Του Γιώργου Μπήτρου, Θεολόγου
Έτσι ξαφνικά. Χωρίς προειδοποίηση. Χωρίς να προηγηθούν τα
γνωστά χιονάκια ή οι λεπτές παράλληλες γραμμές ή παραμορφώσεις στα πρόσωπα και
τις φωνές. Έσβησε έτσι ξαφνικά, απότομα και ακαριαία, ώστε να μη μας δώσει το
δικαίωμα να μιλήσουμε για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Αυτομάτως
μια αμηχανία, ένα μούδιασμα, μια σιωπή επικράτησε απ’ άκρη σε άκρη μέσα στο
σαλόνι. Ήταν βράδυ χειμωνιάτικο, τυλιγμένο στη θαλπωρή και τη ζεστασιά ενός
μικροαστικού σαλονιού. Το πρόγραμμα της τηλεόρασης εν πλήρη εξελίξει, και όλοι
εμείς καθηλωμένοι, άπραγοι, βουβοί παρακολουθούσαμε.
Μέχρι που συνέβη το μοιραίο. Η μητέρα κινήθηκε αυτομάτως και
χωρίς να πει λέξη, προς το τηλέφωνο. Είχε πάντα εύκαιρο το νούμερο του τεχνικού.
Σε λίγη ώρα ο ειδικός που εκλήθη να τη θεραπεύσει αποφάνθηκε ότι οι κάτοχοι της
– εμείς – έπρεπε να την στερηθούμε για μια εβδομάδα. Και τώρα τι γίνεται; Η απορία
εκφράστηκε στα βλέμματα μας, μια απορία που δεν θα ήταν υπερβολή να πω, πως σε
ορισμένους από εμάς μετετράπη σε πανικό. Όλοι μας θα στερηθούμε αγαπημένα προγράμματα,
σήριαλ, τώκ-σόου, ειδήσεις, σαπουνόπερες, τηλεπαιχνίδια. Η μητέρα μαζί με την
γιαγιά δεν θα έπαιρναν πρωινό μαζί με την αγαπημένη τους παρουσιάστρια. Η κόρη
θα έχανε τις αγαπημένες της μεταμεσονύχτιες ταινίες-θρίλερ. Ο πατέρας θα εστερείτο
την ενημέρωση του από τις εκπομπές λόγου και διαλόγου, καθώς και τους δείχτες
του χρηματιστηρίου. Ο γιος χωρίς τα μουσικά κανάλια, με όλα τα τοπ-τεν, τα χίτς.
Όσο για τον παππού, θα μάθαινε τα νούμερα που κέρδισαν, από το ραδιόφωνο.
Ομολογουμένως η εξέλιξη ήταν απρόοπτη, απρόσμενη, γι αυτό
και η αμηχανία δικαιολογημένη. Όλα έδειχναν ότι κάτι θα άλλαζε στην οικογένεια.
Έστω και για λίγες μέρες οι ρυθμοί της δεν θα ήταν τηλεοπτικοί. Και πράγματι,
μετά τα πρώτα σοκ, περίεργα πράγματα συνέβησαν στην οικογένεια. Ανακαλύψαμε πως
υπάρχουμε ό ένας δίπλα στον άλλο. Άρχισε – αναγκαστικά έστω στην αρχή – να βλέπει
ο ένας τον άλλο όπως δεν τον είχε δει τόσο καιρό που στεκόμασταν προσηλωμένοι
μπροστά στο κουτί. Ανταλλάσαμε πλέον κουβέντες. Συζητούσαμε επί ώρες, κάτι που
θυμάμαι χρόνια να έχει ξανασυμβεί. Η γιαγιά, ο παππούς, η μητέρα, ο πατέρας,
θυμήθηκαν τα βράδια, τότε που τηλεόραση δεν υπήρχε, θυμήθηκαν ξεχασμένους
συγγενείς και φίλους. Άρχισαν να τηλεφωνούν. Μνήμες, στιγμές ξεχασμένες από
γιορτές και πανηγύρια, από οικογενειακές συγκεντρώσεις βγήκαν στην επιφάνεια.
Κάποιες φωτογραφίες μαυρόασπρες, παλιές, κιτρινισμένες πια
από καιρό αναδύθηκαν από «αρχαία» συρτάρια. Ο παππούς άρχισε πάλι να
σιγοτραγουδά ριζίτικά. Η γιαγιά θυμήθηκε συνταγές φαγητών και γλυκών. Η μητέρα
ξεκίνησε να περιποιείται τις γλάστρες, ενώ εξέφρασε μια τρελή επιθυμία, να μάθει
τον χειρισμό του κομπιούτερ του γιού της. Ο πατέρας άνοιξε κάποια βιβλία
για να ενημερωθεί πάνω στη δουλειά του
για τις τελευταίες εξελίξεις. Τα είχε αγοράσει από μια έκθεση βιβλίου το περασμένο
καλοκαίρι, αλλά δεν είχε βρει τον καιρό να τα φυλλομετρήσει έστω. Τα βράδια
κοιμόμασταν ήσυχα, χωρίς να ξυπνάμε κάθε τόσο από τις στριγγλιές της θυγατέρας που έβλεπε θρίλερ. Όσο για τον
μικρό γιο, αφού έδειξε τα πρώτα μαθήματα κομπιούτερ στη μαμά, άφησε τα
τηλεοπτικά προγράμματα μουσικής και ασχολήθηκε πάλι με το αρμόνιο του. Αλλά το
πιο όμορφο από όλα ήταν ότι όλοι συγκεντρωμένοι τα βράδια και έτρωγαν γύρω από
το τραπέζι και συζητούσαν και αστειεύονταν
και πειράζονταν, σαν μια οικογένεια.
Ναι, σαν μια οικογένεια. Αυτό το τελευταίο το είχαμε ξεχάσει.
Και αιτία ήταν το «μαγικό κουτί». Έτσι εκείνα τα βράδια φάγαμε τα πιο
καλομαγειρεμένα φαγητά, διαβάσαμε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, τηλεφωνήσαμε
σε φίλους, σε συγγενείς. Έτσι εκείνα τα βράδια αρχίσαμε να ξαναβρίσκουμε τη χαμένη
επαφή μας. Ποτέ δεν είχαμε αναλογιστεί τι θα μπορούσαμε να κάνουμε – να ζήσουμε
– χωρίς αυτόν τον γυάλινο δυνάστη που έτρωγε ανελέητα τον χρόνο μας – μέρα νύχτα.
Ποτέ δεν είχαμε αναλογιστεί ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει τόσα πολλά και
διαφορετικά πράγματα μέσα σε μια βδομάδα. Γιατί τόσο κράτησαν οι «διακοπές» μας.
Ένα πρωινό ο τεχνίτης ξαναέφερε τον γυάλινο κλέφτη του χρόνου
,έσα στο σπίτι. Η τηλεόραση ανέβηκε στον θρόνο της. από κει ψηλά καμάρωνε,
ανανεωμένη, φρεσκαρισμένη, έτοιμη να προσφέρει απλόχερα τις υπηρεσίες, της, έτοιμη
να ψυχαγωγήσει, να πλήξει, να φιμώσει, να καθηλώσει όλους εμάς, τους πρώην
ανυποψίαστους. Η οικογένεια ξαναβρήκε τον πρόσκαιρο χαμένο τηλεοπτικό ρυθμό της…ωστόσο
κάπου βαθειά μέσα μας όλοι κρυφά, χωρίς να το ομολογούμε, ελπίζαμε σε ένα σωτήριο
μπλάκ-άουτ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον
Ιούλιο του 1993
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου