Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη
Χαροκαμένη η Γιαγιά. Σκοτώθηκε ο άντρας της στον πόλεμο. Ο γιος της πέθανε από καλπάζουσα στην πείνα της Κατοχής. Η κόρη πήρε των ομματιών της, ξενιτεύτηκε, στέλνει γραφή, φωτογραφίες και λεφτά και η γιαγιά ψευτοπερνάει. Πήγα, λοιπόν, μέρες που είναι, να τη δω. Και κεί, μεγαλοβδομάδα, άκουσα τις πρώτες αναστάσιμες καμπάνες να χτυπάνε…Όπως ακάλεστο ήρθε το βράδυ, ακάλεστες ήρθαν κι οι αναμνήσεις στη γιαγιά. –Πάσχα και τότες…Α, μπα, τα μπέρδεψα. Μεγαλοβδόμαδο ήταν…Μα τι να πάω να ξεχωρίσω; Σάμπως ξεχωρίζεται Σταυρός και Ανάσταση; Σκέφτηκα πως, με τα χρόνια, η γερόντισσα έχανε και μπέρδευε το πότε είχαν γίνει ρημαδιό τα όνειρά της. «Με τα χρόνια και με τα βάσανα», έτσι σκέφτηκα. – Και εσύ κάτι έχεις απόψε και βασανίζεσαι, είπε έτσι στα ξαφνικά η γερόντισσα.
Δεν είχα κουράγιο ν’ αρνηθώ. – Θυμάμαι είπα, και είχε έναν ελαφρό τόνο οργής η φωνή μου, τις ευχές που μου ‘διναν. «Μέλι και γάλα στη στράτα σου». «Ευτυχισμένη». «Ο κόσμος είναι δικός σου». «Η ζωή είναι δική σου». έτσι με μεγάλωσαν. Κι όταν στάθηκα στα πόδια μου, είδα πως η ζωή δεν σε χαϊδεύει. – Είδες πως η ζωή σου ‘βρεξε τα πόδια….είπε με κατανόηση η γερόντισσα. – Μακάρι να ‘ταν ως τα πόδια. Εδώ θαλασσοπνίγηκα, γιαγιά. Εγώ ήθελα… - Ήθελες αυτό που ζητάει η εποχή μας. Σχολείο, να πούμε, χωρίς διάβασμα, χωρίς κόπο να γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης, να γίνεις Κιουρί χωρίς τις δικές της ταλαιπωρίες, τα ξενύχτια της. και μια που οι μέρες το καλούν, έτσι, χωρίς Σαρακοστή και μάλιστα Μεγάλη να πατήσουμε το κουμπί και να ‘χουμε Ανάσταση!
Το ασπρισμένο κεφάλι κουνήθηκε όλο λύπηση. – Κι έλεγα πως μεγάλωσες, είπε, κι έλεγα πως έχεις μυαλό! – Γιαγιά, πιστεύω πως…-Πιστεύεις Λαμπρή χωρίς τη Σταύρωση, είπε ξερά η γερόντισσα. Κι αυτό είναι λάθος. Το λάθος της γενιάς σου. Κάποτε, η κόρη μου, μετά την Καθαρή Δευτέρα, κρέας δεν έψηνε η κατσαρόλα. Παρεκτός σ’ αρρώστια, έξω και μακριά από το σπίτι σου. κι είχαν μια θλίψη τα σπίτια τη Σαρακοστή. Μια θλίψη και μια προσμονή. Ναι, θλίψη και προσμονή κι ελπίδα, όλα ανάκατα. Κείνες οι καμπάνες των Χαιρετισμών, μπερδεμένες μέσα στις φωνές των πουλιών που νιώθανε την άνοιξη και χάλαγαν τον κόσμο, οι πασχαλιές που ανθίζανε κι ήταν τόσο γλυκά λυπημένες και στ’ ανθίσματα τους ακόμα, θλίψη λοιπόν κι ετοιμασίες για τη χαρά. Ασπρίζαμε αυλές, πεζούλια, ως και γλάστρες, τρίβαμε τα μπακίρια και λαμποκόπαγαν, καθαριότητα γενική στα σπίτια, ραψίματα, έγνοια που θα βρεθούν τα λεφτά για παπούτσια των παιδιών, οι νονοί ψάχναν για την λαμπάδα. Μια μια μετράγαμε τις μέρες της κυρά – Σαρακοστής κι οι γειτονιές σ’ όλες τούτες τις μέρες μοσχομύριζαν λιβάνι, αφού πριν πέσει το δειλινό θυμιάζαμε πρώτα μια μια την κάμαρη, κι απέ βγαίναμε στις αυλές με τα θυμιατά στο χέρι πιάναμε με τις γειτόνισσες την ψιλοκουβέντα και μας πρόφτανε το βράδυ. Την Κυριακή των Βαΐων, τρώγαμε το ψαρικό. Το παιδομάνι με τα καινούργια ρούχα και τα παπούτσια τα πρωτοφόρετα, συμμαζευόταν. Τρέλες και τρεχάματα σταμάταγαν. Σιγανό το βήμα, χαμηλωμένες οι φωνές, ο Νυμφίος έρχοταν να βασανιστεί. Κι εμείς από κοντά Του. μεγαλοβδόμαδο, πίκρα και περισυλλογή, μια η αναμονή και η ελπίδα αντάμα.
Κι η γριούλα συνέχισε: - «Προσκυνούμεν Σου τα πάθη Χριστέ», κι εμείς οι βασανισμένοι άνθρωποι – πιο βασανισμένοι ήταν τότε οι άνθρωποι, πιο δύσκολα, πιο λιγοστό και πιο μικρό το έρμο το ψωμί – προσκυνούσαμε με δάκρυα το Σταυρό Του. το Σταυρό μας. Μεγάλη Παρασκευή, λιγοστές φακές ψημένες από χτες – χύτρα δεν μπαίνει σε φωτιά τέτοια μεγάλη μέρα – δύο μαρουλάκια ραντισμένα με ξύδι. Μήτε ψίχουλο για φαί το Μεγάλο Σάββατο. Τώρα μισοαναστενάζει… «Και εκεί κατά το μεσημέρι κι όσο κονταίνει η μέρα και περνούν οι ώρες, το παιδομάνι σαλεύει, ζωντανεύει. Το σπίτι παίρνει γιορτινή όψη, η λαχτάρα για την Ανάσταση που φτάνει, παίρνει τη θλίψη, που θλίψη πια και πίκρα. Να, μέτρα να δεις πόσο μας μένει πια για την Ανάσταση. Ξεχνάς τα βάσανα, τα γεροντάματα, τους πόνους, πας και έρχεσαι κι έχεις τον νοο σου στην καμπάνα.. Σα μικρό παιδί κι εσύ, το περιμένεις, θαρρείς πως τελευταία ώρα ο χρόνος στάθηκε πεισματικά. Και η καμπάνα επιτέλους αρχίζει να χτυπάει, να μαζωχτούν οι χριστιανοί. Και πας στην Εκκλησία, και είναι κομμένα τα ποδάρια σου απ’ την ξηροφαγία και λιποψυχείς από την κούραση των ημερών. Μα το φως μοιράζεται από λαμπάδα σε κερί και έφτασε η ώρα που προσμένεις. Η ώρα που το «Χριστός Ανέστη» είναι το μήνυμα για να χαρείς κι εσύ Λαμπρή δικιά σου – Τώρα όμως…
- Τώρα τι γίνεται, γιαγιά; - Φοβάται τον κόπο και τον πόνο ο κακομαθημένος άνθρωπος του καιρού μας. Δεν θέλει το Σταυρό. Τον διώχνει, θέλει έτσι, μια και καλή, να μπει στην αναστάσιμη χαρά. Μα γίνεται αυτό; Και στη ζωή του αυτό παρακαλάει. Να αναστηθεί. Μα τι, ανασταίνεται, αν πρώτα δεν πεθάνει; - Γιαγιά, είπα, βαρύς ο δρόμος του Σταυρού! Πώς να τον αντέξει ο άνθρωπος; Έσφιξε τα χείλια. Τι ξέρει από πόνο ό άλλος, αν δεν έχει θάψει ένα παιδί; - Δεν τον αντέχεις το δρόμο της ζωής, είπε σιγά. Αδύνατο να τον αντέξεις, αν δεν καρτεράς Λαμπρή. Αν στη θλίψη της Σαρακοστής στήριγμα δε έχεις την ελπίδα και τη χαρά του «Χριστός Ανέστη». Η νύχτα μας είχε τυλίξει. Κι ήταν όλο ελπίδες και καρτερία γεμάτη. Οι καμπάνες οι αναστάσιμες δεν θ’ αργήσουν να χτυπήσουν.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Απρίλιο του 2001
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου