Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε!…




Γράφει ο Σαράντος Καργάκος
 
ταν φυγε γραψα: «Σέ κλαίει λαός!». Σήμερα, μετά πό τήν παρέλευση τόσων τν πό τή θανή του εμαι ποχρεωμένος νά γράψω: «Σέ θέλει λαός!».
Στό διάστημα τς πίγειας πουσίας του «φυγαν κι λλοι πολλοί, μεγάλοι καί τρανοί, πού σαν πασίγνωστοι δ κι κε. λους μως τούς πρε τό ποτάμι τς Λήθης. Μόνον Χριστόδουλος ζ -σβηστο καντήλι στήν ψυχή το γνο λαο πού πονε γιά τήν ρμη πατρίδα. σο ζοσε Χριστόδουλος λαός εχε μιάν λπίδα: εχε ναν γέτη! ταν γιά τό λαό μας ,τι καί Χρυσόστομος γιά τόν γκαταλελειμμένο λαό τς Σμύρνης. Καί ο δύο δηγήθηκαν στό μαρτύριο: Σμύρνης πό τόν τουρκικό χλο, θηνν καί λλήνων πάντων πό τόν δημοσιογραφικό καί χαμηλοπολιτικό χλο. νας πέθανε βασανισμένος, λλος πέθανε φαρμακωμένος. Κανείς δέν πιε τόσο φαρμάκι σο Χριστόδουλος. Γιατί εχε Παπαφλέσσειο νάστημα καί ψωνε φωνή πέρ πίστεως καί πατρίδος. Κουβαλοσε μέσα του τήν παράδοση το 1821. Μέ τόν λόγο του ξαναζωντάνευε τ ρματολίκι, τούς καιρούς τς παλληκαρις καί τς λεβεντις.. Τόν φαγε χαμέρπεια καί κακομοιριά. χυδαία κακολογία καί μικρολογία. πρεπε νά πέσει γιά νά πεισθον ο κακόπιστοι πόσο μεγάλος ταν! Δανείζομαι μιά φράση το Παν. Κανελλόπουλου γιά νά τόν παραστήσω: «Τόν μικρό τόν γνωρίζει κανείς πό τήν νοδό του τόν μεγάλο πό τήν πτώση του». Ναί, ταν πεσε Χριστόδουλος, ταν σάν νά πεσε Βασιλική Δρς τς πατρίδας. λαός χασε τόν νθρωπο πού το προσέφερε ραμα, δύναμη, ντιστασιακή διάθεση.. Χριστόδουλος χτυποσε διαρκς τήν καμπάνα το συναγερμο, διότι «κουε τήν βοήν τν πλησιαζόντων γεγονότων». Γι ατό εχε πέναντί του λους ατούς πού περγάστηκαν τήν σημερινή μας κατάντια. Δυστυχς, στήν λλάδα, ντί νά χτυπμε ατούς πού βάζουν τήν φωτιά, χτυπμε κείνους πού βαρνε τήν καμπάνα το συναγερμο



Δεκάδες ο φαρέτρες μέ τά δηλητηριασμένα βέλη πού στρέφονταν ναντίον του. Μέ τήν δθεν σάτιρα πό τήν τηλοψία, πό τό ραδιόφωνο, πό τό πάλκο καί τόν τύπο, ο νάνοι ντίπαλοί του, το καναν τή ζωή του φαρμάκι. Κι ατός σάν τόν μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωροσε.. Εχαμε στενή φιλία πό παλιά, λλά ποτέ συνεργασία σέ παγγελματική βάση. γνωριμία μας ξεκίνησε πό μιά πιθετική πιστολή πού το στειλα πό τό ρημητήριό μου στόν Πάρνωνα. σχισε λαγκάδια καί βουνά νά μέ βρε. κτοτε δεθήκαμε μέ μιά σχέση δελφική. Δέν θά π ποτέ σα μο εχε μπιστευθε. Σέ πολλά μέ πειθε. Σ να μόνον δέν μέ πειθε: νά εμαι συγχωρητικός. «Εμαι Μανιάτης, το λεγα, καί μέσα στό μανιάτικο φυσικό εναι ναίδεια». ναίδεια στ ρχαα λληνικά σημαίνει ρνηση συγγνώμης. Κι ατός γελοσε παταγωδς. Γιατί ξερε πώς δέν σοβαρολογ. πλς ρέθιζα τήν διάθεσή του γιά ετραπελία. Ναί, ταν νας μεγάλος «μαΐστορας» το χιομορ. Στά χρόνια του κκλησία «λαμπε πό χαμόγελο», μπκε τό γέλιο στήν κκλησία. Κέρδισε τήν παραπαίουσα νεολαία. «Κι γώ μαζί σας λλά κι σες μαζί μου». Κι ο νέοι θά πήγαιναν μαζί του, στω κι ν τούς δηγοσε στό Ζάλογγο. Θά πεφταν, λλά θά πεφταν σάν τόν καρο πό ψηλά.. Εχε κάρειο πνεμα μέσα του Χριστόδουλος. Πετοσε πάνω πό τά ετελ καί τούς ετελες σάν τόν βασιλικό ητό. κάλυπτε τούς πάντες μέ τήν καλλιφωνία του, τήν πολυγνωσία του, τήν πολυγλωσσία του, μέ τό λαρό φς το προσώπου του. γρυπνος σάν τόν ργο, μελετοσε τά πάντα κι ταν νήμερος γιά τά πάντα. γραφε κατάπαυστα κόμη κι ταν συνομιλοσε, κόμη κι ταν τηλεφωνοσε. Συχνά τόν μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι ατός μέ τό δροστο γέλιο του: «ταν δουλεύω…!». 



Το ρεσε νά μέ νευριάζει καί νά μέ πιάνει τό «μανιάτικο», πότε ο τύποι πήγαιναν περίπατο. Μέ φώναζε -γιά νά μέ ρεθίζει- Σαράντη. Το λεγα, το ξανάλεγα τι Σαράντο -κι χι Σαράντη- λέμε στή Μάνη. Κι ατός πέμενε στό Σαράντη, τσι γιά νά μέ «φουρτουνιάζει». Το ρεσε «φουρτούνα» μου. Κάποτε μο επε περιπαικτικά: «Νά δομε πς θά περνς στόν Παράδεισο…». Τόν κοίταξα λοξά καί το επα ερωνικά: «χω κάνει ατηση ς στορικός νά πάω στήν Κόλαση. κε θά βρ λους τούς μεγάλους τς στορίας. Κι κόμη θά γλυτώσω κι πό σς τούς δεσποτάδες». Κι μεγαλόθυμος Χριστόδουλος μέ ποστόμωσε -παρότι Θρξ- μέ τό λακωνικό: «Μήν τό πολυελπίζεις ατό!..».. τσι, μέ τό χιομορ, τήν τοιμολογία, τήν λεκτική εθυβολία, τήν εθυφροσύνη καί τήν μεγαλοφροσύνη ξερε νά κερδίζει καρδιές. Βέβαια ο μικρόψυχοι τόν φθονοσαν. Τόν φθονοσαν καί σοι εχαν βαλθε νά ξεριζώσουν τή γλσσα μας, νά ξεπατώσουν τήν παιδεία μας, νά ξεδοντιάσουν τήν κκλησία μας, νά σπιλώσουν τήν στορία μας, νά κρωτηριάσουν τήν πατρίδα μας. Τόν φθονοσαν λοι ατοί πού προσπάθησαν καί προσπαθον νά μετατρέψουν ναν γίγαντα λαό, σέ λαό νάνων. Σέ λαό θάμνων, κατά τό δικό τους νάστημα.. Το φείλω πειρη εγνωμοσύνη γιά σα κανε γιά τήν μετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε τό βιβλίο μου «πό τό Μακεδονικό Ζήτημα στήν μπλοκή τν Σκοπίων», πού βγκε τόν ανουάριο το 1992, προλόγισε -καί μάλιστα σέ ττική διάλεκτο- τήν τρίτομη «στορία τν ρχαίων θηνν» καί στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός πέναντι στά παιδιά μου.. φ του φυγε, δέν γραψα οτε μίλησα ποτέ γι ατόν.


 Μόνον μιά φορά, τήν μέρα τς κηδείας του επα κάποια λόγια πικρά -χι γι ατόν φυσικά στό Ραδιόφωνο τς κκλησίας τς λλάδος. Σήμερα μιλον λλοι, πού κάποτε τόν εχανε πικράνει. Τώρα νιώθουν τί «τζοβαϊρικό» ξετίμητο χάσαμε. Κι ν σήμερα νταποκρίθηκα στό ατημα νά χαράξω τίς γραμμές ατές, εναι γιατί σέ μιά πρόσφατη πίσκεψή μου στό Α ́ Νεκροταφεο τν θηνν, εδα τάφους γυμνούς πιφανν, ν τάφος το Χριστόδουλου ταν πνιγμένος στά λουλούδια. Πγα νά κόψω να γαρύφαλλο κι πό κάτω σ να χαρτάκι εδα γραμμένη τή φράση: «Σ ποζητομε, Χριστόδουλε!…».



Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου