Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη
Είμαστε πέντε, πέντε κλωσσοπουλάκια που κουρνιάζαμε κάτω απ’
τη στέγη της αγάπης σου. τσιμπολογούσαμε τα χάδια σου και κορφολογούσαμε τη
λεβάντα και την ασφάλεια που ανάδινε η ποδιά σου! Τα κυριακάτικα πρωινά
ζωγράφιζες μέσα στους δρόμους της μικρής μας πολιτείας τις πιο ωραίες εικόνες
εσύ στη μέση, κι εμείς από εδώ κι από κει. Πορευόμαστε προς την εκκλησία, την
άλλη μάνα μας. Ακούμπαγα μάνα μου, το βρεγμένο με δάκρια μούτρο μου πάνω στη
φούστα σου και η γλυκιά σου φωνή: «σώπα κόρη μου», άναψε φωτάκια κρυφόγελων στα
μουσκεμένα μου μάτια και φωτιές ηλιαχτίδων στην καρδιά μου!
Με κράταγες απ’ το χέρι, και μου ’λεγες: Έλα κόρη μου, πάμε! Κι εγώ σ’ ακολουθούσα όπως ακολουθούν οι ψυχές τον άγγελο τους όταν τις οδηγεί στον παράδεισο, σίγουρος πως κάποιο παράδεισο θα άνοιγες κι εσύ με κανένα γλειφιτζούρι, όπως λέγανε τότε τον παράδεισο! Χάιδευες με τα ακροδάχτυλα σου το πυρωμένο μου μέτωπο και σκούπιζες μαζί με τον ιδρώτα και τον πυρετό της αρρώστιας μου. Μυστικά ιάματα, μητρογέννητες γιατριές, χύνονταν από τα δάχτυλα σου κι έδιωχναν τα βρόμικα πνεύματα της ανημπόριας απ’ την ύπαρξη μου. Άγγελος θεραπευτής η παρουσία σου στο προσκέφαλο μου. Η ανάσα σου αύρα παρηγοριάς, ήλιος χειμωνιάτικος μέσα στις ομίχλες των παιδιάστικων φόβων μου.
Μάνα μου, πάντα σε θυμάμαι με το φορτίο μιας έγνοιας στη
ματιά σου! Ανάδινες πάντα, την ευωδία μιας μελένιας κούρασης, που δεν το ‘βαζε
κάτω με τίποτα και που έσπρωχνε τις αντοχές σου στα ακρότατα όρια τους! Τώρα
που έφυγες μάνα μου, πελώρια η σκιά σου μέσα στα βοσκοτόπια της μνήμης, διώχνει
τα λιόπυρα της μοναξιάς και μετριάζει τους καύσωνες της λύπης. Άγιο το όνομα
σου μητέρα, άγιο και τιμημένο, και τώρα και αύριο και πάντοτε και στους αιώνες
των αιώνων.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον
Απρίλιο του 1992
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου