Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Μια φορά και κάθε καιρό



Του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Παναούση

Το ξημέρωμα που ο Μ. Κωνσταντίνος άνοιξε διάπλατα τις πόρτες των φυλακών και βγήκε λεύτερη η Εκκλησία ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο, με μιας κάτι μεγάλα μαύρα πουλιά πέταξαν ξωπίσω την να την κυνηγήσουν. Τριακόσιους χρόνους μέτρησε στη μαρτυρική της ρότα η Εκκλησία και περίμενε σιωπηλά κηδεύοντας με χαρά τα παιδιά της, τους μάρτυρες. Τριακόσια χρόνια μ’ αγώνα δύσκολο από τη μια η φωτιά, το τσεκούρι, ο τροχός, ο θάνατος και από την άλλη, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, η ζωή. Και νίκησε η Εκκλησία, όπως γίνεται πάντα. Βγήκε στο φως κρατώντας τα παιδιά της που έφεραν στο σώμα τους τα στίγματα του Χριστού. Άλλοι με κομμένα χέρια, πόδια, ακρωτηριασμένα μέλη, ομολογητές και Άγιοι. Οι μάρτυρες της Εκκλησίας, τα πεφιλημένα τέκνα του Θεού.


Και τότε που λές, σαν γίναμε οι χριστιανοί πολλοί, γνωρίσανε κι άλλα πράγματα. Και ξέχασαν τους δεσμώτες του Χριστού, λησμονήσανε τα χρόνια της φυλακής, αφήσανε την Αγάπη την πρώτη, αγαπήσαντες τον νυν αιώνα. Ο θάνατος ξεμάκρυνε και δεν τους πείραζε πια. Λέγανε στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο: «Τι είναι αυτά που λες, εμείς δεν είμαστε καλόγεροι, έχομε να θρέψομε γυναίκα και παιδιά». Σαν να μην είχαν γυναίκες και παιδιά οι χριστιανοί της Ρώμης που ο Παύλος καλεί στην τελειότητα ονομάζοντας τους Άγιους. Κι έτσι σιγά – σιγά ξεχώρισαν οι απλοί «χριστιανοί» από τους Αγίους. Κι αυτοί οι πρώτοι, που λες, ξέχασαν το σταυρό και να μαθαίνουν τον κόσμο και τόσο πολύ αλλάξανε που έτσι δίπλα στον κόσμο να τους έβαζες να μην τους ξεχωρίζεις. Μιλούσανε για δόξα και διεκδικούσανε δικαιώματα και εξουσίες, μετρούσανε χρήματα και θέσεις  επίζηλες και γίνανε λαγοί και λιοντάρια. Μπορούσε να ζει κανείς δύο ζωές, αφού εκείνη του Χριστού δεν αγοραζόταν με θάνατο.


Και πέρασαν οι χρόνοι. Το νέφος των μαρτύρων σταμάτησε να πάρει μερικούς ακόμα απ’ τον αιώνα μας. Και το αίμα έτρεξε πλούσιο και πότισε τον Ανατολικό κόσμο. Κι ακούω πως τώρα ανοίγονται ναοί και μοναστήρια και βαφτίζονται χιλιάδες και χαίρομαι, μα και σκέφτομαι. Και τρέμω μήπως η παλιά ιστορία ξαναπεράσει από δώ.  Μήπως αφήσει τη σφραγίδα του κόσμου. Μήπως γεννήσει χριστιανούς νερόβραστους. Μήπως περνώντας σκοτώσει ψυχές. Φοβούμαι την ώρα που σαν αμούστακα χωριατόπαιδα, που πρωτοπατούν στην Πρωτεύουσα τυφλωμένοι απ’ του κόσμου τη ζάλη, ξεχάσουν τον σκοπό που ήρθαν στην πόλη.


Αναλογίζομαι από τη μια και τις δικές μας ευθύνες. Που προδώσαμε σε «καιρούς ειρήνης», που μηδίσαμε, που ζούμε «χριστιανικά» χωρίς θυσίες, χωρίς αγώνα, καλοβολεμένα και ευυπόληπτα. Και από την άλλη αφουγκράζομαι τον πυρετό του κόσμου και μετρώ πόσο δάκρυ και πόσο αίμα απ’ την καρδιά τους πρέπει να καταθέσουν οι χριστιανοί σαν τίμημα, τώρα που το ρολόι του κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα.


*Το άρθρο γράφτηκε στο περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Απρίλιο του 1993

Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου