Της Ζωής Καναβά
Η γιαγιά Ευανθία αγαπούσε πολύ τα λουλούδια. Πριν βγει ο ήλιος
σ’ ένα παρτέρι, που το είχε λιπάνει με χωνεμένη κοπριά, έριχνε όλους εκείνους τους
σπόρους, που θα άνθιζαν την άνοιξη. Τους άλλους, που θα έβγαζαν τα λουλούδια τους
το καλοκαίρι, τους έσπερνε το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη. Των Αγίων Σαράντα. Τότε
φύτευε και τους περισσότερους βολβούς. Κι η αυλίτσα της γιαγιάς Ευανθίας όλο το
χρόνο ήταν λουλουδιασμένη. Ακόμα και τον χειμώνα. Κιτρινοβολούσαν μέσα στο
καταχείμωνο οι χειμωνανθοί, που είχε φυτεμένους άκρη άκρη στο φράχτη. Και πριν
καλομπεί η άνοιξη και ξαθίσουν οι χειμωνανθοί, έσκαγαν τα μπουμπούκια τους οι
τσιντόνιες. Κάθε Σάββατο, λίγο πριν τον εσπερινό, η γιαγιά-Ευανθία με όλους τους
καιρούς, έκοβε τα πιο όμορφα λουλούδια της αυλίτσας της, έκανε ένα χαρούμενο
μπουκέτο και το πήγαινε στο κοιμητήριο όπου αναπαυόταν ο παππούς.
-Ήταν μερακλής ο μακαρίτης, δικαιολογούσε τούτην την έγνοια της
η γιαγιά, του άρεσαν τα ωραία. Και δεν εννοούσε να του τα στερήσει ούτε μετά
την κοίμηση του. Άλλωστε για την γιαγιά Ευανθία, ο παππούς ήταν σαν να μην είχε
φύγει ποτέ. Μιλούσε για αυτόν λες και ήταν ανάμεσα μας παρών. Μας παρηγορούσε
για τις αστοχίες μας, μας στήριζε, χαιρόταν με τις χαρές μας, για τις επιτυχίες
μας. Μας παίνευε. Κι ήταν η γιαγιά η Ευανθία που μας τον έκανε παρόντα. Το τελευταίο
Σάββατο που πήγε η γιαγιά Ευανθία στο κοιμητήρι, ήτανε του Λαζάρου. Δυό μέρες
μετά ένιωσε μια αδιαθεσία και τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί δεν σηκώθηκε, κατά πως
το συνήθιζε, να πλύνει και να βάψει τα αυγά, να κόψει και τις βιολέτες για τις κοπέλες
που θα στόλιζαν τον επιτάφιο. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι να συναντήσει τον
παππού.
Ο ιερέας που ήρθε στο σπίτι να προσευχηθεί μαζί μας για το
κατευόδιο, είπε πως η γιαγιά Ευανθία βιάστηκε να φύγει για να προλάβει τον
Χριστό, σαν θα κατέβαινε στον Άδη, να αναστηθεί μαζί του. Η μάνα της έβαλε μέσα
στα ροζιασμένα της χέρια ένα χαρούμενο μπουκέτο με άσπρες, ροζ και κόκκινες
βιολέτες και η κάμαρη μοσχοβόλησε από την μυρωδιά τους. Αλλά μπορεί η μυρωδιά
να ήταν από τα αχνάρια, που άφησε η ανθισμένη ψυχούλα της γιαγιάς Ευανθίας, καθώς
φτεράκιζε προς το γαλάζιο του ουρανού με τα χελιδονάκια κι ήταν από όλα τα
λουλούδια της αυλίτσας της πιο όμορφη: Σαν το «Χριστός Ανέστη».
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
* Το κείμενο γράφτηκε για το Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία»
τον Μάρτιο του 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου