Η διαπεραστική φωνή του τελάλη συντάραζε τον τόπο, όταν διαλαλούσε: <<Ακούστε. Ακούστε χριστιανοί, υπήκοοι του άρχοντα. Ο τρανός αφέντης σας προστάζει να έρθετε να δουλέψετε σε μεγάλο έργο. Ο αφέντης μας για την τυφλή σας υπακοή και εργασία, δεν θα κατατρέξει κανέναν σας, και το πιο σπουδαίο, θα χαρίσει το φόρο της δεκάτης >>.
Όταν τελείωσε ο τελάλης μαζεύτηκε κόσμος από όλα τα χωριά με χαρά και προθυμία έτοιμοι για το μεγάλο έργο. Το έργο που θα τους λευτέρωνε από το χαράτσωμα της δεκάτης. Όμως ο τρόπος της εξόφλησης για χάρη του αφέντη είναι πάρα πολύ διαφορετικός από ό,τι μπορούσε κάθε νους να χωρέσει. Πέτρες. Πέτρες, κοτρόνια αγκωνάρια, χιλιάδες στοιβαγμένα εκεί όπου άλλοι είχαν κουβαλήσει και τα είχαν αποθέσει. Ήρθαν τώρα οι καινούριοι υπήκοοι και σχημάτισαν μια αλυσίδα
<< εφ’ ενός ζυγού >>. Αλυσίδα ανθρώπινη. Ο πρώτος άνθρωπος της αλυσίδας σκύβει παίρνει την κοτρόνα, τη δίνει στον δεύτερο, ο δεύτερος την παίρνει από τον πρώτο, τη δίνει στον τρίτο, ο τρίτος στον τέταρτο, ο τέταρτος στον πέμπτο. Την αλυσίδα, που περνάει λόφους, μικρολάγκαδα, πιάνει γιδόστρατες, αφήνει μονοπάτια, παίρνει τον ανήφορο για να φτάσει στο τέρμα, όπου ο τελευταίος άνθρωπος αποθέτει την πέτρα του στο σωρό, που άρχισε να σχηματίζεται για να πάρει αμέσως άλλη. Ο ήλιος είναι καυτός, οι πέτρες ματώνουν τα χέρια, κάνουν τα γόνατα να τρεμουλιάζουν σαν κουρέλια από το βάρος αυτής της πληρωμής για χάρη του πολυχρονεμένου. Μήνες συνεχίζεται τούτο το ξεπλήρωμα. Όταν σωρεύτηκε όλη η πέτρα άρχισε να χτίζεται το παλάτι. Ένας πύργος στην αρχή, που διαφέντευε τον τόπο και τους ανθρώπους κατά το κέφι του άρχοντα. Σειρά, αλυσιδωτές μέρες, νύχτες, περνά ο χρόνος, σέρνει ανθρώπους στον αφανισμό, φέρνει νέους να αφανιστούν.
Ώσπου, ένας αλλόκοτος, ένας αλλοπαρμένος, σπάει την ανθρώπινη αλυσίδα. Σκουπίζει τον ιδρώτα του, κοιτάει τους άλλους ατρόμητα και περιμένει το μαρτύριο. Το αίμα του ποτίζει τη γη. Η μάνα του φυτεύει ένα μικρό πεύκο στην αιματοβαμμένη γη της θυσίας.
Η δουλειά συνεχίζεται. Χέρια ανθρώπινα κουβαλούν καζάνια, ανάβουν φωτιές, λειώνουν το κατράμι, τ’ ανακατεύουν, το χύνουν, για να στρωθεί ο δρόμος που οδηγεί στο παλάτι. Και όλα αυτά γίνονται χωρίς ξεπληρωμή καμιάς χάρης ούτε της παραμικρής. Ούτε για μια μπουκίτσα ψωμί. Το έργο τελείωσε. Στο δρόμο κυλούν ρόδες. Πορεύονται άνθρωποι. Αυτοί που προστάζουν κι αυτοί που υπακούν. Ο χρόνος πάντα τη δουλειά του: Σέρνει ανθρώπους στον αφανισμό, φέρνει καινούριους για να αφανιστούν
Οι αιώνες περνούν. Ένα μικρό παιδί παίζει δίπλα σε ένα μεγάλο πελώριο πεύκο που έχει ριζώσει στα σωριασμένα λιθάρια ενός γκρεμισμένου παλατιού. Το παιδί γυρίζει στη μητέρα του και λέει:
- Μητέρα, τι είναι αυτά τα χαλάσματα;
- Δεν ξέρω παιδί μου.
- Και αυτό το δέντρο;
- Α! Αυτό το δέντρο είναι το μεγάλο δέντρο της ελευθερίας. Έτσι λέγεται όλη η περιοχή προς τιμή του νέου που μαρτύρησε σ’ αυτό το σημείο και έσπασε την αλυσίδα της δουλικότητας.
Το μεγάλο δέντρο και η θυσία του νέου που έσπασε την αλυσίδα, έμεινε στους αιώνες, οι χιλιάδες άνθρωποι, το παλάτι και ο πολυχρονεμένος ξεχάστηκαν.
Στα κλαδιά του μεγάλου δέντρου ένα πουλί ράμφιζε τον κορμό και κοιτούσε με ικανοποίηση το δάσος που απλωνόταν και την υπέροχη προκοπή της γης.
Κώστας Ζουρδός θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου