Γράφει: Κωνσταντίνος Φίλης
Η επίσκεψη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών επιβεβαίωσε την προτεσταντική αντίληψη της κυβέρνησής του. Με κύριο πρόταγμα τη δημοσιονομική πειθαρχία, πολλές φορές σε βάρος ακόμη και της κοινής οικονομικής λογικής, το Βερολίνο δεν προτίθεται να υπαναχωρήσει από τις βασικές αρχές του που έχουν, δυστυχώς, εγκλωβίσει το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τη σοβούσα κρίση στον ευρωπαϊκό νότο να επεκτείνεται σε περισσότερο «ανεπτυγμένες» οικονομίες και την κοινωνική συνοχή να τίθεται εν αμφιβόλω, πολλοί δυσκολεύονται να αντιληφθούν τον απώτερο στόχο της Γερμανίας. Είναι μία ευρωζώνη δύο τουλάχιστον ταχυτήτων; Είναι η καθολική επικράτηση του μοντέλου ασφυκτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, βάσει της οποίας θα επιβιώσουν μόνο οι «υγιείς» οικονομίες; Είναι η πρωτοκαθεδρία σε μία Ένωση, ωστόσο, που υποχωρεί συστηματικά ως παγκόσμιος δρων; Είναι μία εμμονική στάση που υπαγορεύεται από τους εσωτερικούς συσχετισμούς και η οποία, όπως ελπίζουν ορισμένοι, θα διαφοροποιηθεί προς το ευμενέστερο κατόπιν των εκλογών; Είναι ένας συνδυασμός των παραπάνω; Ότι και να υποκρύπτει η θέση του Βερολίνου, είναι αλήθεια πως οδηγεί την Ευρώπη στο απόλυτο αδιέξοδο.
Η αρνητική ψυχολογία αποτυπώνεται στις περισσότερες εκφάνσεις του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, ενώ με αφορμή τη συνεχιζόμενη κρίση στον νότο, κάθε φορά προστίθεται και από ένα –συνήθως αρνητικό- προηγούμενο. Οι αδυναμίες, οι στρεβλώσεις και ό,τι λάθος έγινε –και λόγω του χαλαρού ελέγχου από πλευράς ΕΕ- δεν μπορεί να διορθωθεί μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο. Η αποτυχία του εν εξελίξει μοντέλου έγκειται στη βιαιότητα –και χρονική- της αναγκαστικής προσαρμογής, στην παγίωση της ύφεσης με ευρύτερες κοινωνικές ανακατατάξεις (π.χ. ανεργία, δραματική συρρίκνωση αγοραστικής δύναμης, τάσεις φυγής ιδίως της νεολαίας), στην έλλειψη προοπτικής διεξόδου από την κρίση που δημιουργεί εσωτερικές αντιστάσεις και έντονη αμφισβήτηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και οι σωστές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν, γεγονός που επιφέρει νέα μέτρα, ακόμη μεγαλύτερη άρνηση από πλευράς κοινωνιών και εν τέλει διατήρηση ενός φαύλου κύκλου που οδηγεί σε τέλμα.
Απότοκο της διαφοράς αντιλήψεων, αλλά και της επιμονής σε ένα κατά τα φαινόμενα λάθος οικονομικό μοντέλο, είναι να διευρύνονται περίπου με γεωμετρική προόδο τα χάσματα: μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών και πολιτών, βορείων και νοτίων, πλουσιότερων και φτωχότερων, εργατικών και τεμπέληδων, θυτών και θυμάτων. Με αυτό τον τρόπο καλλιεργούνται συγκεκριμένα στερεότυπα, ακολουθούμενα από τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των κοινωνιών (βλ. πλειοψηφίες στις βόρειες χώρες για έξοδο κρατών νότου από την ευρωζώνη), καθώς και έντονα αισθήματα αντιευρωπαϊσμού (βλ. κατά σειρά, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος).
Αντί, λοιπόν, να προτάσσονται τα θετικά παραμονής στην ΕΕ και το κοινό νόμισμα, οι συστηματικά άκομψοι έως και χοντροκομμένοι χειρισμοί και η δαιμονοποίηση χωρών και λαών αποδυναμώνουν το ευρωπαϊκό μέτωπο και επιβεβαιώνουν τους πολέμιους της νομισματικής ολοκλήρωσης. Ο δε διαχωρισμός σε καλούς και κακούς, εν τη απουσία μίας εκ των βασικών αρχών πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Ευρώπη, αυτή της αλληλεγγύης, γεννούν φαινόμενα τύπου Γκρίλο και τροφοδοτούν τον εξτρεμισμό και τα άκρα.
Η συμμετοχή σε ένα υπερεθνικό οργανισμό δεν συνεπάγεται υπονόμευση του εθνικού συμφέροντος, αλλά συνεχή αναζήτηση κοινών παρανομαστών και συμμαχιών προκειμένου να δημιουργούνται οι ενδεδειγμένες πλειοψηφίες που θα κινούν τις εξελίξεις.
Ωστόσο, στη σημερινή Γερμανία διακρίνουμε δύο τουλάχιστον ανησυχητικά χαρακτηριστικά: από τη μία την τεράστια σημασία που αποδίδεται στους εσωτερικούς συσχετισμούς και το πολιτικό κόστος που ευθέως επιδρά στην ευρωπαϊκή της πολιτική, και από την άλλη την παντελή απουσία οράματος για την επόμενη μέρα. Οι λογιστικοί υπολογισμοί χρειάζονται για να μην παρεκκλίνουν τα κράτη της πορείας τους, δεν μπορούν, όμως, να υποκαταστήσουν την έλλειψη σχεδίου για το μέλλον της Ευρώπης, ούτε πολύ περισσότερο να δείξουν το δρόμο για μία άλλη κατεύθυνση, λιγότερο επιζήμια και με μεγαλύτερη ανταπόκριση σε επίπεδο πολιτών.
Θα σηκώσει το ανάστημά του ο Ολάντ;Παρόλα αυτά, και παρότι τα συμφέροντα του κλάμπ του νότου και της Γαλλίας φαίνεται να συγκλίνουν, δεν έχει συγκροτηθεί ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι σε πολιτικές που αποδεδειγμένα βαθαίνουν την ύφεση. Παραμένει ζητούμενο και συνάμα ερωτηματικό αν το Παρίσι προτίθεται κάποια στιγμή να υψώσει το ανάστημ;a του έναντι του Βερολίνου ή προτιμά ένα modus operandi μαζί του, όχι τόσο για το συλλογικό καλό όσο για να μην στοχοποιηθεί η ίδια η Γαλλία. Επί του παρόντος, το πρώτο μοιάζει σενάριο θερινής νυχτός. Εν τη απουσία ισχυρών αντίθετων φωνών εντός της Ε.Ε., αξίζει να διερευνηθεί η θέση των ΗΠΑ, στο βαθμό που η ευρωπαϊκή κρίση δύναται να εξαχθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ή να δημιουργήσει δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας σε μία περιοχή (της Μεσογείου) που μαίνονται τοπικές κρίσεις που δυνητικά μπορούν να καταστούν ανεξέλεγκτες.
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διεθνολόγος και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
http://www.aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου