου σου;». Το είπε τόσο απλά, όσο απλά λέγονται τα πιο σημαντικά πράγματα. Και θυμάμαι πως τελείωσε: «Να παρακαλέσω να πάω στον Παράδεισο; Μα αν δεν είναι εκεί τα παιδιά μου;». Να αρνιέσαι Παράδεισο. Που παρακαλάει νύχτα μέρα να τον κερδίσουν τα παιδιά της. Γιατί την έχω δει τη Μάνα την ακούραστη, κυρτωμένη από το βάρος της κάθε μέρας, να σέρνεται μπρος το εικονοστάσι. Θα ανάψει με σιγανές κινήσεις το καντήλι μπρος στην Παναγιά. Κι εκεί οι δυο Μανάδες, η Μάνα του ουρανού και της γης η Μάνα, θα στήσουνε κουβέντα. Κι αφού πει η μια κι υπομονετικά ακούσει η Άλλη, θα γίνει κάποια αλλαγή. Θα στυλωθεί η Μάνα της γης, θα αναστενάξει με ανακούφιση και με το καινούργιο κουράγιο θα ξαναμπεί στην πάλη. Κι η άλλη Μάνα, τ’ ουρανού η Μάνα, όπως παίζει με την εικόνα της το φως του καντηλιού, εκεί στο μισοσκόταδο, θα δακρύσει. Γιατί καταλαβαίνει από καημούς και βάσανα η Παναγιά, μια και είναι Μάνα.

 

Σκέφτομαι πόσες ονομασίες έδωσε ο λαός στην Παναγιά. Γρηγορούσα, την είπε, Γλυκοφιλούσα, Ελευθερώτρια. Την είπε έτσι με τα χείλια του. μέσα όμως στην ψυχή του ο λαός Μάνα τη λέει. Μάνα την λογαριάζει. Μάνα την υπολογίζει. Αυτό το «Παναγιά μου» που ακούγεται σε ώρα ανάγκης, συνώνυμο της Μάνας είναι. Τι Μάνα, τι παναγιά. Το ίδιο είναι. Κι οι δύο μεσολαβούν, καταλαβαίνουν, συγχωρούν, νοιάζονται…Μάνα, απ’ τους ανθισμένους μαγιάτικους αγρούς σου ‘πλεξα ένα στεφάνι. Σκύβω και σου φιλώ τα παιδεμένα χέρια σου. Αυτά τα χέρια που – κι ας μην το ξέρεις – κρατούν τον κόσμο μας. Κι ακόμα θα σκύψω να σου φιλήσω τ’ άσπρα μαλλιά σου. ξέρω, για χάρη μου άσπρισαν πριν της ώρας τους. Και το ρυτιδιασμένο σου κούτελο άσε με να το φιλήσω Μάνα, Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα.  

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Μάιο του 2002

 Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου