Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη
Προχθές «κληρονόμησα» την κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς.
Τώρα, βλέπεις, σε μεγάλη υπόληψη έχουμε τις αντίκες. Μετά τον πόλεμο, σαν
αρχίσαμε να παίρνουμε επάνω μας, όλοι σκοτωθήκαμε να πετάξουμε κάθε τι παλιό. Νοικοκυριά
ολόκληρα δόθηκα στους παλιατζήδες, πράγματα που σήμερα τα ονομάζουμε με σεβασμό
«κομμάτια» και χρειάζεται μια περιουσία για να τα αποκτήσεις. Τη μοίρα των
ελληνικών σπιτιών την ακολούθησε και το δικό μας. Σώθηκαν λίγα «κομμάτια», που
τα μοιράσαμε τ’ αδέλφια ακριβοδίκαια. Έτσι έγινε και ήρθε λοιπόν η κουνιστή
πολυθρόνα της γιαγιάς σπίτι. Μπήκε σε μια όμορφη γωνία που την ομόρφυνε
περισσότερο. Έβαλα πλάι της ένα βάζο με λουλούδια. Κάθισα απέναντι της, έκλεισα
τα μάτια και χάθηκα στο παρελθόν.
Βρέθηκα χρόνια πίσω κι άκουσα ξανά σαν τότε, τη ζέστη, τρεμουλιαστή φωνή της γιαγιάς, να μας διηγείται ιστορίες, βίους Αγίων, τις παραβολές του Χριστού μας, να μας ζωντανεύει την ιστορική και τη θρησκευτική μας παράδοση. Άκουσα ξανά τις διηγήσεις για την επέμβαση του Θεού στο σπιτικό μας, πως ο Άγιος Φανούριος – μεγάλη η χάρη του – φανέρωσε την διαμαντένια καρφίτσα της θείας που είχε χαθεί, πως ο Άι-Νικόλας – το παλιό ασημένιο εικόνισμα που ‘ρθε στα χέρια της γιαγιάς σαν πολύτιμο φυλαχτό από την προσφυγιά – έγιανε την μάνα μας από την βαριά αρρώστια. Το θαύμα που έκανε η Παναγιά στην Τήνο κι η Φιλιώ, η ξαδέλφη, από τότες άλλαξε και νοικοκυρεύτηκε. Ο κουμπάρος στην καταστροφή της Σμύρνης, πως είδε ολόσωμο τον Άι-Γιώργη με το άλογο του – όπως σε βλέπω και με βλέπεις, μάτια μου! – και του ‘δειξε το δρόμο γιατί ο έρμος τα ‘χε χαμένα εκεί στην ανεμοζάλη…
Ο Χριστός μας, θυμάται, οι Άγιοι, η Παναγιά, κυκλοφορούσαν
μέσα στο σπίτι μας, μπαίναν στο αίμα μας, κι όταν ανοίξαμε και εμείς νοικοκυριά
, σαν κάτι χάναμε, τάζαμε στον Άγιο Φανούριο το κεράκι του και στο εικόνισμα
του Άι-Νικόλα παρακαλιόμασταν να καλμάρει τις φουρτούνες που κάθε τόσο
συκωνόντουσαν για να καταπιούν τα σπιτικά μας και να μας πνίξουν. Τώρα δεν
υπάρχει πια πολυθρόνα για τη γιαγιά. Και η γιαγιά θα βρίσκεται σε οίκο ευγηρίας
ή θα είναι εργαζόμενη. Μπαίνει με φούρια, μια ξένη μέσα στα σπίτια των παιδιών
της, φιλάει βιαστικά νύφες, κόρες, εγγόνια, μοιράζει χαρτζιλίκια στα παιδιά,
φέρνει γλυκό αγορασμένο απ’ τη γωνία, φοβάται να δώσει συμβουλές μην
παρεξηγηθεί, κοιτάζει το ρολόι της κρυφά και φεύγει να πάει στην μοναξιά της,
αφήνοντας πιο φτωχά τα εγγόνια της κι ας τα χαρτζιλίκωσε. Υπάρχουν βέβαια κι οι
άλλες γιαγιάδες, αυτές που ακόμα «βαστούν τα κότσια τους» κι έτσι δεν πήγαν σε
οίκο ευγηρίας. Κι οι άλλες που δεν εργάζονται. Αυτές λοιπόν γίνονται
παραδουλεύτρες στα παιδιά τους μια και το αντρόγυνο εργάζεται. Είναι μια
κουρασμένη, ταλαιπωρημένη ύπαρξη με συνεχές ωράριο εργασίας και κανένα
δικαίωμα. Είναι μια γιαγιά που έχει πολλά νεύρα, λιγοστές κουβέντες κι ένα
όνειρο, να αποσυρθεί νωρίς, να κοιμηθεί, να ξαποστάσει.
Η δικιά μου όμως γιαγιά, όπως και όλες οι γιαγιάδες του
άλλοτε, δεν ήταν υπηρέτριες. Δούλευαν βέβαια, βοήθαγαν κι εκείνες, δίναν ένα
χέρι. Ήταν όμως οργανικά δεμένες με την οικογένεια, συμμετείχαν στη ζωή της
ενεργά, η κουβέντα τους είχε πέραση, δεν ήταν μόνο για αν δουλεύουν. Βοηθούσαν
να μεγαλώσουν τα «κούτσικα», τα τάιζαν με ψωμί, παραμύθια και παράδοση. Κάποτε
τα νερά του Ιορδάνη αποσύρθηκαν νύχτα για να περάσουν οι Εβραίοι να γλυτώσουν.
Ήταν ένα θαύμα που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Γι αυτό ο Ιησούς του Ναυή κάλεσε
δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή και τους διέταξε να κατέβουν στην στεγνή
ακόμα κοίτη του ποταμού να πάρει ο καθένας από μια μεγάλη πέτρα και να στήσουν
αυτά τα δώδεκα λιθάρια κοντά στην όχθη του Ιορδάνη. Μνημείο για τους απογόνους.
Για να μην ξεχάσουν οι γενιές που θάρθουν, τα θαυμάσια που έκανε ο Κύριος για
να σώσει το λαό Του. το θαύμα που έγινε
νύχτα, στα κρυφά, να μαθευτεί για να θυμούνται οι γιοί του Ισραήλ.
Άνοιξα τα μάτια μου, είδα απέναντι μου την κουνιστή
πολυθρόνα της γιαγιάς που ήταν άδεια. –Γιαγιά, και τα θαύματα που γίνονται στη
ζωή μας, ποιος θα τα πει στα παιδιά μας για να θυμούνται; Ποιος θα τους δώσει
μαζί με το ψωμί, το ζωντανό Θεό, το στοργικό Πατέρα, τον Προστάτη. Κι όταν η
ζωή πάει να θαλασσοπνίξει, πως θα ξέρουν να γονατίζουν, να παρακαλέσουν, να
δουν τα θαυμάσια που θα κάνει ο Θεός και στη δική τους ζωή και στα δικά τους
σπίτια;
Τα παιδιά μας ξεκινούν το ταξίδι της ζωής – αυτή την
θαυμάσια περιπέτεια – γυμνά. Γυμνά και ανάμεσα σε λύκους. Και χωρίς το πανωφόρι
της γιαγιάς. –Γιαγιά, ρώτησα όπως τότε που ‘τρεχα κοντά της να την συμβουλευτώ,
τώρα που ‘λειψες εσύ, η μάνα θα το φορτωθεί και αυτό το χρέος; Η πολυθρόνα που
‘στεκε απέναντι μου, σαν να λικνίστηκε. Η κουνιστή πολυθρόνα πήγε – ήρθε κι
ήταν σα να μου ‘λεγε: ΝΑΙ!
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον
Νοέμβριο του 2001
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου