Πώς να κάνουμε ένα σημερινό παιδί να καταλάβει ότι οι ναζί καταδίωξαν και εξόντωσαν εκατομμύρια άντρες, γυναίκες και παιδιά, μόνο και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι;
Στο μείζον αυτό ζήτημα, στο πρόβλημα του απόλυτου κακού, μια διακεκριμένη ιστορικός απαντά στις πολύ άμεσες ερωτήσεις της κόρης της.
Δεν θυμάμαι να μου εξήγησαν ποτέ. Νομίζω ότι την ιστορία την είχα πάντα με κάποιον τρόπο ξανακούσει. Ωστόσο, σήμερα νιώθω πως ξέρω πότε ήταν η πρώτη φορά. Πρώτη φορά, λοιπόν, άκουσα την ιστορία από τη γιαγιά μου· ήταν βράδυ, και εκείνη στεκόταν δίπλα σε μια σόμπα πετρελαίου που δεν ζέσταινε αρκετά το μεγάλο ψηλοτάβανο σαλόνι. Η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη, η πιο όμορφη, αυτή που μου έκανε όλα τα χατίρια, που μπορούσε να με κάνει καλά όταν αρρώσταινα, που ήξερε να κάνει τα πάντα για χάρη μου: να μου φτιάξει ένα ολόκληρο περίπτερο μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια, να με πείσει να πάω στο σχολείο που μισούσα. Εκείνη, όμως, τη βραδιά μού έδινε το υλικό να ’χω να υφαίνω εφιάλτες για μια ζωή. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, μονάχα ότι "ήταν πόλεμος", ότι "τους πήραν", "με τρένο" -ακόμη και τα παιδιά σαν κι εμένα-, ότι "υπέφεραν πολλά", ότι πεινούσαν κι αρρώστησαν βαριά, ότι "όταν γύρισαν δεν βρήκαν τίποτα, κανέναν"...
Δεν τα εξηγούσαν όλα τούτα στο σπίτι. Εξάλλου, δεν μιλούσαν γι’ αυτό στο σπίτι. Ίσως γιατί μιλούσαν πάντα και γι’αυτό. Ή ίσως γιατί μιλούσαν για όλα μέσα από αυτό. Δεν μου εξήγησαν, αφού πάντα ήξερα.
(από το επίμετρο της Ρίκας Μπενβενίστε)
Στο μείζον αυτό ζήτημα, στο πρόβλημα του απόλυτου κακού, μια διακεκριμένη ιστορικός απαντά στις πολύ άμεσες ερωτήσεις της κόρης της.
Δεν θυμάμαι να μου εξήγησαν ποτέ. Νομίζω ότι την ιστορία την είχα πάντα με κάποιον τρόπο ξανακούσει. Ωστόσο, σήμερα νιώθω πως ξέρω πότε ήταν η πρώτη φορά. Πρώτη φορά, λοιπόν, άκουσα την ιστορία από τη γιαγιά μου· ήταν βράδυ, και εκείνη στεκόταν δίπλα σε μια σόμπα πετρελαίου που δεν ζέσταινε αρκετά το μεγάλο ψηλοτάβανο σαλόνι. Η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη, η πιο όμορφη, αυτή που μου έκανε όλα τα χατίρια, που μπορούσε να με κάνει καλά όταν αρρώσταινα, που ήξερε να κάνει τα πάντα για χάρη μου: να μου φτιάξει ένα ολόκληρο περίπτερο μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια, να με πείσει να πάω στο σχολείο που μισούσα. Εκείνη, όμως, τη βραδιά μού έδινε το υλικό να ’χω να υφαίνω εφιάλτες για μια ζωή. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, μονάχα ότι "ήταν πόλεμος", ότι "τους πήραν", "με τρένο" -ακόμη και τα παιδιά σαν κι εμένα-, ότι "υπέφεραν πολλά", ότι πεινούσαν κι αρρώστησαν βαριά, ότι "όταν γύρισαν δεν βρήκαν τίποτα, κανέναν"...
Δεν τα εξηγούσαν όλα τούτα στο σπίτι. Εξάλλου, δεν μιλούσαν γι’ αυτό στο σπίτι. Ίσως γιατί μιλούσαν πάντα και γι’αυτό. Ή ίσως γιατί μιλούσαν για όλα μέσα από αυτό. Δεν μου εξήγησαν, αφού πάντα ήξερα.
(από το επίμετρο της Ρίκας Μπενβενίστε)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου