Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, «Ένας μεγάλος αδικημένος Ιεράρχης»…..



Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου

"Ο Μακαριστός αδελφός και συλλειτουργός ημών Πρωθιεράρχης υπήρξε διακεκριμένη ηγετική φυσιογνωμία, διακριθείσα διά την ευρύτητα των αντιλήψεων αυτής, δια τον υπέρ της Εκκλησίας ζήλον, διά το εκκλησιαστικόν φρόνημα, διά την λιπαράν πείραν."

Με τη δήλωση αυτή ο Μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος αποχαιρέτησε τον Μακαριστό πρώην Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο Βαβανάτσο που μόλις είχε κοιμηθεί στις 25 Οκτωβρίου του 1984 στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης στην οποία και εγκαταβιούσε.

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιάκωβος Βαβανάτσος ήταν μια εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα με ηγετικές, θεολογικές και πνευματικές ικανότητες που όμως πολεμήθηκε από πολιτικούς και έξω εκκλησιαστικούς κύκλους και έμεινε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο μόλις για δώδεκα ημέρες οδηγούμενος σε παραίτηση για «ηθικές παρεκτροπές»! Αλλά ας δούμε ποιος ήταν ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιάκωβος Βαβανάτσος….



Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι Παρνασίδας στις 22 Ιουνίου 1895 και ήταν ο τρίτος γιος του ναυτικού Κωνσταντίνου Βαβανάτσου και της Παρασκευής Ανατσίτου. Στην βάπτιση του πήρε προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου το όνομα του και σεβόταν τον Άγιο σε όλη τη διάρκεια του βίου του. Τα χαρακτηριστικά της αγωνιστικότητας του Αγίου κόσμησαν και τον Γεώργιο Βαβανάτσο από την αρχή της ζωής του. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο Γαλαξιδίου και από μικρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της τοπικής εκκλησίας επηρεασμένος από τον  ιερέα θείο του π. Νικόλαο Σκουτεράκο. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Πειραιά και εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το 1918 χειροτονήθηκε Διάκονος από το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου και το 1923 επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου έγινε Μέγας Αρχιδιάκονος στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου που διέκρινε τα πνευματικά και διοικητικά προσόντα του 28 χρόνου π. Ιάκωβου. Το 1926 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη αναλαμβάνοντας, ταυτόχρονα, καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χριστουπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσύγκελου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δωδεκαετίας 1923 – 1935 είχε επωμισθεί τη διοικητική σπουδή και οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, έργο στο οποίο διακρίθηκε μεριμνώντας για την τελετουργική ομοιομορφία, την ευταξία και τη μόρφωση των κληρικών και την εύρυθμη λειτουργία των ενοριών. Για αυτούς τους σκοπούς οργάνωσε το 1932 το πρώτο Εφημεριακό Συνέδριο στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, συνέστησε Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε το θεσμό των ιερατικών συνάξεων.

 


Για την σπουδαία του δράση η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος τον επιβράβευσε με την εκλογή του στην νεοπαγή Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος, στις Σεπτεμβρίου 1936, η οποία δημιουργήθηκε σε αποσπασθέν έδαφος της υπερμεγέθους τότε αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Οκτωβρίου 1938 στήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου έναντι αυτής του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη. Από την εκκλησιαστική μας ιστορία γνωρίζουμε πως ύστερα από έντονες πολιτικές παρεμβάσεις της Κυβερνήσεως του Ιωάννη Μεταξά η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ακυρώθηκε και με αριστίδην Σύνοδο επιτεύχθηκε η ανάδειξη του Χρυσάνθου ως προκαθημένου. Το γεγονός ότι ο Μακαριστός Ιάκωβος δεν είχε στηρίξει για Αρχιεπίσκοπο τον Χρύσανθο εκλήφθηκε από την Κυβέρνηση και την νέα εκκλησιαστική ηγεσία ως αντιφρονούντας και ανεπιθύμητος και για εκφοβισμό και συνετισμό συρρικνώθηκαν τα εκκλησιαστικά όρια της Μητροπόλεως του. Η επαναφορά των κανονικών ορίων έγινε μετά την παύση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και την ανάληψη της Αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό το 1941. για την ιστορία έστω και σύντομα να τονίσουμε πως οι Αρχιεπίσκοποι Χρύσανθος και Δαμασκηνός ήταν αξιόλογοι Ιεράρχες που όμως τα πολιτικά πάθη της εποχής μερικές φορές τους οδήγησαν σε λανθασμένες αποφάσεις. Γεγονότα που δεν μπορούν να τους στερήσουν την μεγάλη τους προσφορά στην πατρίδα και την Εκκλησία.

 

Το ποιμαντικό έργο που επιτέλεσε ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος ήταν αξιόλογο και εστιάστηκε στην επιμόρφωση του εφημεριακού κλήρου, στην διοικητική και πνευματική οργάνωση της Μητροπόλεως, καθιέρωσε τις ιερατικές συνάξεις, ίδρυσε ομίλους νέων με την επωνυμία "Οδοιπόροι της ζωής", μερίμνησε για την ίδρυση και η οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων. Κατά την ποιμαντορία του δημιουργήθηκαν, αναπαλαιώθηκαν ή ενισχύθηκαν πολλές μονές ενώ συνάμα βοηθήθηκε και η στελέχωσή τους. Ιδιαίτερα στον τομέα του γυναικείου μοναχισμού παρατηρήθηκε ακμή όχι μόνο σχετική με την προσέλευση μοναζουσών και την πληθυσμιακή αύξηση των μονών αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Με την έναρξη του ελληνο – ιταλικού πολέμου η Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος με πρωτοστάτη τον Ποιμενάρχη της Ιάκωβο έγινε ένα καταφύγιο προσφοράς για τους συμπατριώτες μας που πολεμούσαν στα σύνορά μας αλλά και για τις οικογένειες τους που έχαναν τους προστάτες τους αλλά και στα άπορα παιδιά. Οι καλόγριες των γυναικείων μοναστηριών ανέλαβαν την κατασκευή πλεκτών που αποστέλλονταν στους στρατιώτες για την αντιμετώπιση των δύσκολων καιρικών συνθηκών και ταυτόχρονα γυναικείες και ανδρικές μονές φιλοξενούσαν παιδιά με πρόβλημα επισιτισμού και διαβίωσης. Με την ίδια ένταση και χωρίς φόβο ο Μητροπολίτης Ιάκωβος συνέχισε την δράση του και την περίοδο της Κατοχής πιο δυναμικά με την ίδρυση φιλόπτωχων ταμείων και της "Κοινωνικής Αλληλεγγύης" μέχρι τη συνεχή προσωπική παράσταση προς τους κατακτητές για την απόλυση κρατουμένων ή τη διάσωση μελλοθανάτων. Ακόμη βοήθησε τη φυγάδευση και την απόκρυψη αντιστασιακών, παρενέβη δραστικά στην αποτροπή της πυρπόλησης των πόλεων Βίλλια, Μέγαρα, Μαρκόπουλο και Μαραθώνα και της εκτέλεσης κατοίκων τους. Για την δύσκολη εκείνη περίοδο του Ελληνισμού ο ίδιος χρόνια μετά θα δήλωνε: "Η Μητρόπολίς μας παρέμενεν ανοικτή ημέραν και νύκτα παντί τω αιτούντι. Το τηλέφωνον του «επισκόπου» ήτο εις την διάθεσιν των πάντων. Όλη η Κηφισιά, όλη η Αττική και πλείστοι εκ των εν Αθήναις ευρισκομένων, βέβαιοι όντες ότι θα εύρουν λόγον παρηγορίας και συμπαράστασιν και παράστασιν ημών ενώπιον των κατακτητικών αρχών κατέφευγον εις την Μητρόπολιν. Χώροι του Μητροπολιτικού Οίκου εχρησίμευον ως καταφύγια των διωκομένων υπό των κατακτητών... Η Μητρόπολις της Κηφισιάς ουδέποτε εγνώρισε «κλειδαριάν» και σιωπήν. Συνοδοιπορεί μετά των θρηνούντων. Ο «Δεσπότης» είναι ιεράρχης διά τον λαόν του."


Στο διάστημα του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε συχνά σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών και με το εθνικό και εκκλησιαστικό του κύρος προσπάθησε να εμποδίσει εκτελέσεις και βαρβαρότητες. Με ευθύνη πνευματικού πατέρα θα δήλωνε για την σκληρή εκείνη εποχή: : "Και πάλιν οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις των αντιπάλων. Η αντιπαλία, η διαμάχη δια τον Ιεράρχην αλλάσσει πρόσωπον. Η ουσία παραμένει η ιδία. Και πάλιν τα τέκνα του Θεού συλλαμβάνονται και πάλιν η εικών του Θεού ατιμάζεται τόσον εις το πρόσωπον του διώκτου, όσον και του διωκομένου. Διά τον Ιεράρχην όλοι, εν προκειμένω, οι Έλληνες είναι τέκνα του." Η δράση του με την ίδια ένταση και πνευματική ευθύνη συνεχίστηκε και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και πάντα με γνώμονα ενωτικό και πνευματικά κοινωνικό. Στις 8 Ιανουαρίου 1962 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β' (Παναγιωτόπουλος) και αμέσως ο Μητροπολίτης Ιάκωβος πρόβαλε ως ο κατάλληλος Ιεράρχης για να τον διαδεχθεί. Το εκκλησιαστικό του κύρος, η ποιμαντική και θεολογική του κατάρτιση αλλά και η εθνική του δράση (τιμήθηκε με το Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου) ήταν τα εχέγγυα για μια λαμπρή Αρχιεπισκοπική θητεία. Το διάστημα όμως που μεσολάβησε για την εκλογή το διάστημα άρχισαν να εμφανίζονται σε ορισμένες εφημερίδες υπαινικτικά σχόλια για την ιδιωτική ζωή του Μητροπολίτη Αττικής και παράλληλα να κυκλοφορούν προκηρύξεις, εκδιδόμενες από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, με περιεχόμενο υβριστικό και στόχο την υποσκέλιση της υποψηφιότητάς του. Όταν άρχισαν να βγαίνουν στην δημοσιότητα αυτά τα δημοσιεύματα ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος συμπλήρωνε 44 χρόνια μέσα στο ράσο και ποτέ δεν υπήρξε έστω και μία υποψία για το ήθος του. Τώρα που είναι ο κύριος διεκδικητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου σκέφτηκαν κάποιοι κύκλοι το ήθος του! Αλλά για όλα αυτά θα μιλήσουμε στο τέλος του κειμένου μας.

 

Η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, πιεζόμενη από τα παρεκκλησιαστικά κέντρα και παρατηρώντας τις γενικότερες αντιδράσεις, προσπάθησε να αναβάλει την εκλογή αλλά κατόπιν παρέμβασης των Ανακτόρων προς τον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γρηγόριο Κασσιμάτη, η εκλογή ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου 1962. Μία επιπλέον παράμετρος της αντίθεσης της κυβέρνησης προς την υποψηφιότητα Ιακώβου ήταν και η πρόθεσή του για δημιουργία ενός είδους εκκλησιαστικής τράπεζας, που θα διαχειριζόταν την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία έως τότε καταθέτονται τα εκκλησιαστικά κεφάλαια. Υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας ήταν οι Μητροπολίτες Αττικής Ιάκωβος, Καβάλας Χρυσόστομος και Μαντινείας Γερμανός. Ο δημοσιογραφικός θόρυβος σχετικά με το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου αυξήθηκε και τα μέλη των οργανώσεων άρχισαν να προβαίνουν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Παράλληλα κατατέθηκε και μήνυση εναντίον του από τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Γεωργακόπουλο, κληρικό, που αργότερα αποσχηματίστηκε οικειοθελώς. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε την έναρξη ανακρίσεων με υπεύθυνο αρχικά το Μητροπολίτη Ξάνθης Αντώνιο και μετέπειτα το Μητροπολίτη Σιατίστης Διονύσιο. Τη μήνυση του Δαμασκηνού Γεωργακόπουλου ακολούθησε ακόμη μία από τον υποστράτηγο εν αποστρατεία Μπενή-Ψάλτη, στην οποία επικαλούνταν εθνικούς κινδύνους εξ αιτίας της αρχαιρεσίας Ιακώβου. Η Εκλογή του Αρχιεπισκόπου έγινε με μυστική ψηφοφορία εντός του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών -παρουσία του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων-, η οποία και ξεκίνησε στις 09.00 το πρωί της 13ης Ιανουαρίου του 1962. Πραγματοποιήθηκαν δύο ψηφοφορίες, η πρώτη για τον καταρτισμό του τριπρόσωπου ψηφοδελτίου και η δεύτερη της εκλογής. Έξω δε από τον Ναό, που είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος, είχαν αναπτυχθεί δρακόντεια αστυνομικά μέτρα υπό την επίβλεψη του τότε αστυνομικού διευθυντή Θ. Ρακιτζή. Με την έναρξη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος υπέβαλε ένσταση για αναβολή λόγω αφενός του μικρού μεσολαβούντος χρόνου από το θάνατο του μακαριστού Θεόκλητου, αφετέρου για τις πρωτοφανείς κατηγορίες που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Στην απόρριψη της ένστασης εκ μέρους του υπουργού ως «νόμω αβάσιμη», ακολούθησε και δεύτερη από τον ίδιο μητροπολίτη όπως «πρυτανεύσουν οι ιεροί κανόνες και όχι οι νόμοι» όπου και αυτή απορρίφθηκε. Από τη πρώτη ψηφοφορία αναδείχθηκαν υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας οι Μητροπολίτες: Αττικής Ιάκωβος, που έλαβε 32 ψήφους, Καβάλας Χρυσόστομος, (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) που έλαβε 23 ψήφους, και Μαντινείας Γερμανός, που έλαβε 16 ψήφους, ενώ πρώτος επιλαχών ήταν ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων με 14 ψήφους. Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων. Το αποτέλεσμα της εκλογής ανακοινώθηκε στις 14:30 ώρα με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες αρχικά του Καθεδρικού Ναού Αθηνών και στη συνέχεια ομοίως των καθεδρικών ναών της επικράτειας. Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί και στους κόλπους της Ιεραρχίας.

 

Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιανουαρίου υπό ισχυρή αστυνομική φύλαξη. Η αντίθεση κυβέρνησης και Ανακτόρων πάνω στην αρχιεπισκοπική υπόθεση γινόταν εντονότερη με τη συμμετοχή πλέον και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι με πράξεις και παραλείψεις της υποβοήθησε την εκλογή Ιακώβου. Εντωμεταξύ κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια που ήθελαν την κυβέρνηση να προβαίνει σε σύσταση αριστίδην δωδεκαμελούς Συνόδου, η οποία θα εξέλεγε Αρχιεπίσκοπο τον πρωθιερέα των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Αθηναγόρα απέστειλε αντιπροσωπεία ιεραρχών για συνάντηση με το νέο προκαθήμενο, θέλοντας να δείξει τη στήριξή του. Οι λυσσαλέοι λιβελλογράφοι επί ένα δεκαήμερο τροφοδοτούσαν τις εφημερίδες και άλλα έντυπα με αβάσιμα δημοσιεύματα για το ήθος του Μακαριστού Ιακώβου. Δημοσιεύματα που σε πολλές περιπτώσεις, όπως γίνεται ανά τους αιώνες επηρέαζαν φανατικούς και αιθεροβάμονες. Κυβερνητικοί παράγοντες και μητροπολίτες άρχισαν τις πιέσεις στον Ιάκωβο να παραιτηθεί. Κάθε ημέρα που περνούσε οι πιέσεις ήταν ισχυρότερες. Δεν έλειψαν και οι υποστηρικτές του Ιακώβου, οι οποίοι δημόσια τον εγκωμίαζαν. Μεταξύ αυτών και εκλεγμένοι δημοτικοί άρχοντες της Αττικής. Ο Αρχιεπίσκοπος  Ιάκωβος στην αρχή αρνιόταν να παραιτηθεί αναλογιζόμενος όχι το πρόσωπο του που δεν τον ένοιαζε που σπιλωνόταν αλλά το κύρος της Εκκλησίας.

 


Η κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος πέρασε σε νέα, τελική φάση στις  24 Ιανουαρίου 1962 κατόπιν σύσκεψης η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση, όπου αναφερόταν η πρόθεσή της για δημιουργία νέου Καταστατικού Χάρτη με νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε, ότι ο προκαθήμενος της Εκκλησίας θα εκλέγεται από μικτό σώμα κληρικών και λαϊκών και σε περίπτωση διχοστασίας για το πρόσωπο του εκλεγμένου αρχιεπισκόπου, το σώμα αυτό θα μπορεί να κηρύξει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο σε χηρεία .Δικαίωμα, δηλαδή, παύσης του Αρχιεπισκόπου από την πολιτική ηγεσία σε περίπτωση αντιδράσεων προς το πρόσωπό του. Η επέμβαση της Πολιτείας στα θέματα της Εκκλησίας είναι σκανδαλώδεις. Ο Μακαριστός Ιάκωβος θορυβημένος από τις προθέσεις της Κυβερνήσεως και για να μην βλάψει την Εκκλησίας, στις 25 Ιανουαρίου του 1962 συγκαλεί την Ιερά Σύνοδο και υποβάλλει την παραίτηση του. Μετά την παραίτησή του, ο Ιάκωβος αναχώρησε από το παλαιό συνοδικό μέγαρο της οδού Αγίας Φιλοθέης για την Κηφισιά. Το πρωί της ίδιας ημέρας, 300 ιερείς της Αττικής εξέφρασαν την συμπαράστασή τους στον Ιάκωβο. Η κρίση λύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1962 με την εκλογή του Μητροπολίτου Καβάλας Χρυσοστόμου ως Αρχιεπισκόπου, ο οποίος ενθρονίστηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1962 και συγκάλεσε σε πανηγυρική συνεδρίαση την Ιερά Σύνοδο στις 22 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. Πάντως το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στις 4 Απριλίου του 1962 εξετάζοντας 70 μάρτυρες, αθώωσε παμψηφεί τον παραιτηθέντα Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Η περιπέτειες όμως του Μακαριστού Ιακώβου δεν έχουν τέλος!.... 


Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο. Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος επισκέφθηκε τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής γιατί οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της "επαναστάσεως". Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την παραίτηση και φημολογήτει πως είπε στον Σπαντιδάκη «Εγώ έχω και δίνω λόγω στη Σύνοδο, εσεις να επιστρέψετε στους στρατώνες. Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67, με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του. Ακόμα θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη, που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του "υπουργικού συμβουλίου". Παρά τις προσωπικές διώξεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμπαραστάθηκε ενεργά στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους από τη Χούντα και σε προσωπικότητες της αντίστασης. Συνάμα στήριξε και τους νέους της οργάνωσης "Ρήγας Φεραίος", που οδηγήθηκαν σε δίκη το 1971. Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) το 1973, επισκέφθηκε τον Ιάκωβο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας) και του ζήτησε τη στήριξή του προκειμένου να προωθηθεί στην ηγεσία της Εκκλησίας. Οι δύο τους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και ο Ιάκωβος τον είχε βοηθήσει να εκλεγεί Μητροπολίτης Άρτης και αργότερα Ιωαννίνων. Ανταποκρινόμενος στην παράκλησή του δέχτηκε να κάνει ότι ήταν δυνατό από μέρους του και του έδωσε κατευθύνσεις για την έξοδο από την εκκλησιαστική κρίση. Η άνοδος Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δημιούργησε στον Ιάκωβο την προσδοκία αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Αττικής. Ούτε, όμως, η νέα διοίκηση τον απεκατέστησε εξ αιτίας των αντιδράσεων των στρατιωτικών, οι οποίοι διατηρούσαν ακόμη την πολιτική εξουσία. Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του (βάσει του Α.Ν. 214/67) δεν επιτράπηκε η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής.

 


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ι. Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας την οποία αγάπησε και οι μοναχές τον αγάπησαν ως πνευματικό τους Πατέρα. Κοιμήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1984 στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας, η κηδεία του τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ ενώ συμμετείχαν πολλοί αρχιερείς της ελλαδικής και άλλων εκκλησιών. Ο τάφος του βρίσκεται στη Μονή Παναγίας Φανερωμένης. Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιάκωβος Βαβανάτσος έχει μείνει στην ιστορία ως ο Αρχιεπίσκοπος των δώδεκα(12) ημερών, όσες και η θητεία του στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ασφαλώς ένας χαρακτηρισμός που τον αδικεί γιατί ήταν ένας αξιόλογος Ιεράρχης που αν θήτευε κανονικά στον θρόνο της Αρχιεπισκοπής ίσως πολλά μετέπειτα ιστορικά γεγονότα η Εκκλησία να τα είχε αποφύγει. Έτυχε σε κακή συγκυρία ιστορική και πλήρωσε την ανάμειξη της πολιτείας στα εκκλησιαστικά θέματα και τον ανταγωνισμό της τότε Κυβερνήσεως Καραμανλή με το Παλάτι. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, κατά την γνώμη μας, και οδήγησε την Κυβέρνηση στην απόφαση για την έξωση του από τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν ο στόχος του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου να καταστήσει την Εκκλησία οικονομικά αυτάρκης. Για τα ηθικά παραπτώματα και μόνο το γεγονός πως είχαν «πέραση» μόνο για έξι ημέρες, όσες ήταν Αρχιεπίσκοπος νομίζω πως αυτό τα αποδεικνύει όλα. Σε όλο τον υπόλοιπο Εκκλησιαστικό του βίο και πριν γίνει Αρχιεπίσκοπος και μετά όλοι μιλούσαν για έναν αξιόλογο κληρικό και Ιεράρχη.

 


Ο Μακαριστός Ιάκωβος αναπαύεται έξω από το Καθολικό της Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας ως υπόμνηση για όλους εμάς τους ζώντες, ταπείνωσης, υπομονής στην αδικία και αγάπης. Και από το Θεό γεύεται τους καρπούς των αγώνων του αδιάκοπα!....


Πηγές - Βοηθήματα: https://el.wikipedia.org

https://www.despotato.eu/afieroma/arxiepiskopos-athinon-iakovos-vavanatsos-meros-a

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου