Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Όνειρα…μέρα μεσημέρι…



Τα κουδούνια ηχολόγησαν και χάλασαν τις γειτονίες. Οι μαθητές ξεχύθηκαν στους δρόμους και οι μανάδες αλαφιασμένες  κυνηγούν τα βλαστάρια τους φορτωμένες λογής-λογής πράγματα. Ξέχασαν αμέσως το καλοκαίρι. Τα παιδιά να αγωνιούν ποιον δάσκαλο και ποια δασκάλα θα έχουν φέτος. Τα σχολεία άρχισαν, τα κτήρια ξύπνησαν από την καλοκαιρινή ραστώνη και γέμισαν  παιδικές χαρούμενες κραυγές. Τα σχολεία άνοιξαν. Όλα;



Ένα σχολείο χάσκει βουβό, έρημο και σιωπηλό στην μοναξιά μιας γωνίας αφημένο να διηγείται δόξες του παρελθόντος. Το επιβλητικό του παράστημα φανερώνει ένα ένδοξο σχολικό παρελθόν. Κάποτε στους χώρους του παιδικές πατημασιές και τρεχαλητά συντάραζαν χαρούμενα τα θεμέλια του. Το κουδούνι του χτύπαγε και η αυλή πανηγύριζε από τις νεανικές φωνές και τις παιδικές παρουσίες. Τα γέλια και τα χαρούμενα παιδικά πρόσωπα φώτιζαν τις γειτονιές και έσπαγαν την μουντάδα της καθημερινότητας.


Σήμερα το κουδούνι δεν χτυπάει πια. Στην αυλή οι παιδικές φωνές έχουν σιγήσει και η μεγάλη συκιά που δρόσιζε με τον ίσκιο της τους μαθητές έχει κοπή. Θα ενοχλούσε την θέα του τίποτα, κάποιον νοικάρη παρακείμενης πολυκατοικίας ή θα έγινε κάποια εξυπηρέτηση από τοπικό πολιτευτή. Η μικρή αυλή που οι σχολικές τάξεις βγάζανε τις αναμνηστικές φωτογραφίες και τα κορίτσια παίζανε σκοινάκι είναι χορταριασμένη και εγκαταλελειμμένη. Από ένα σπασμένο παράθυρο βγαίνει η σχολική αύρα μιας άλλης εποχής.


Ένας γεράκος αγκομαχώντας κοντοστέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο και παρατηρεί το εγκαταλελειμμένο σχολείο. Με τα μικροσκοπικά του γυαλιά προσπαθεί να διαβάσει την σχολική επιγραφή που χάσκει αγέρωχη στον τοίχο του κτηρίου και μαρτυράει μια παλιά ταυτότητα. Ο μεσημεριανός ήλιος του καίει το πρόσωπο. Από το σπασμένο παράθυρο προσπαθεί να κοιτάξει τον εσωτερικό χώρο πλησιάζοντας. Η μεσημεριανή αύρα σηκώνει μια ψιλή σκόνη και του δυσκολεύει την όραση. Ξαφνικά διακρίνει κάτι κομψές κυρίες στην μεγάλη σάλα του αρχοντικού του Ταγκόπουλου να χορεύουν αέρινες στο ήχο κάποιου Βαλς. Όλη η κοσμική Αθήνα συγκεντρώθηκε σήμερα για να παραστεί στην φιλολογική σύναξη του σπουδαίου δημοτικιστή.



 Στην διπλανή αίθουσα ο Διευθυντής Χριστόπουλος παραδίδει μαθηματικά στους μαθητές του ντυμένος με ένα κομψό μπλε κουστούμι με μαύρη γραβάτα. Τα μάτια του γεράκου θολωμένα από την σκόνη και την λάβα του απομεσήμερου διατρέχουν τους αιώνες της ιστορίας του σχολείου. Ένα δάκρυ τρέχει στο πρόσωπο του. Ποιος ξέρει μπορεί να ήταν και αυτός μαθητής σε αυτό το σχολείο. Μπορεί να θυμήθηκε την νιότη του. Έναν παιδικό έρωτα. Μια μεγάλη φιλία που χάθηκε.


Στο σχολείο δεν θα ξαναχτυπήσει ξανά το κουδούνι. Χρόνια τώρα είναι βουβό. Ίσως να επιτέλεσε το έργο του. Γενιές Πειραιωτών πέρασαν από τις αίθουσες του κουβαλώντας σήμερα και γνώση και αναμνήσεις. Τέλειωσε το έργο του και υπομένει τις φθορές του σιωπηλό. Σιωπηλό; Όχι. Αν βάλεις σιγανά το αυτί σου στις χαράδρες από την καγκελόπορτα και αν κλείσεις τα μάτια σου και καθαρίσεις το νου σου από τα εφήμερα ίσως ακούσεις τις παιδικές φωνές που αιώνια θα διαλαλούν την παρουσία τους. Κι αν είσαι τυχερός ίσως ακούσεις και την δική σου παιδική φωνή που θα σου θυμίσει με ποιους ήσουν, ποιος είσαι, σαν όνειρο…μέρα μεσημέρι…


Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου