Η μητέρα μου έζησε τον πόλεμο του ’74 από άσχημο πόστο. Ήταν νοσοκόμα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας κι έτυχε κιόλας να είναι εκεί από τις πρώτες στιγμές της εισβολής. Τις τελευταίες μέρες στο τηλέφωνο, όταν έπιανε στη φωνή μου τρόμο για την αβεβαιότητα των επόμενων ημερών, η επωδός ήταν η ίδια: «Μη στενοχωριέσαι. Εδώ πόλεμο περάσαμε κι είμαστε καλά. Θα το περάσουμε κι αυτό». Με ενοχλούσε λίγο που παρομοίαζε την κατάσταση με πόλεμο – δηλαδή με ό,τι χειρότερο υπάρχει, μετά την πυρηνική καταστροφή.
Ύστερα κατάλαβα πως δεν είχε πολύ άδικο. Αυτό που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες στην Κύπρο έμοιαζε λίγο με την αρχή μιας καταστροφής. Μια πρόγευση της χρεοκοπίας που τη βλέπαμε να πλησιάζει όλο και περισσότερο τις μέρες που μεσολάβησαν απ’ τη μια απόφαση του Eurogroup ως την άλλη, και ενώ ήταν άγνωστο αν οι τράπεζες θα ανοίξουν ποτέ ξανά.
Δεν είναι πως αγαπήσαμε ξαφνικά τις τράπεζες. Είναι που συνειδητοποιήσαμε πόσο αναγκαίες είναι στην καθημερινότητά μας, έστω και έμμεσα. Την τρίτη ημέρα της τραπεζικής αργίας είπαμε στο σπίτι να προνοήσουμε και να αγοράσουμε τρόφιμα, κονσέρβες, όσπρια, νερά. Σιγά-σιγά όλο και περισσότερος κόσμος έκανε το ίδιο. Στα κοινωνικά παντοπωλεία η ζήτηση αυξήθηκε απότομα από οικογένειες που δεν είχαν να αγοράσουν τα βασικά. Σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν, οι αλυσίδες των φούρνων επιδότησαν από νωρίς την τιμή του γάλακτος, προσφέροντας γάλα και ψωμί προς 1,5 ευρώ, αντί 2,8 ευρώ. Πολύς κόσμος έσπευσε να αγοράσει, και δύο και τρία ψωμιά – κάποτε για την κατάψυξη, «για τις μέρες που θα ‘ρθουν».
Στο μεταξύ, το ρευστό στέρεψε από την αγορά επικίνδυνα. Την τρίτη μέρα των κλειστών τραπεζών, η έντονη φημολογία πως κλείνει η Λαϊκή δημιούργησε μεγάλες ουρές έξω από τα ΑΤΜ, που κράτησαν δυο μέρες. Σε όποια ΑΤΜ δεν υπήρχε ουρά, η επιλογή «ανάληψη» ήταν απενεργοποιημένη – τα χρήματα είχαν τελειώσει. Σύντομα η τράπεζα έβαλε πλαφόν 260 ευρώ στην ημερήσια ανάληψη, που λίγες μέρες μετά έγινε 100 ευρώ. Η είδηση ήταν από μόνη της τρομακτική – η αίσθηση του περιορισμού στις συναλλαγές προδίδει πως τα περιθώρια στενεύουν όλο και περισσότερο. Για να φτάσουν πού;
Όσοι μπορούν, πληρώνουν ακόμα με κάρτες – αυτονόητα, τα μετρητά τα κρατάμε για τις πιο δύσκολες μέρες. Πρακτική που όμως οδήγησε πολύ γρήγορα το εμπόριο σε μαρασμό.
Σαν να μην έφτανε ο φόβος του καθενός μας να αγοράσει κάτι επιπλέον ή να βγει έξω, αφού τα ίδια χρήματα μπορεί αύριο να ήταν χρήσιμα για κάτι πιο αναγκαίο, οι ίδιοι οι έμποροι ξέμειναν από ρευστό. Τα πρατήρια καυσίμων σταμάτησαν να δίνουν βενζίνη με κάρτες και οι προμηθευτές αδυνατούσαν να αγοράσουν πρώτες ύλες από το εξωτερικό, αφού οι επιταγές και οι εγγυητικές τους δεν γίνονταν δεκτές. Σε λιμάνια του εξωτερικού πολλά φορτία που προορίζονταν για Κύπρο δεν φορτώθηκαν, ακυρώθηκαν από τους προμηθευτές την τελευταία στιγμή, ενώ στη Λεμεσό, το 50% του εμπορεύματος ήταν μέχρι χθες στάσιμο. Κοντολογίς, αν η τραπεζική αργία παρατεινόταν κι άλλο, σύντομα θα είχαμε σοβαρές ελλείψεις σε βασικά αγαθά, ζωοτροφές, καύσιμα κ.ά.
Κάποιοι οικονομολόγοι εκτιμούν πως αυτές τις μέρες της παρατεταμένης τραπεζικής αργίας χάθηκε περίπου το 1% του ΑΕΠ της Κύπρου.
Σήμερα οι τράπεζες ανοίγουν, έπειτα από δώδεκα μέρες. Με εκκλήσεις για ψυχραιμία, αλλά και με πολλούς περιορισμούς στο ύψος των συναλλαγών, τουλάχιστον για τις πρώτες μέρες. Οι άμεσες ανάγκες, αργά ή γρήγορα, θα καλυφθούν κι η αγορά σίγουρα θα πάρει κάποιες ανάσες. Η επόμενη μέρα όμως φέρνει την Κύπρο αντιμέτωπη με άλλα προβλήματα. Η απόφαση του Eurogroup μπορεί να μας έσωσε την υστάτη από μια επώδυνη χρεοκοπία -που με όσα ζήσαμε τις προηγούμενες μέρες, οι περισσότεροι, τρομαγμένοι, ευχόμασταν να αποφύγουμε έστω και με βαρύ τίμημα- άνοιξε όμως μια σειρά από άλλες πληγές, εξαιτίας της βιαιότητάς της. Το κούρεμα κεφαλαίων, κατά τουλάχιστον 80% στη Λαϊκή και περίπου 50% στην Τράπεζα Κύπρου, δεν ζημίωσε απλώς μετόχους και μεγαλοκαταθέτες – όσους απ’ αυτούς επέλεξαν να κρατήσουν τα χρήματά τους στην Κύπρο.
Ζημίωσε, όπως διαπιστώνουμε πια, κυρίως την ντόπια αγορά. Τις εταιρείες που κινούνταν με κεφάλαια στις δύο τράπεζες, που τώρα είναι είτε εγκλωβισμένα ή χαμένα. Τους Δήμους, τους οργανισμούς και τα Συμβούλια Αποχετεύσεων, που με τις καταθέσεις αυτές πλήρωναν ή σχεδίαζαν από έργα ανάπτυξης μέχρι απλές συμβατικές υποχρεώσεις, όπως ο ανεφοδιασμός των απορριμματοφόρων με καύσιμα ή η διαχείριση των αποχετευτικών λυμάτων. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχασε πόρους που προόριζε για έρευνες και τουριστικοί πράκτορες έχασαν εκατομμύρια που είχαν λάβει ως προκαταβολή για κρατήσεις σε ξενοδοχεία εν όψει του καλοκαιριού – τη στιγμή που ο Τουρισμός είναι η μόνη αναλόγως ακμάζουσα βιομηχανία της χώρας.
Πολύ περισσότερο, η τύχη των Ταμείων Προνοίας που ήταν κατατεθειμένα στις δύο τράπεζες παραμένει αμφίβολη, ενώ σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα οι μισθοί θεωρείται ανέφικτο να πληρωθούν ως το τέλος του μήνα. Κατά δήλωση του υπουργού Εργασίας, χθες, η ανεργία θα αυξηθεί κι άλλο.
Πιθανότατα δραματικά.
Σήμερα, ανοίγουν οι τράπεζες. Εκείνες που σε πολύ μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την επανεκκίνηση που υποχρεώνεται η κυπριακή οικονομία να κάνει, 40 χρόνια μετά τη μεγάλη καταστροφή του ’74. Κι εκείνες που θα πρέπει να εμπιστευτούμε, σίγουρα με περισσότερη κριτική διάθεση και φειδώ στον καταναλωτισμό οργασμό με τον οποίο θραφήκαμε για χρόνια, προκειμένου να επιβιώσουμε και να προχωρήσουμε μπροστά. Όπως μου είπε και προχθές η Joanna Kakissis, που καλύπτει τις εξελίξεις στο νησί για λογαριασμό του National Public Radio, «όλοι βρίσκονται σε κατάσταση μεγάλου σοκ. Δεν συνάντησα ούτε έναν που να σκέφτηκε πως “έτσι γλιτώσαμε”. Όλοι ξέρουν πως τώρα πια η ζωή τους έχει αλλάξει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου