Θεόφιλος Αμπατζίδης
Η μάλλον «προφητική» δήλωση του γνωστού σε όλους βυζαντινολόγου Runciman ότι ο 21ος
αιώνας θα αποτελέσει τον αιώνα της Ορθοδοξίας, μοιάζει περισσότερο με
πρόσκληση σε αναστοχασμό και περίσκεψη για το μέλλον της Ορθοδοξίας και
της θεολογίας της, παρά με αυτάρεσκη και θριαμβολογική βεβαιότητα.
Ο 21ος
αιώνας –απόληξη μιας μακράς διαδικασίας εκκοσμίκευσης, χειραφέτησης του
ανθρώπου από τη θρησκεία και την αυθεντία της, ανάδειξης του
υποκειμένου ως πρωταγωνιστή και ρυθμιστή της κοινωνίας και της ιστορίας,
αποθέωσης της τεχνολογίας και των επιστημών –φαίνεται να κλείνει τον
κύκλο των νεωτερικών προσδοκιών του ανθρώπου, χωρίς, βέβαια, την
ικανοποίηση της μεταμόρφωσης του κόσμου ή της κατάκτησης της ευτυχίας.
Μιας ευτυχίας που επαγγέλλονταν η αφελής –με τα σημερινά κριτήρια
–σχεδόν μεταφυσική έννοια της προόδου της πρώιμης
νεωτερικότητας. Εντούτοις, η υπερβολική εμπιστοσύνη στον εργαλειακό
ανθρώπινο λόγο αποτέλεσε την απαρχή της εξορίας του ιερού και ο
προμηθεϊκός χαρακτήρας της νεωτερικής σκέψης οικοδόμησε έναν
αποιεροποιημένο κόσμο, έναν κόσμο που μπορούμε βάσιμα να χαρακτηρίσουμε μετά-χριστιανικό.
Ακόμη και η γοητευτική και πολλά υποσχόμενη «επιστροφή του Θεού»
στην ύστερη νεωτερικότητα παγιδεύτηκε γρήγορα σε φονταμενταλιστικά
σχήματα και κοινωνικοπολιτικές επιδιώξεις κατίσχυσης του δυτικού κόσμου,
ώστε να καταλήξει, απογοητευτικά, μάλλον μια ιδιοτροπία
ορισμένων κοινωνικών ομάδων και κρατών, παρά μια πρόταση για
επανανοηματοδότηση ενός πολιτισμικού μοντέλου που άγγιξε τα όριά του.
Έτσι, στην αυγή του 21ου αιώνα, βλέπουμε να παρελαύνει μια
παγκόσμια οικονομική και αξιακή κρίση, που εξανδραποδίζει το ανθρώπινο
πρόσωπο και εμφανίζει (να ευχηθούμε προς το παρόν;) ως το επικρατέστερο
«δόγμα της νεωτερικότητας» την αποθέωση του ατόμου και της ισχύος του, με την ορθόδοξη, εν προκειμένω, θεολογία και Εκκλησία σοκαρισμένους παθητικούς παρατηρητές.
Τα
κύρια χαρακτηριστικά του μεταχριστιανικού κόσμου μπορούν να συνοψιστούν
στην καταλυτική σημασία της εκκοσμίκευσης και της τελικής κατάρρευσης
του Corpus Christianum. Σε όλη τη διάρκεια του αρχαίου κόσμου και των
Μέσων Χρόνων, δια μέσου του κοινού λόγου και ενός είδους φυσικής θεολογίας,
υπήρχε εδραία η άποψη για την ύπαρξη του Θεού και τη δυνατότητα
καθολικής και άμεσης γνώσης του. Η χριστιανική θεολογία, θεμελιωμένη στη
μοναδικότητα της αποκάλυψης του Θεού όπως μαρτυρείται στην Αγία Γραφή,
ενίσχυε την υπάρχουσα φυσική αποκάλυψη, την οποία θεωρούσε προστάδιό
της. Η αριστοτελική μεταφυσική, διαμεσολαβημένη από τον Ακινάτη είχε ως
στόχο την αυταπόδεικτη και αναπόδραστη αποδοχή του Θεού, μέσω του
φυσικού λόγου του ανθρώπου. Η «πραγματικότητα» αυτή ενισχύονταν από την
κραταιά παρουσία της χριστιανικής πολιτείας σ’ Ανατολή και Δύση, ως
αντανάκλαση, στο κοινωνικό και ιστορικό επίπεδο, της αναπόδραστης
παρουσίας του Θεού. Με την εμφάνιση των Νέων Χρόνων και την πρόοδο της
νεωτερικότητας, η κατάρρευση του Corpus Christianum πρέπει να οδηγήσει
τη χριστιανική θεολογία τόσο σε χειραφέτηση από την απολυτότητα της
φυσικής θεολογίας, όσο και σε απεγκλωβισμό από τα σχήματα της
χριστιανικής πολιτείας.
Η
κατάρρευση του παραδοσιακού χριστιανικού κόσμου σε συνδυασμό με τις
τραγικές εμπειρίες των θρησκευτικών πολέμων που γνώρισε η ομολογιακά
διεσπασμένη Δύση, οδήγησαν σε ένα ακόμη νεωτερικό πρόταγμα. Αυτό του
περιορισμού της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα, που πρέπει να διακριθεί
από τους διακριτούς ρόλους Κράτους και Εκκλησίας και που συνιστά ένα
ακόμη γνώρισμα του μεταχριστιανικού κόσμου μας. Η δε υπονόμευση της
χριστιανικής πίστης από μια λαϊκίστικη εκδοχή της επιστημονικής γνώσης,
που δεν έχει καμιά σχέση με τη σπουδή και την έρευνα, έρχεται να
συμπληρώσει το ιδεολογικό παζλ της μεταχριστιανικότητας. Στην
πραγματικότητα αυτή κάθε ρωμαιοκαθολικό Aggiornamento και κάθε
προτεσταντικός «φιλελευθερισμός» αποδείχθηκαν μάλλον παραχωρήσεις στο
καταιγιστικό άρμα της εκκοσμίκευσης, που επέβαλε τους όρους της.
Στον
αναδυόμενο μεταχριστιανικό κόσμο, η πολύπαθη ορθόδοξη θεολογία
(τουλάχιστον η ελληνόφωνη), ακολούθησε τις περιπέτειες των τοπικών
Εκκλησιών και των ποιμνίων τους. Μόλις στα μέσα του 20ου
αιώνα επιχείρησε την απεμπλοκή από τη «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της στα
δυτικότροπα ακαδημαϊκά σχήματα, καταβάλλοντας αξιοσημείωτη προσπάθεια
επανεύρεσης της αυτοσυνειδησίας της. Η διαδρομή είναι γνωστή και ο
καταλυτικός ρόλος τόσο της ρωσικής ορθόδοξης διασποράς, όσο και του
ρωμαιοκαθολικού κινήματος της «nouvelle théologie», μαρτυρημένος.
Η
προσπάθεια αυτή ξεκίνησε από την επιβεβλημένη και γόνιμη, κατά την
εκτίμησή μας, θεολογική εσωστρέφεια, ως επιστροφή στις πατερικές πηγές
και τη λατρευτική παράδοση, για την αναζήτηση κριτηρίων ιδιοπροσωπίας.
Δυστυχώς, όμως, σε πολλές και σημαντικές περιπτώσεις, η εσωστρέφεια
έγινε μονόδρομος κακέκτυπης επανάληψης και στείρου μιμητισμού. Στο
δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η ορθόδοξη θεολογία κατάφερε
σημαντικά πράγματα, που συνήθως παραθεωρούνται από τη σύγχρονη κριτική.
Από τη νεοπατερική σύνθεση, την επανανακάλυψη του λειτουργικού ήθους,
την απόπειρα διαλόγου με τη σύγχρονη σκέψη από εκπροσώπους της γενιάς
του’ 60 και όχι μόνο, μέχρι τη διερώτηση και τον προβληματισμό για τον
μέλλον της στον αιώνα που ξεκίνησε. Προφανώς δεν έκανε όσα έπρεπε ή όσα
μπορούσε να κάνει. Αυτό, όμως, συνιστά την αδήριτη ιστορική νομοτέλεια
κάθε πορείας «εν τω γενέσθαι». Αυτό αποτελεί, άλλωστε, και το στοίχημα
του μέλλοντος.
Είναι
εξαιρετικά δύσκολο έως και επικίνδυνο –ιδιαίτερα στα περιορισμένα όρια
ενός σύντομου κειμένου –να επιχειρήσει κανείς μια μάλλον προφητική
εκτίμηση του μέλλοντος της ορθόδοξης θεολογίας ή να εκφράσει
αιτιολογημένα την υποκειμενική του προσδοκία για το μέλλον αυτό. Ούτε
είναι ιδιαίτερα γόνιμη η ανάπτυξη κοινών τόπων περί ανοικτότητας της
θεολογίας, περί της ανάγκης διαλόγου στα ποικίλα κοινωνικά, επιστημονικά
και φιλοσοφικά fora, περί των ελπίδων για την επιδιωκόμενη χριστιανική
ενότητα, περί της αναγκαιότητας της κοινωνικής της παρέμβασης ιδιαίτερα
στις δύσκολες εποχές που διανύουμε, περί της ανάγκης διαλόγου με τη
μοντέρνα φυσική ή τις προσδοκίες από την ορθόδοξη θεολογική παρέμβαση
στο οικολογικό πρόβλημα. Και η παρατήρηση αυτή δεν επιδιώκει στο
παραμικρό να απομειώσει την πανθομολογούμενη σημασία αυτών των
προσπαθειών.
Εάν, κατά
κοινή ομολογία, ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε ο αιώνας της
Εκκλησιολογίας, ο εικοστός πρώτος δίκαια αναμένεται να αποτελέσει τον
αιώνα της Ανθρωπολογίας. Οι πολλοί και ποικίλοι λόγοι αυτής της
προσμονής εκτείνονται από το εμφανές αδιέξοδο της φιλοσοφικής
ανθρωπολογίας, τις νέες ανθρωπολογικές προκλήσεις των βιολογικών
επιστημών (νευροεπιστήμες, γενετική), μέχρι και λόγοι ποιμαντικοί. Η
οικοδόμηση κατά τη διαδρομή της νεωτερικότητας ενός ανθρωπολογικού
προτύπου ο οποίος θεοποιεί το χρήμα και τη συνεπαγόμενη από αυτό δύναμη,
ποδηγετείται από την «κυρίαρχη άποψη» των media, ανταλλάσσει τη γνώση
με τον καταιγισμό των πληροφοριών, τη θρησκευτικότητα με την αφελή
πεποίθηση στην «πρόοδο» και την ασύλληπτη προοπτική της θεώσεως με
ποικίλες μυστικιστικές αποδράσεις, επιβάλει τη θεολογική παρέμβαση.
Σ’
αυτόν τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο, ανάγκη πάσα η Εκκλησία να
απαντήσει με τον πλούτο της θεοειδούς εμπειρίας και της πατερικής της
σοφίας, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Αλλά και να ανατάμει
σύγχρονα προβλήματα που τυχόν δεν τέθηκαν στην πατερική περίοδο, με το
οξύ του Πνεύματος κριτήριο, γονιμοποιώντας και διευρύνοντας την πατερική
θεολογία (και όχι τοποθετώντας τη στο περιθώριο), σε μια αέναη νεοπατερική σύνθεση.
Ο
ίλιγγος που δημιουργεί η πίστη αλλά και η εμπειρία ενός ανθρωπολογικού
προτύπου ελεύθερου από τον ατομισμό και την ιδιοτέλεια, απαλλαγμένου από
την υποδούλωση στην αμαρτία της αυτοΰπαρξης, προορισμένου να υπερβεί τα
όρια της φθοράς και του θανάτου, σε κοινωνία με τη μυστηριακή χάρη του
Πνεύματος, σε σχέση προσωπική με την των πάντων Αιτία, συνιστά το
επιχείρημα της ορθόδοξης θεολογίας στο διάλογό της με τον σύγχρονο
κόσμο.
Στην προοπτική
αυτής της εμπειρίας και αυτού του στόχου θα μπορέσει η ορθόδοξη θεολογία
να υπερβεί το δίπολο Ευχαριστίας και Άσκησης, ευχαριστιακής και
θεραπευτικής Εκκλησιολογίας, θεσμού και χαρίσματος, που, με τη μία ή την
άλλη μορφή, την ταλαιπωρεί για αιώνες. Με μια σύνθεση όχι θεωρητική ή
τεχνική, αλλά με την ανάδειξη του θεοποιού χαρακτήρα των μυστηρίων και
της εμπροϋπόθετης συμμετοχής τους. Με αυτή την προοπτική μπορούμε να
ελπίζουμε ουσιαστικά στην επανένωση του χριστιανικού κόσμου, όχι στη
βάση ιστορικών ή θεωρητικών συγκλίσεων, αλλά στη σύμπτωση στην εμπειρία της αγιότητος και την, σε δεύτερη φάση, κατά το δυνατόν προσπάθεια για κοινή γλωσσική εκφορά της.
Με
την αυτοσυνειδησία της εν Χριστώ μεταμόρφωσης μπορεί η θεολογία της
Ορθοδοξίας να παρέμβει αποφασιστικά στις δομές του μεταχριστιανικού μας
κόσμου, πέρα από την ποιμαντική φιλανθρωπίας, με εχέγγυα πραγματικής
ισότητας και δικαιοσύνης. Ο πολιτισμός της αγιότητος
προτείνεται ως το αντίπαλο δέος στη νεωτερική βουλιμία του ανθρώπου για
ολοένα και περισσότερα αγαθά, με τίμημα την απομύζηση των αποθεμάτων
ενέργειας και την οικολογική καταστροφή του πλανήτη.
Τέλος,
η ενεργός παρουσία της ορθόδοξης θεολογίας στο νέο αιώνα οφείλει να
είναι κάτι πολύ περισσότερο από «επικαιροποίηση» και «εκσυγχρονισμός»,
όσο κι αν προϋποθέτει την επικαιροποίηση ως διαρκή ερμηνεία στο εκάστοτε
παρόν. Το σωτηριολογικό και απελευθερωτικό της μήνυμα δεν αποκαλύπτεται
αναγκαία στον όποιο εκσυγχρονισμό της. Προϋποθέτει την αναζωπύρωση της
αυτοσυνειδησίας της, μακριά από ορθοδοξισμούς και φονταμενταλισμούς, με
μόνη την ανάγκη να κοινωνήσει το περιεχόμενο της βιοτής της: Τη νίκη
κατεπάνω στο θάνατο ως εμπειρική πρόγευση της αναμενόμενης Βασιλείας.
πηγή: Aντίφωνο, περιοδικό "Νέα Ευθύνη", τχ. 15, σελ.13-17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου