Γιώργος Καστρινάκης
Το ερώτημα αν η Ελλάδα ανήκει στη Δύση επιδέχεται, προφανώς, είτε αρνητική είτε θετική απάντηση.
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι τόσο η μία όσο και η άλλη διχάζεται, αμέσως μετά, σε δυό διαζευκτικές μεταξύ τους παραλλαγές. Ώστε, εν τέλει, να προκύπτουν τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της σχετικής απόφανσης:
α) Όχι – δεν ανήκουμε – διότι ανήκουμε στην Ανατολή.
β) Όχι, διότι δεν ανήκουμε ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση.
γ) Ναι – ανήκουμε – επειδή είμαστε κι εμείς Δύση.
δ) Ναι, επειδή είμαστε η Ανατολή (το ένα από τα δυό ενδεχόμενα) της Δύσης.
Από το σημείο αυτό γίνεται φανερό ότι, για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, χρειάζεται πρώτα να έχουμε αποσαφηνίσει τι είναι η Ελλάδα, τι εισφέρει η Ανατολή, όπως και τι προσκομίζει η Δύση. Δηλαδή, ποιος είναι ο κ α θ ο ρ ι σ τ ι κ ό ς εκείνος χαρακτήρας, με βάση τον οποίο διακρίνονται οι ταυτότητες.
Είναι προφανές ότι άλλη απάντηση θα δώσουμε, εδώ, αν δεχτούμε πως οριστικό στοιχείο είναι η θρησκεία, απ’ ό,τι αν δεχτούμε πως είναι η οικονομία ή αν δεχτούμε πως είναι ο πολιτισμός. Ίσως μάλιστα, ακόμα κι αν προκρίνουμε το τελευταίο, σε άλλη πάντως απόκριση θα καταλήξουμε αν πούμε ότι πολιτισμός είναι η κληρονομιά μας, και σε άλλη αν ως πολιτισμό ορίσουμε τον τρόπο ζωής.
Το ζήτημα, ασφαλώς, δεν αναδύεται διόλου απλό. Ακόμα περισσότερο, αν λάβουμε υπ’ όψιν το ενδεχόμενο άλλο να θέλουμε και άλλο (προς ώρας) να είμαστε.
Το σίγουρο, πάντως είναι ότι αν τυχόν συμφωνήσουμε – που νομίζω πως συμφωνούμε – ότι καθοριστικός παράγοντας είναι ο τρόπος ζωής και ζωτική συνιστώσα το τι πράγματι είμαστε (περισσότερο από το τι θα θέλαμε νάμασταν) τότε αναπόφευκτα διαπιστώνουμε ότι – ναι – είμαστε Δύση: Κυρίως διότι σ’ αυτό έχει προσχωρήσει, σύσσωμη, η νέα γενιά της πατρίδας μας. Αφήνοντας, για παράδειγμα, το «life-style» – καταμεσής και της κρίσης! – να ορίζει εισέτι, απ’ άκρου σ’ άκρο, το δημόσιο πεδίο.
Το ερώτημα που απομένει, προδήλως, είναι: Ακόμα κι αν είμαστε, αυτό είναι που θέλουμε; Μ’ άλλα λόγια: Έστω, είμαστε Δύση. Μήπως θα θέλαμε, ωστόσο, να ήμασταν κάτι άλλο απ’ αυτήν;
Θεωρητικό το ερώτημα; Κι όμως: Όχι ακριβώς!
Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να σκιαγραφήσουμε – ακροθιγώς, εδώ – τι περίπου εννοούμε ως (παρούσα) Δύση, τι πάνω κάτω ως (ενεστώσα) Ανατολή. Επιζητώντας, μάλιστα, να απεγκλωβιστούμε από τις δημοσιογραφικές σχηματοποιήσεις τους.
Στον πυρήνα, λοιπόν:
Έχει μάλλον ζωτική σημασία να προσέξουμε ότι αυτό που είναι σήμερα η Δύση δεν έχει καμμιά ομοιότητα με εκείνο που ήταν – καν – εχθές: Έως προσφάτως, αποτελούσε μια αιρετικώς φιλο-χριστιανική τοπιογραφία. Σήμερα απαρτίζει μια συνειδητώς μετα-χριστιανική επικράτεια.
Δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχουν φιλοχριστιανικές φωνές, εντός της. Δεν είναι διόλου, όμως, εκείνες που δίνουν το “χρώμα” της: Η “τιτανομαχία” για την “καθημερινότητα” δείχνει να έχει οριστικά καρδηθεί από τις δυνάμεις της αποσυγκρότησης. Εξ ού, άλλωστε, και η αφετηρία (στις μέρες μας) του οικονομικού καταποντισμού της – τον οποίο ελπίζει ότι θα αποτρέψει, μονάχη, η στρατιωτική της ισχύς.
Με τη λακωνικότερη δυνατή διατύπωση: Η Δύση ηττάται στο πεδίο της οικονομίας, για τον απλό λόγο ότι έπλασε έναν άνθρωπο του οποίου η καταναλωτική βουλημία θα υπερβαίνει, ανά πάσα (πλέον) συνθήκη, την παραγωγική του επίδοση. Ένα άνθρωπο που αδυνατεί να ορίσει τον εαυτό του!
Στην αντίπερα όχθη; Εκεί, κυρίως, το άγνωστο. Τι είναι η Ανατολή, στις μέρες μας, το ξέρουμε μέσω μόνο της υπερπαραγωγής των… δημοσιογραφικών συσκευασιών. (Έναν τομέα που ανθοφορεί πάντως, α ν ε ξ α ρ τ ή τ ω ς σ υ γ κ υ ρ ι ώ ν, στο νεωτερικό δυτικό ημισφαίριο.) Δηλαδή, το αγνοούμε. Βλέπουμε βέβαια την επιστημονική / τεχνική υστέρηση, στις εγγύτερες προς εμάς περιοχές της. Διακρίνουμε όμως (αν θέλουμε) και την εξόφθαλμη ηπιότητα, πραότητα, ηρεμία, της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων της που φτάνουν ώς εδώ εξ αιτίας της βιοτικής τους ανέχειας. Ενώ δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα (αξιόπιστο) όσον αφορά την εσωτερική ζωή του Ιράν: τη χώρα της “αντι-γαλλικής” επανάστασης – δηλαδή το επίκεντρο ενός αποφασιστικά διαζευκτικού απ’ το δικό μας (πλην όμως με προφανή λαϊκή στήριξη) πολιτιστικού εγχειρήματος.
Και, φυσικά, γνωρίζουμε για τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών της Άπω Ανατολής. Το πάνυ κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν αυτή η ανάπτυξη ισοδυναμεί και με ολικό εκδυτικισμό της κουλτούρας τους: Αν τυχόν συμβαίνει έτσι, τότε η ύστερη έκβαση – από τη δική μας οπτική γωνία παρατηρώντας – προβαίνει ήδη ευδιάκριτη…
Έχει σημασία, τώρα, να επιστρέψουμε στο σημείο όπου εξετάζαμε το δικό μας παρόν: Είμαστε – πλέον – Δύση! (Δηλαδή, αυτό μόνο είναι – “αύτανδρη” – η νέα γενιά μας.) Το θέλουμε κιόλας;
Ότι το ερώτημα τούτο δεν είναι, απλώς, θεωρητικό το καταλαβαίνουμε όταν παρατηρήσουμε το διαρκώς… ανανεούμενο φαινόμενο του χάσματος των γενεών – μεταξύ μας!
Ένα φαινόμενο, δηλαδή, που επιμαρτυρεί ότι η Διάπλαση τού Είναι μας από τον Κυρίαρχο (δυτικό, μεταχριστιανικό) Λόγο εμπεριέχει ημερομηνία λήξεως: Όταν ο άνθρωπος ωριμάσει αρκετά ώστε να αποκτήσει τα π ρ ο σ ω π ι κ ά του κριτήρια, αυθορμήτως – μάλιστα, με ραγδαίο ρυθμό – οι προσανατολισμοί… αναδιατάσσονται.
Αυτό που θέλουμε νάμαστε, γίνεται ό λ ω ς διάφορο από εκείνο που οι “δεινοί” των “ορισμών” μάς είχαν πείσει πως θέλαμε…
Σε μια τέτοια στιγμή, οι γεω-πολιτιστικοί προσδιορισμοί ανασημασιοδοτούνται εξ υπαρχής έως εσχάτων.
Κι ό,τι ζητάμε να νοιώθουμε ανακαλύπτουμε πως είναι εκείνο που δεν γινόταν, ποτέ, να έχουμε οριστικά εξορίσει από το στερέωμα της νοσταλγίας μας: «Δεν γινόταν», εξ αιτίας του πλήθους των αναγκών της ψυχής μας προς τις οποίες, αυτό, εξακολουθεί να αποκρίνεται.
Είναι τότε που η εκθαμβωτική δημιουργικότητα της γενιάς του ’30 στην ποίηση και τη ζωγραφική, ή οι μεγαλειώδεις επιδόσεις της γενιάς του ’60 στη μουσική αλλά και στη θεολογία (τη μήτρα, αυτή, οιουδήποτε λόγου) επισημαίνουν για μας τον τόσο συνταρακτικά αναγνωρίσιμο – ως βαθύτατα οικείο – εκείνο δρόμο που θα μας επιτρέψει να αντλήσουμε όσο και να συνθέσουμε από όλες, ανεξαίρετα, τις προελεύσεις της οικούμενης σφαίρας μας.
Μεταστοιχειώνοντάς το σε κάτι που – παθητικώς προσδοκούντες – δεν το βρίσκουμε (ιδού, σήμερα) ετοιμοπαράδοτο πουθενά.
Πηγή: Αντίφωνο, δημοσιεύθηκε στο τεύχος 240 (Σεπτέμβριος 2012) της “Πειραϊκής Εκκλησίας”, στα πλαίσια του αφιερώματος: «Ανήκομεν εις την Δύσιν;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου