Της Βασιλικής Τσουκάτου-Κορωναίου
Είκοσι πέντε παιδιά δεν είναι και λίγο. Γι αυτό και προετοιμάζεσαι νωρίς. Όλα μετράνε. Πως θα στολίσεις την τάξη, πως θα τακτοποιήσεις τα θρανία, πως θα τραβήξεις την προσοχή και θα κερδίσεις το ενδιαφέρον τους για να προσαρμοστούν. Είκοσι πέντε καρδιοχτύπια ταυτοχρόνως θα τρόμαζαν και τον καλύτερο καρδιολόγο! Ματάκια δακρύζουν, μυτούλες τρέχουν, στομαχάκια ανακατεύονται μπροστά στην θέα του νέου σχολείου και της καινούργια δασκάλας. Αν πεις για τις νέες συνήθειες…εκεί είναι που μπερδεύονται εντελώς και τρέχεις και δεν φτάνεις. Να, όμως που οι μέρες περνούν και οι εβδομάδες παρέρχονται με μεγάλα κέρδη στη σοδειά μας. Άντε και έμαθαν να πιάνουν το μολύβι, να ξεχωρίζουν τα βιβλία και τα τετράδια, να μαζεύουν την τσάντα, να μπαίνουν και να βγαίνουν με τον χτύπο του κουδουνιού. Και κυρίως…να κάθονται στην καρέκλα ακουμπώντας στο θρανίο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του δευτερολέπτου! Αχ, αυτά τα θρανία! Αν είχαν στόμα να μιλήσουν και παραπονεθούν, δεν θα μας έσωζε κανένα πολιτικό δικαστήριο από την αιώνια καταδίκη. Μα ρυθμιστής της τύχης τους γίνεται, ευτυχώς, ένας συνάδελφος τους, ο υπερήρωας και προστάτης των πολυβασανισμένων και κατατρεγμένων θρανίων, τοποθετημένος στην άκρη της τάξης, παρέα με τις κρεμάστρες των πολύχρωμων μπουφάν: το θρανίο της σκέψης.
Κάποιο τρόπο πρέπει να ανακαλύψεις για να συνετιστούν οι ζωηροί. Να ουρλιάξεις; Κινδυνεύουν από συγκοπή οι ήσυχοι. Να μαλώνεις; Μάλλον χιλιομαλωμένα τα άτακτα βλαστάρια μας δεν δείχνουν να συγκινούνται ιδιαίτερα. Να στερήσεις το διάλειμμα; Κινδυνεύεις εσύ, ο εκπαιδευτικός, να παραφρονήσεις άνευ δεκάλεπτου διακοπής, οπτικής και ακουστικής, με την παιδική ηλικία. Ευρέθη, λοιπόν, το θρανίο της διάσωσης. «Σήκω Μιχαλάκη, και πήγαινε μόνος σου στο θρανίο της σκέψης! άντε σκέψου λιγάκι αν φέρθηκες σωστά!». Ο φέρελπις νέος απομονώνεται από την παρέα του και καθώς του πέφτουν μαρκαδόροι, ψαλιδάκια, κόλλες στην μετακίνηση, αποδιοργανώνεται από την παρέα του και τα μεγαλεπήβολα σχέδια του για το επόμενο ημίωρο εξατμίζονται. Λίαν παιδαγωγικόν, άκακον και ανέξοδον. Λίαν, λίαν μέχρι που ήρθε η σειρά της Ευτυχίας. Ήσυχη και λιγομίλητη, γράφει, ζωγραφίζει, κόβει κολλάει χωρίς να αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεται εκεί. Κι όμως σε μια στιγμή μεγάλης ανακατωσούρας, που το πιεσόμετρο σου χτυπούσε επικίνδυνα, που όλοι μιλούσαν με όλους και εσύ προσπαθούσες να επιβάλεις την τάξη, το μάτι σου έπιασε την Ευτυχία να μιλά. Πίκρα! Και εσύ τέκνον Βρούτε; Σε πνίγει το δίκιο, η απόγνωση. Αν χάσουμε και τους αμίλητους, πως θα τα βγάλουμε πέρα; Η φωνή της υπεράσπισης ατονεί και δίνεις την εντολή: «Ευτυχία! Γρήγορα στο θρανίο της σκέψης! ».
Η καημένη η Ευτυχία! Της τελείωσαν και τα χαρτομάντιλα: βουρκώνει, σηκώνεται, πέφτουν τα χορτοκοπτικά, γκρεμίζεται η τσάντα στο τράβηγμα της καρέκλας και το συνήθως κλειστό της στόμα σε παρακαλεί: « Αχ, όχι κυρία! Μη με βάλετε εκεί δεν θέλω να σκεφθώ!». Ντριν! Κουδούνι. Σώθηκε η Ευτυχία μαλάκωσες και εσύ. «Άντε βγείτε όλοι για διάλειμμα.!» παραγγέλνεις και με το κλείσιμο της πόρτας έρχεται η μακάρια ανάπαυσις. Μαζί έρχονται και οι πρώτες τύψεις: «τι έφταιγε η κακομοίρα; Αφού την τραβολογούσε ο Γιάννης. Δεν θα μιλούσε;». Άνθρωπος είσαι όμως. Κάποιον έπρεπε να μαλώσεις. Συμβαίνουν αυτά. Και τι γούστο που είχε η διαμαρτυρία της. «Δεν θέλω να σκεφθώ!». Τα λόγια αυτά έρχονται και ξαναέρχονται στο νου σου, κάνοντας σε να χαμογελάς. Καθώς όμως περνούν τα λεπτά της ανάπαυσης και ηρεμείς, σε προβληματίζουν, όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε αλήθεια που έρχεται στην επιφάνεια, εκεί που δεν την περιμένεις. Τι περίεργους συνδυασμούς κάνει το ανθρώπινο μυαλό! «Προσπαθήστε να μην σκέφτεστε» είπε τις προάλλες ο γιατρός στην ξαδέλφη σου που σε κρίση άγχους έπαθε θρόμβωση στο γραφείο. «Μη σκας, μη σκέφτεσαι, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις» συμβούλευε ο συνταξιούχος συνάδελφος πέρυσι το νεοδιόριστο που αντιμετώπιζε αντιδράσεις από τους γονείς. «Don t think wear pink!» έβλεπα γραμμένο στους τοίχους της παιδικής χαράς της γειτονιάς. Και από την άλλη η Ευτυχούλα το λέει καθαρά και ξάστερα: «Δεν θέλω να σκεφθώ!».
Μα, ναι. Είναι δύσκολο πράγμα να σκεφτώ τι έχω κάνει, αν έχω φταίξει, ποιος ευθύνεται για το πρόβλημα μου, τι θα υπομείνω αν δεν λυθεί, που θα αναζητήσω βοήθεια. Και δεν αναλογίζομαι πως όσο δεν σκέφτομαι, τόσο ο πόνος μου θα συνεχίζεται, τα βάρη μου θα αυξάνονται και πως σε λίγο ούτε βήμα δεν θα μπορώ να σύρω μέχρι το θρανίο της σκέψης. Γιατί αυτά που θα με τραβάνε στην γη, θα είναι πολύ περισσότερα από μαρκαδόρους, ψαλιδάκια και γομολάστιχες. Είναι τελικά μεγάλη ανακούφιση να ξέρω πως Εκείνος είπε «μη μεριμνάτε» και όχι «μη σκέφτεστε». Άλλη η αγωνία του θρανίου της μέριμνας, όπου φαντάζομαι πως ο υπερήρωας είμαι εγώ που όλα θα τα καταφέρει, και άλλη η διστακτική μου ξεκούραση στο θρανίο της σκέψης, όπου Εκείνος συγχωρεί και διαγράψει τα όσα έχω πράξει. Ας αργήσει όσο θέλει να χτυπήσει το κουδούνι, αρκεί μόνο να προλάβω να τον συναντήσω εκεί.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε για το περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Νοέμβριο του 2004.
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου