Γιῶργος Καστρινάκης
Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ
θεμελιώδης δυνατότητα ποὺ παραχώρησε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Ἂς
θυμηθοῦμε τὰ πρῶτα λόγια Του μέσα στὸν Παράδεισο: Ἔχετε τὴ δυνατότητα νὰ
τραφεῖτε ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ κήπου. Γιὰ νὰ συμπληρώσει τὴν ἴδια
στιγμὴ: Ἀπὸ ἕνα, συγκεκριμένο, ὅμως δένδρο σᾶς καλῶ νὰ μὴν τραφεῖτε. Ὁ
Θεὸς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θέτει ἐνώπιον τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς ἕνα ὅριο. Ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι αὐτὸ τὸ ὅριο π ε ρ ι ο ρ ί ζ ε ι τὴν ἐλευθερία. Συμβαίνει, ὅμως, πράγματι ἔτσι; Ἂς ἀνα-κρίνουμε:
Θὰ ἀντιληφθοῦμε προφανῶς σὲ τί συντελεῖ τοῦτο τὸ ὅριο ἄν, πρὸς στιγμήν, ἀναλογισθοῦμε τί θὰ συνέβαινε ἐὰν αὐτὸ δ ὲ ν
ὑπῆρχε. Ἄν, δηλαδή, ὁ Θεὸς ὅριζε ὅτι ὅλες οἱ ἀποφάσεις ἔχουν τὸ ἴδιο
ἀντίκρυσμα, ὁπότε ἡ ἐλευθερία μας δὲν θὰ συναντήσει ποτὲ κανένα δίλημμα
στὴν ἐκδήλωσή της. Μὰ τότε, ἡ ἀνθρώπινη πράξη δ ὲ ν θ ὰ μ π ο ρ ο ῦ σ ε ν ὰ π ε ρ ι κ λ ε ί σ ε ι κ α ὶ κ α ν έ ν α ν ό η μ α. Ἐάν, εἴτε τὸ Α εἴτε τὸ -Α (μεῖον Ἄλφα) ἔχουν τὴν ἴδια βαρύτητα, τότε ἡ ὕπαρξη δὲν ἔχει κανένα Σκοπό − μὰ τότε καὶ καμμιὰ σημασία. Ἁπλῶς ὑ π ά ρ χ ε ι γ ι ὰ ν ὰ ὑ π ά ρ χ ε ι.
Κάτι ἀκόμα χαρακτηριστικώτερο: Μὴ ἔχοντας νόημα ἡ ζωή, δὲν θὰ ἀπέμενε
κανένα νόημα καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἐλευθερία... Μποροῦμε λέω νὰ
ὑποψιαστοῦμε ὅτι ἂν καμμία ἐπιλογὴ δὲν διακρινόταν ἀπὸ τὶς ἄλλες ὡς πρὸς
τὴν ὑπόστασή της, τὴν Ἐλευθερία δὲν θὰ τὴν εἴχαμε ἐπ' οὐδενὶ ὑπ' ὄψη
μας − δὲν θὰ τὴν εἴχαμε ἐπινοήσει οὔτε, κἄν, σὰ λέξη!
Τὸ Ὅριο, λοιπόν, δὲν καταργεῖ − οὔτε περι-ορίζει τὴν Ἐλευθερία: σὲ μιὰ διαμοιβὴ συναρπαστικὰ ἀντιφατική, τὸ ὅ ρ ι ο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἱ δ ρ ύ ε ι τὴν ἐλευθερία μας!
Φυσικά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ κ α ὶ ὁ κόσμος, ἀπ’ τὴν πλευρά του, νὰ μὴ θεσπίσει ἕνα ὅριο: Πρόκειται γιὰ τὸ γνωστὸ δόγμα «ἡ ἐλευθερία μου σταματᾶ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ ἐλευθερία τοῦ ἄλλου». Πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο; Πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνονται ὅλα νὰ ἐπιτρέπονται.
Ἡ εὐχαριστιακὴ βιοτή, ἐπὶ τούτου, ἔχει νὰ προσκομίσει μία διαφορετικὴ παρατήρηση − ἂς τὴ θυμηθοῦμε διὰ ρήσεως τοῦ Ἀποστολου Παύλου: Πάντα μοι ἔξεστι. Ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει. Ἡ σήμανση τοῦ ὁρίου ἐκ μέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἔχει νὰ κάνει μὲ μιὰ βαθύτερη ἀνθρωπολογία, − ἐντελέστερη, οὐσιαστικά, ἀνθρωπογνωσία ἢ μᾶλλον φιλανθρωπία διορατικότερη.
Ἡ ἐνδοκοσμικὴ κατανόηση, ὡστόσο, δείχνει ἀμετάπιστα προσανατολισμένη στὴν ἐκδοχὴ «ἐλευθερία εἶναι νὰ κάνω ὅ,τι θέλω».
Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη πρόοδος, μάλιστα, αὐτερμηνεύεται ὡς μιὰ ἀλληλουχία
«ἀπελευθερώσεων», μιὰ ἐξέλιξη ἀκατάπαυστης διάρρηξης ὁρίων − ποὺ θὰ πεῖ, ὡς ἐντελέχεια καταργήσεως κ ά θ ε ὁρίου.
Παραμένοντας τραγικὰ ἀνυποψίαστη, ἐν τούτοις, ὅτι κάθε
προτροπὴ «ἀπελευθέρωσης» συνιστᾶ μόνο ἕναν ἐπιφανειακὸ ἀντιπερισπασμὸ
πρὸς τὴ μόνη ἀπελευθέρωση πού, πραγματικά, μᾶς ἀφορᾶ καὶ μᾶς τέμνει: τὴν
ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Στὸν πυρήνα της, ἡ ἐπιδίωξη νὰ μὴν ὑπάρχουν
ὅρια διαθλᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴν ὑπάρχει θάνατος. Γι' αὐτὸ καί, κατὰ
βάθος, ἰσχύει ὡς ἐπιδίωξη πηγαία. Μὲ κατεσταλμένο, ὅμως, τὸν ἀληθινό της
πόθο (ἀποσυσχετισμένη ἀπὸ τὴ νοσταλγία τῆς ὀγδόης ἡμέρας) ἐκπροσωπεῖ,
ἁπλῶς, μιὰ ἀπελπισμένη ἔφοδο στὴν ἀνυπαρξία.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι: μπροστὰ στὸ ζωτικὸ αὐτὸ ζητούμενο
τῆς ἀτελεύτητης ὑπερακοντίσεως ὁρίων, ἡ Ἐκκλησία πῶς ἀποκρίνεται;
Ἀποκρίνεται, ἐν παντὶ χρόνῳ καὶ τόπῳ, ἀναβαπτίζοντας στὶς πηγὲς τῶν
σημασιῶν τὴν ἐλευθερία μας: Θὰ ὑπερβοῦμε τὰ ὅρια. Μὰ δ ι ὰ μ έ σ ο υ ὁρίων!
Ἔτσι ὅπως ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς εἶχε σώσει χωρὶς ὁ Ἴδιος νὰ περάσει ἀπ' τὸ ὅριο τοῦ θανάτου − κι ὅμως δὲν τὸ προέκρινε. Διότι μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ εἶχε φοβηθεῖ τὸ θάνατο θὰ ἀπέβαινε μιὰ ἔμφοβη: μιὰ μικρότερη ζωή.
Κατὰ τὴ ἴδια ἔννοια, μιὰ ἐλευθερία ποὺ ἀρνεῖται νὰ τηρήσει ὁποιοδήποτε ὅριο, δηλαδὴ μιὰ ἐλευθερία ποὺ δ ὲ ν ἀ ν α γ ν ω ρ ί ζ ε ι κ α ν έ ν α δ ί λ η μ μ α , εἶναι ἡ ἐλευθερία μιᾶς ὕπαρξης ποὺ κ α τ α ν ο ε ῖ μ ο ν ο σ ή μ α ν τ α τὸν ἑαυτό της − μ' ἄλλα λόγια, μιᾶς ὕπαρξης ποὺ βιώνει μιὰ μικρότερη βιοτή. Εἶναι, ἐν τέλει, μιὰ ἐλευθερία νεκρή.
Ἀξίζει νὰ προσέξουμε, μάλιστα, ὅτι διανύουμε τὴν
ἱστορικὴ φάση κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἐκδοχὴ τῆς ἐλευθερίας ἐκείνη ποὺ
θεμελιώνεται πάνω στὴ ματαίωση τοῦ νοήματος, ἀποκομίζει τοὺς καρποὺς ποὺ
τῆς ἀναλογοῦν. Τὸ κόστος τῆς ἐντρύφησης στὸ κ ε ν ό , προβαίνει συνήθως στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ὄψη τῆς π λ ή ξ η ς. Μὰ ἡ Πλήξη ἀκριβῶς συνιστᾶ τὴν καθολικώτερη Κατηγορία − τὴν πιὸ διαδεδομένη κατάσταση − τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Ἡ Ἱστορία σπαράζει ἀπὸ ἀνία, διαπιστώνουμε, τόσο ὀδυνηρότερα ὅσο ἐπιδεικτικώτερα ἀγνοεῖ τὰ ὅρια.
Ὅσο ἀντινομικό − λοιπόν − κι ἂν ἀκούγεται, τὸ no limits πού, ὡς σύνθημα, κυριαρχεῖ στὰ life style περιοδικά, στὴν πραγματικότητα ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἀ γ ω ν ι ώ δ η ἔ κ κ λ η σ η γ ι ὰ τ ὸ ἀ ν τ ί θ ε τ ο !
Εἶναι ἐμφατικὰ χαρακτηριστικὸ πὼς ὅταν, πρὸ ἐτῶν, σὲ μιὰ ἐκπομπὴ τῆς ἑλληνικῆς κρατικῆς τηλεόρασης μὲ θέμα «τὸ γυμνὸ στὴν τέχνη»,
ὁ διευθυντὴς ἑνὸς περιοδικοῦ ποὺ στήριξε πρωταρχικὰ τὴν κυκλοφορία του
στὴν ἐπίδειξη γυμνῶν σωμάτων, ρωτήθηκε «γιατί» ἐπιλέγει ἔτσι, ἀπάντησε
ἀπολύτως ἀνυποψίαστα: «Γιὰ τρεῖς λόγους. Ὁ πρῶτος: γιὰ νὰ αἰφνιδιάσω. Ὁ δεύτερος: γιὰ νὰ ἐπιφέρω ἀνατροπή. Καὶ ὁ τρίτος: γιὰ νὰ προκαλέσω!» Ἀνυποψίαστος, γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἴδια ἡ θεώρησή του (ἡ τριπλή, ἐτούτη, ἀναδιατύπωση ἑνός, καὶ δὶς ξανὰ τοῦ αὐτοῦ, μηνύματος) π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ε ι τὴν ζωτικὴ λαχτάρα τοῦ Ὁρίου: μιᾶς, ὁποιασδήποτε, ἀπαγόρευσης,
ποὺ τὸ ἀκροζύγισμα ἐνώπιόν της θὰ ξαναθυμίσει, πρὸς στιγμήν, στὸ χρόνο
ὅτι μπορεῖ αὐτὸς κάποτε καὶ νὰ μὴν ξετυλίγεται γραμμικός! Ὁ ἄνθρωπος
αὐτός, ἂς δοῦμε, νοιώθει εὐτυχὴς γιὰ τὸ ὅτι βρίσκει ἀ κ ό μ α ὅρια ποὺ θὰ παραβιάσει. Μένοντας ἀνήμπορος νὰ ἀναλογισθεῖ ὅτι ἐὰν εἶχε… ἀξιωθεῖ νὰ ἀποκομίσει τὸν κόσμο τῶν ὀνείρων του − ἕναν κόσμο «χωρὶς ὅρια» − ἡ
καθημερινότητά του δὲν θὰ ἐντόπιζε, πιά, κανέναν ἀπολύτως λόγο γιὰ νὰ
φυλάσσεται ζωντανή. Ἀνήμπορος ν' ἀναλογισθεῖ, ἀκόμα, πὼς ἕνα περαιτέρω ὅριο ποὺ βιάζεται − μετὰ ἀπὸ ἕναν στιγμιαῖο περισπασμὸ ἐνδιαφέροντος − σημαίνει,
εὐθὺς ἀμέσως, κατάδυση τῆς ὕπαρξης σὲ ἔτι βαθύτερα πελάγη ἀμηχανίας, σὲ
ἔτι ἀχανέστερες τοπιογραφίες ἀπουσιῶν. Μὲ μιὰ φράση: Ἀνήμπορος νὰ
συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἱστορία τῆς «πλήξης» − εἰδικὰ στὸ χῶρο τοῦ δυτικοῦ μεταχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ − συμπίπτει, ἀκριβέστατα, μὲ τὴν ἱστορία τῆς «ἀπελευθέρωσης».
Ἂς συνοψίσουμε: Ἡ καταφατικὴ αὐτοσυνειδησία (ἤρθαμε στὴ ζωὴ γιὰ νὰ προφέρουνε ἕνα ναί) τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, θεσπίζοντας ὅρια δὲν δυναστεύει τὸν κόσμο: Μεταγγίζει τὸ νόημα − δηλαδὴ αἱμοδοτεῖ μὲ ἕνα, ἀκαταπαύστως ἀνανεώσιμο, ἐνδιαφέρον τὸν κόσμο.
Ἐπὶ πλέον μάλιστα τὸν ἀπονέμει στὴν ἐλευθερία του.
πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Ευθύνη" τχ. 25 Σεπ.-Οκτ. 2014
πηγή: Αντιφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου