Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη*
Εάν ο θεϊσμός είναι παραγκωνισμός ή και συνεργασία του ανθρώπου με τον Θεό, ο αθεϊσμός αναδύεται ως απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη, ως κατά τ΄ άλλα βιώσιμη κατάφαση στην αναγκαιότητα των ανθρώπινων επιτευγμάτων[1]. Είναι κοινά αποδεκτό σήμερα, ότι ο αθεϊσμός τοποθετεί στη θέση της θεολογίας και του Θεού τον άνθρωπο και μέσω μιας ανθρωπολογικής ερμηνείας της θρησκείας προτάσσει την προτεραιότητα του ανθρωπολογικού στοχασμού έναντι της θείας υπερβατικότητας.
Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο Feuerbach, «η εκθρόνιση του Θεού είναι προϋπόθεση και μέσον για την ενθρόνιση και καταξίωση του ανθρώπου»[2], καταξίωση την οποία φαίνεται παράδοξα ν΄ αποδυναμώνει και να απομυθοποιεί η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και η άκριτα αλματώδης επιστημονική πρόοδος. Η «καταξίωση» του ανθρώπου, κάθε μορφή διασκέδασης και ψυχαγωγίας, αποποιήθηκε του κοινωνικού και διαπροσωπικού χαρακτήρα της και κατάντησε ατομική υπόθεση και μοναχική απόλαυση.
Οι εξελίξεις στο χώρο είναι πραγματικά κατακλυσμιαίες. Ο άνθρωπος ως οντολογική υπόσταση χάνει κάθε αξιολογική αναφορά στο πρόσωπό του από το «πλέγμα της κατευθυνόμενης χειραγώγησης των μαζών»[3]. Η κυριαρχία της ¨υποκουλτούρας¨ προωθεί την «ακοινωνησία και την απομόνωση»[4], υπό την επίπλαστη ψευδεπίφαση ότι οτιδήποτε ακούγεται και γράφεται είναι άξιο της προσοχής μας χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς. «Στην εποχή που πρυτανεύουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας βασιλεύει η ατομική μοναξιά, ο άνθρωπος νιώθει αποξενωμένος και ζει αλλοτριωμένος. Σήμερα πια που εκμηδενίστηκαν οι αποστάσεις, με την τηλεφωνική συσκευή και την τηλεόραση, εξαφανίστηκε η προσωπική επικοινωνία»[5]. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυριαρχία της τεχνολογίας έχει μετασχηματιστεί σε ¨τεχνοπώλειο¨ ή σε «ολοκληρωτική τεχνοκρατία»[6], με την ταυτόχρονη υποταγή όλων των πολιτιστικών μορφών και αρχών στην «υπέρτατη αρχή της τεχνικής και της τεχνολογίας»[7].
Όμως, «ο Λόγος σάρξ εγένετο και σκήνωσεν εν ημίν , πλήρης χάριτος και αληθείας»[8]. Η ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού αποτελεί αποφασιστικό , οντολογικό έναυσμα και αφετηρία για μια ουσιαστική ορθόπρακτη και όχι φιλοθέωρη ¨κοινωνία¨ κάθε ανθρώπινου προσώπου με τους συνανθρώπους του και με την κτίση ολόκληρη. Η παρουσία του Λόγου του Θεού σηματοδοτεί την αποκατάσταση της αγάπης με χαρακτήρα παγκόσμιο, την εξύψωση της ενιαίας ανθρώπινης φύσης στη σφαίρα του επουρανίου και υπερβατικού. Η άλλοτε αλλοτριωμένη ανθρωπότητα εγκαινιάζει την επάνοδό της στην ¨εν Χριστώ κοινωνία μετά της Παναγίας Τριάδος¨.
Στα πλαίσια της Ορθόδοξης ¨Οικουμενικής Επικοινωνίας¨ η παγκοσμιοποίηση μεταμορφώνεται χαρισματικά σε παγκοσμιότητα, η επικοινωνία σε κοινωνία, η κουλτούρα σε πολιτισμό και η ατομοκεντρική αυτοδιάθεση ενός εκάστου σε υπόσταση και πρόσωπο, όπως άλλωστε εξ αρχής ήταν. Η διαφοροποίηση και υπέρβαση της Ορθόδοξης θεολογίας έγκειται στο ότι « η θεμελιώδης βάση της είναι ¨προσευχητική¨, οντολογικώς πνευματική και ¨υπερβατικά ενσαρκώσιμη¨, ακριβώς γιατί η ύψιστη αναγωγή της δεν γίνεται στην αφηρημένη ιδεοκρατία αλλά στη σάρκωση»[9]. Με άλλα λόγια, η υπεροχή που κομίζει η ¨Επικοινωνιακή Θεολογία¨, πέραν του ότι εξαίρεται ως κοινωνία ύψιστης και θυσιαστικής αγάπης προς τον κόσμο, εστιάζει την αγιαστική δυναμική της στη διατήρηση της πνευματικής χροιάς της οντότητας κάθε προσώπου, αποστασιοποιημένη από την άμορφη μαζική κουλτούρα και την διαδικτυακή ωμότητα. Ταυτόχρονα, η επικοινωνία και σχέση Θεού και ανθρώπου, Κτίστη και κτίσματος, Ουράνιου και επίγειου, όχι μόνο δεν συνθλίβεται και δεν αναιρείται στη διάδραση της Ορθόδοξης κοινωνίας, αλλά αυτοπροσδιορίζεται , διατηρώντας την ποιοτική διαφορά θείου και ανθρώπινου και υπογραμμίζοντας τη βασική αποδοχή και θέση της Ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας που δεν είναι άλλη από από τη διάκριση Ακτίστου και κτιστού.
«Η ¨άνω¨ πόλις αποτελεί δώρο που προσφέρεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, η συγκέντρωση είναι καθολική. Δεν πρόκειται για κοινωνική σύναξη, αλλά για κοινωνία ελευθέρων προσώπων εν τω Θεώ, για μεταμόρφωση του ανθρώπου και επάνοδό του στο μοναδικό κέντρο της ιστορίας και του κόσμου, στον Τριαδικό Θεό[…]. Έτσι, η όλη θέα της ιστορίας της ανθρωπότητος αρχίζει με το όραμα της θείας Κοινωνίας Αγάπης και καταλήγει σ΄αυτό»[10].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Βλ.σχ., Feuerbach L., Notwendigkeit einer Reform der Philosophie, Stuttgart-Bad Cannstatt 1960, Schneider E., Die Theologie und Feuerbachs Religionskritik., Gottingen 1972.
2.Βλ., Δεληκωσταντή Κωνσταντίνου, Παντοπόρος Άπορος; Νεωτερικές και Μετανεωτερικές περιπέτειες του ανθρωπολογικού στοχασμού, Αθήνα 2003, σελ. 99.
3.Γαϊτάνη Βασιλείου, Homo mediator and homo theologicus, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 95.
4.Δεληκωσταντή Κ., Παντοπόρος Άπορος;, σελ. 188.
5.Μπέγζου Μάριου, Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1998, σελ. 227.
6.Postman N., Tεχνοπώλιο, Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 149.
7.Αυτόθι, σελ. 63.
8.Ιωάν.1,14.
9.Γαϊτάνη Β., Η θεώρηση της «Παγκοσμιοποίησης»(Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», Αθήνα 2002, σελ. 651.
10.Γιαννουλάτου Αναστασίου (Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία , Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 43.
Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο Feuerbach, «η εκθρόνιση του Θεού είναι προϋπόθεση και μέσον για την ενθρόνιση και καταξίωση του ανθρώπου»[2], καταξίωση την οποία φαίνεται παράδοξα ν΄ αποδυναμώνει και να απομυθοποιεί η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και η άκριτα αλματώδης επιστημονική πρόοδος. Η «καταξίωση» του ανθρώπου, κάθε μορφή διασκέδασης και ψυχαγωγίας, αποποιήθηκε του κοινωνικού και διαπροσωπικού χαρακτήρα της και κατάντησε ατομική υπόθεση και μοναχική απόλαυση.
Οι εξελίξεις στο χώρο είναι πραγματικά κατακλυσμιαίες. Ο άνθρωπος ως οντολογική υπόσταση χάνει κάθε αξιολογική αναφορά στο πρόσωπό του από το «πλέγμα της κατευθυνόμενης χειραγώγησης των μαζών»[3]. Η κυριαρχία της ¨υποκουλτούρας¨ προωθεί την «ακοινωνησία και την απομόνωση»[4], υπό την επίπλαστη ψευδεπίφαση ότι οτιδήποτε ακούγεται και γράφεται είναι άξιο της προσοχής μας χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς. «Στην εποχή που πρυτανεύουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας βασιλεύει η ατομική μοναξιά, ο άνθρωπος νιώθει αποξενωμένος και ζει αλλοτριωμένος. Σήμερα πια που εκμηδενίστηκαν οι αποστάσεις, με την τηλεφωνική συσκευή και την τηλεόραση, εξαφανίστηκε η προσωπική επικοινωνία»[5]. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυριαρχία της τεχνολογίας έχει μετασχηματιστεί σε ¨τεχνοπώλειο¨ ή σε «ολοκληρωτική τεχνοκρατία»[6], με την ταυτόχρονη υποταγή όλων των πολιτιστικών μορφών και αρχών στην «υπέρτατη αρχή της τεχνικής και της τεχνολογίας»[7].
Όμως, «ο Λόγος σάρξ εγένετο και σκήνωσεν εν ημίν , πλήρης χάριτος και αληθείας»[8]. Η ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού αποτελεί αποφασιστικό , οντολογικό έναυσμα και αφετηρία για μια ουσιαστική ορθόπρακτη και όχι φιλοθέωρη ¨κοινωνία¨ κάθε ανθρώπινου προσώπου με τους συνανθρώπους του και με την κτίση ολόκληρη. Η παρουσία του Λόγου του Θεού σηματοδοτεί την αποκατάσταση της αγάπης με χαρακτήρα παγκόσμιο, την εξύψωση της ενιαίας ανθρώπινης φύσης στη σφαίρα του επουρανίου και υπερβατικού. Η άλλοτε αλλοτριωμένη ανθρωπότητα εγκαινιάζει την επάνοδό της στην ¨εν Χριστώ κοινωνία μετά της Παναγίας Τριάδος¨.
Στα πλαίσια της Ορθόδοξης ¨Οικουμενικής Επικοινωνίας¨ η παγκοσμιοποίηση μεταμορφώνεται χαρισματικά σε παγκοσμιότητα, η επικοινωνία σε κοινωνία, η κουλτούρα σε πολιτισμό και η ατομοκεντρική αυτοδιάθεση ενός εκάστου σε υπόσταση και πρόσωπο, όπως άλλωστε εξ αρχής ήταν. Η διαφοροποίηση και υπέρβαση της Ορθόδοξης θεολογίας έγκειται στο ότι « η θεμελιώδης βάση της είναι ¨προσευχητική¨, οντολογικώς πνευματική και ¨υπερβατικά ενσαρκώσιμη¨, ακριβώς γιατί η ύψιστη αναγωγή της δεν γίνεται στην αφηρημένη ιδεοκρατία αλλά στη σάρκωση»[9]. Με άλλα λόγια, η υπεροχή που κομίζει η ¨Επικοινωνιακή Θεολογία¨, πέραν του ότι εξαίρεται ως κοινωνία ύψιστης και θυσιαστικής αγάπης προς τον κόσμο, εστιάζει την αγιαστική δυναμική της στη διατήρηση της πνευματικής χροιάς της οντότητας κάθε προσώπου, αποστασιοποιημένη από την άμορφη μαζική κουλτούρα και την διαδικτυακή ωμότητα. Ταυτόχρονα, η επικοινωνία και σχέση Θεού και ανθρώπου, Κτίστη και κτίσματος, Ουράνιου και επίγειου, όχι μόνο δεν συνθλίβεται και δεν αναιρείται στη διάδραση της Ορθόδοξης κοινωνίας, αλλά αυτοπροσδιορίζεται , διατηρώντας την ποιοτική διαφορά θείου και ανθρώπινου και υπογραμμίζοντας τη βασική αποδοχή και θέση της Ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας που δεν είναι άλλη από από τη διάκριση Ακτίστου και κτιστού.
«Η ¨άνω¨ πόλις αποτελεί δώρο που προσφέρεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, η συγκέντρωση είναι καθολική. Δεν πρόκειται για κοινωνική σύναξη, αλλά για κοινωνία ελευθέρων προσώπων εν τω Θεώ, για μεταμόρφωση του ανθρώπου και επάνοδό του στο μοναδικό κέντρο της ιστορίας και του κόσμου, στον Τριαδικό Θεό[…]. Έτσι, η όλη θέα της ιστορίας της ανθρωπότητος αρχίζει με το όραμα της θείας Κοινωνίας Αγάπης και καταλήγει σ΄αυτό»[10].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Βλ.σχ., Feuerbach L., Notwendigkeit einer Reform der Philosophie, Stuttgart-Bad Cannstatt 1960, Schneider E., Die Theologie und Feuerbachs Religionskritik., Gottingen 1972.
2.Βλ., Δεληκωσταντή Κωνσταντίνου, Παντοπόρος Άπορος; Νεωτερικές και Μετανεωτερικές περιπέτειες του ανθρωπολογικού στοχασμού, Αθήνα 2003, σελ. 99.
3.Γαϊτάνη Βασιλείου, Homo mediator and homo theologicus, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 95.
4.Δεληκωσταντή Κ., Παντοπόρος Άπορος;, σελ. 188.
5.Μπέγζου Μάριου, Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1998, σελ. 227.
6.Postman N., Tεχνοπώλιο, Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 149.
7.Αυτόθι, σελ. 63.
8.Ιωάν.1,14.
9.Γαϊτάνη Β., Η θεώρηση της «Παγκοσμιοποίησης»(Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», Αθήνα 2002, σελ. 651.
10.Γιαννουλάτου Αναστασίου (Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία , Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 43.
* Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου