Το γλυπτό της φωτογραφίας είναι ένα εξαιρετικό έργο τέχνης
από έναν σπουδαίο νεαρό Σλοβένο γλύπτη τον Martin Hudacek, ο οποίος το ονόμασε : « Στο παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ…».
Ο Martin Hudacek περιγράφει ὁ ίδιος για το έργο του: «Κύριος σκοπός μου στη δημιουργία
αυτού του γλυπτού ήταν, όχι να γίνω διάσημος, άλλα για να φανεί η σημαντική αξία
της ανθρώπινης ζωής και την ανάγκη για την προστασία της, ακόμα από τη σύλληψη».
Το έργο αυτό είναι μοναδικό με μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η μάνα φαίνεται
γονατιστή και μετανιωμένη με αιμάτινες αποχρώσεις που φανερώνουν τον πόνο που
προξένησε και το παιδί διάφανο αποτυπώνοντας την απουσία ύπαρξης από την απόφαση
της μάνας που όμως την έχει συγχωρέσει και της το δείχνει με ένα χάδι.
Το 1973 ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος δίνει αμνηστία
στον Αλέκο Παναγούλη που έγκλειστος στην φυλακή ύστερα από την απόπειρα κατά
του δικτάτορα βασανίζετε άγρια και απάνθρωπα. Μετά την αποφυλάκιση του, μια Ιταλίδα
δημοσιογράφος η Οριάνα Φαλάτσι σπεύδει αμέσως να του πάρει συνέντευξη. Ο Παναγούλης
και η Οριάνα θα ζήσουν έναν μεγάλο και δυνατό έρωτα που δυστυχώς το τέλος του
θα έρθει νωρίς και είναι τραγικό. Το
1976, ο Παναγούλης, χάνει τη ζωή του με το μοιραίο Mirafiori -το αυτοκίνητο που
η Οριάνα του αγόρασε- μετά από μία περίεργη και ανεξιχνίαστη καταδίωξη.
Χρόνια μετά η Φαλάτσι θα γράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο: «Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ». Ένας σπαρακτικός μονόλογος -ένα ημερολόγιο ή γράμμα-μιας μάνας που αγαπά υπερβολικά το έμβρυο που φέρει στην κοιλιά της. Η Φαλάτσι μένει έγκυος, περιμένει τον καρπό του έρωτά της με τον Αλέκο Παναγούλη. Είναι όμως νέα, ανύπαντρη, μια σύγχρονη, άθεη καριερίστα, που πέρασε ταραγμένα παιδικά χρόνια, αμφισβητεί το θεσμό της οικογένειας, τις δομές της κοινωνίας, τη φιλία, το αύριο. Καλείται, λοιπόν, να αποφασίσει για τη μοίρα του "μωρού" που βρίσκεται μέσα της. Να φέρει στον κόσμο αυτή τη νέα ζωή ή όχι; Δυσκολεύεται να αποφασίσει και αμφιταλαντεύεται συνεχώς. Τα συναισθήματά της περνούν διάφορες διακυμάνσεις. Η χαρά που διαδέχεται το θυμό, η λύπη αναμεμιγμένη με την αγωνία. Κι εκεί που νομίζει πως έχει καταφέρει να ισορροπήσει, όλα ανατρέπονται. Σε αυτό το ταξίδι της εγκυμοσύνης που τελειώνει άδοξα, η Οριάνα, συναντά κι άλλους ανθρώπους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τη συμβουλεύουν να μην κρατήσει το μωρό της και να οδηγηθεί σε τεχνητή άμβλωση. Ένα σπαρακτικό κείμενο επίκαιρο όσο ποτέ.
Από αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο που δείχνει την εσωτερική μάχη της Φαλάτσι με τον εαυτό της αλλά και με τις κοινωνικές συμβάσεις διαβάζουμε μοναδικά έναν διάλογο με το έμβρυο: « Σου είπα ήδη ότι δεν σε χρειάζομαι. Αλλά θα σε μεγαλώσω, είτε σ` αρέσει, είτε όχι. Θα σου επιβάλω την ίδια υπεροψία που επιβλήθηκε και σ` εμένα, στους γονείς μου, στους παππούδες μου, στους παππούδες των παππούδων μου· μέχρι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που γεννήθηκε από ανθρώπινο πλάσμα, είτε του άρεσε, είτε όχι. Ίσως αν του ή της ζητούσαν να επιλέξει, να φοβόταν και να έλεγε "Όχι, δεν θέλω να γεννηθώ". Μα κανείς δεν ζήτησε τη γνώμη του και έτσι γεννήθηκε και έζησε και πέθανε, αφού έφερε στον κόσμο ένα ακόμα ανθρώπινο πλάσμα από το οποίο δεν ζήτησε να επιλέξει, και αυτό με τη σειρά του έκανε το ίδιο, επί εκατομμύρια χρόνια μέχρι εμάς, και κάθε φορά ήταν η ίδια υπεροψία, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχαμε. Κουράγιο, μικρό μου. Νομίζεις ότι ο σπόρος ενός δέντρου δεν χρειάζεται κουράγιο, όταν τρυπάει τη γη και φυτρώνει; Αρκεί μια ριπή του ανέμου για να τον ξεριζώσει, το ποδαράκι ενός ποντικού για να τον τσακίσει. Κι όμως, φυτρώνει και αντιστέκεται και μεγαλώνει ρίχνοντας κι άλλους σπόρους. Και γίνεται ένα δάσος. Αν μια μέρα φωνάξεις "Γιατί με έφερες στον κόσμο, γιατί;", θα σου απαντήσω: "Έκανα αυτό που κάνουν και έκαναν τα δέντρα για εκατομμύρια εκατομμυρίων χρόνων πριν από μένα, και πίστευα ότι έκανα καλά".
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο: «…Εδώ έξω, αντίθετα θα έχεις χίλια αφεντικά. Κι εγώ θα είμαι το πρώτο αφεντικό σου, μια και θα σου επιβάλω, άθελά μου και δίχως καν να το συνειδητοποιώ, εκείνα που για μένα είναι σωστά, αλλά όχι και για σένα. Να, ας πούμε, αυτά τα όμορφα παπουτσάκια. Εγώ τα βρίσκω ωραία, εσύ όμως; Θα φωνάξεις, θα ουρλιάξεις, όταν θα σου τα φορέσω. Θα σου φέρουν απόγνωση, είμαι βέβαιη. Μα εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα στα φορέσω, επιμένοντας ότι δίχως αυτά θα κρυολογήσεις. Κι εσύ σιγά-σιγά, θα συνηθίσεις. Δαμασμένο θα φτάσεις στο σημείο να υποφέρεις όταν δεν θα τα φοράς. Και αυτή θα ναι η αρχή μιας ατέλειωτης αλυσίδας καταναγκασμών. Κι εμένα θα με θεωρείς τον πρώτο κρίκο της, μια που δε θα μπορείς να ζήσεις χωρίς τη βοήθειά μου. Εμένα που θα σε θρέφω, εμένα που θα σε ντύνω, εμένα που θα σε πλένω, εμένα που θα σε παίρνω στην αγκαλιά μου. Έπειτα θ’ αρχίσεις να περπατάς μόνο σου, να τρως μόνο σου, ν’ αποφασίζεις μόνο σου που θα πας και πότε θα πλυθείς. Τότε θα ξεπηδήσουν νέοι καταναγκασμοί. Οι συμβουλές μου. Οι διδασκαλίες μου. Οι παραινέσεις μου. Ο ίδιος σου ο φόβος μήπως με κάνεις να πονέσω, αν πράξεις διαφορετικά από ότι σε δίδαξα. Και θα σου φανεί ατέλειωτος ο καιρός, ώσπου να σ’ αφήσω να φύγεις, σαν τα πουλιά που τα διώχνουν από τη φωλιά οι γονείς τους μόλις μάθουν να πετάνε. Μα θα έρθει επιτέλους η στιγμή που θα σ’ αφήσω να φύγεις, να διασχίσεις μόνο σου το δρόμο, με κόκκινο φως. Και μάλιστα θα σε σπρώξω. Χωρίς η πράξη μου ν’ αυξήσει την ελευθερία σου, μια και θα σε δένει μαζί μου η σκλαβιά της τρυφερότητάς μου, η σκλαβιά της μεταμέλειάς σου. Είναι αυτό που ονομάζεται καμιά φορά σκλαβιά της οικογένειας.”
Η Φαλάτσι παίρνει την απόφαση να διακόψει την κύηση και
συνεχίζει τον μονόλογο της: « Θα πρέπει να το πάρω απόφαση. Θα ήταν
αδιανόητο να σκοτώσεις εσύ εμένα, για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Έχω ακόμα τόσα πράγματα να κάνω. Εσύ δεν τα
άρχισες ποτέ, εγώ όμως ναι. Πρέπει, λόγου χάρη, να αναπτύξω την καριέρα
μου, και να αποδείξω ότι δεν είμαι λιγότερο άξια από έναν άντρα. Πρέπει να
πολεμήσω τις ανέσεις που προσφέρουν τα "θαυμαστικά", και να καταφέρω
τους ανθρώπους να υποβάλλουν στον εαυτό τους περισσότερα ερωτήματα. Πρέπει να
σβήσω τον οίκτο μου για το άτομό μου, να πεισθώ ότι ο πόνος δεν είναι το αλάτι
της ζωής. Το αλάτι της ζωής είναι η
ευτυχία, και η ευτυχία υπάρχει, είναι η ίδια η αναζήτηση της ευτυχίας.
Και πρέπει ακόμα να ξεδιαλύνω το μυστήριο που λέγεται αγάπη. Όχι εκείνη που τη γεύεται κανείς στο κρεβάτι, με τη
σωματική επαφή. Εκείνη που
ετοιμαζόμουνα να γνωρίσω μαζί σου. Μού λείπεις, παιδάκι. Μού λείπεις όσο θα μού έλειπε ένα χέρι, ένα
μάτι, η φωνή: κι όμως μού λείπεις
λιγότερο από χτες, λιγότερο από σήμερα το πρωί. Από πάνω μου υπάρχει ένα
λευκό ταβάνι και δίπλα μου, μέσα σ` ένα
ποτήρι, είσαι εσύ. Δεν ήθελαν να σε δω, μα κατάφερα να τους πείσω,
λέγοντάς τους πως ήταν δικαίωμά μου. Κι έτσι σε τοποθέτησαν εκεί, μ` έναν
μορφασμό αποδοκιμασίας. Επιτέλους σε
βλέπω.
Και κλείνει τον συγκλονιστικό μονόλογο της: «Αλήθεια, κάνει κρύο
τώρα, και το λευκό ταβάνι είναι κατάμαυρο. Αλλά εμείς φτάσαμε πια:
να η μανόλια. Κόψε ένα λουλούδι. Εγώ δεν το κατάφερα ποτέ, εσύ όμως θα
μπορέσεις. Σήκω στις μύτες των ποδιών, τέντωσε το χέρι σου, έτσι μπράβο. Μα πού πήγες; Ήσουνα εδώ, με στήριζες, ήσουνα
μεγάλο, ήσουνα άντρας. Και τώρα χάθηκες. Υπάρχει μόνο ένα ποτήρι
με οινόπνευμα, που μέσα του πλέει κάτι που δεν θέλησε να γίνει άντρας, γυναίκα,
κάτι που δεν το βοήθησα να γίνει άντρας, γυναίκα. Για ποιό λόγο έπρεπε να το
κάνω, με ρωτάς, για ποιόν λόγο έπρεπε κι εσύ να το θελήσεις; Μα γιατί η ζωή
υπάρχει, παιδάκι! Και λέγοντας πως η ζωή υπάρχει, έπαψα να κρυώνω, έφυγε ο
ύπνος... νιώθω πως η ζωή είμαι εγώ. Κοίτα, ανάβει κάποιο φως. Ακούγονται φωνές.
Κάποιος τρέχει, φωνάζει, απελπίζεται. Μα κάπου αλλού γεννιούνται χίλια, εκατό
χιλιάδες παιδάκια, μανάδες και πατεράδες των μελλοντικών παιδιών: η ζωή δεν
έχει ανάγκη εσένα ή εμένα. Εσύ είσαι νεκρό. Ίσως να πεθάνω κι εγώ. Αλλά δεν
έχει σημασία. Γιατί η ζωή δεν πεθαίνει.»
Χιλιάδες γυναίκες
προσφέρουν θυσία τα αγέννητα παιδία τους στο βωμό μιας εγωκεντρικής χειραφέτησης
και μιας αδιάφορης και σκληρής κοινωνίας. Σε μια σύγχρονη και σε διάρκεια
γενοκτονία που ευθύνες έχουμε όλοι, κρυμμένοι και καλυμμένη από την αδιάφορη
αυτάρκεια μας. Η ζωή όμως κάποτε θα φέρει τα «ίσα». Και πρέπει να δώσουμε το δικαίωμα
στη ζωή σε αυτά που το δικαιούνται, στα έμβρυα.
Ο Martin Hudacek, ο Σλοβένος γλύπτης με το συγκλονιστικό του γλυπτό δείχνει το νεογέννητο παιδί να συγχωρεί τους «δήμιους του». Αυτό δεν πρέπει να μας εφησυχάζει. Από την άλλη η Οριάνα Φαλάτσι, «φεύγει» από τη ζωή στα 76 της χρόνια, σ` ένα νοσοκομείο της Φλωρεντίας...χτυπημένη από τον καρκίνο....Είναι 15 Σεπτεμβρίου 2006 κι εκείνη πηγαίνει να συναντήσει το "Παιδί Που Δεν Γεννήθηκε Ποτέ"...
Δεν αρκούν τα δάκρια, η συγνώμη και η συγχώρεση πια. Πρέπει να
δώσουμε στα παιδιά το δικαίωμα στην γέννηση τους, στη ζωή τους, στο φώς του
δικού τους ήλιου. Γιατί ένα παιδί μπορεί να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο. Ας
πολεμήσουμε τις στρεβλώσεις. Ο αγώνας είναι δύσκολος και επίπονος. Μα στο τέλος
γεννιέται πάντα η ελπίδα…
Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου