του Σ. Αμάραντου
Η σύγχρονη εποχή καταξίωσε την έννοια του νέου, αυτοπροσδιοριζόμενη ως
νεωτερικότητα και ετεροπροσδιοριζόμενη ως προς τις προηγούμενες
ιστορικές εποχές που χρεώνονται τον χαρακτήρα του «παλαιού». Η εποχή που
προκύπτει μέσα από την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό ανάγει τον εαυτό
της σε καθολικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο αποτιμώνται ως υποδεέστερα
όλα τα άλλα πολιτισμικά παραδείγματα. Ο καταλυτικός προσδιορισμός αυτός
υποχρέωσε τη διάδοχη της νεωτερικής κοινωνίας εποχή να ονοματίσει τον
εαυτό της, θέτοντας τον προϋπάρχοντα ετεροπροσδιορισμό σε αθροιστική
σχέση. Έτσι η μετανεωτερικότητα χρησιμοποιεί την ιδεολογία του νέου και
την αθροίζει με την πρόθεση «μετά». Συνολικά η διαδικασία αυτή ωθεί στη μεταμόρφωση του «νέου» σε αξία καθεαυτή και του παλιού σε απαξία.
Η ποιότητα του κρινόμενου προσώπου ή πράγματος, αντί να προσδιορίζει
την αξιολόγησή του, αποτιμάται σε σχέση με το κατά πόσο αποτελεσματικά
του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του «νέου». Πράγματι από την αυγή της
σύγχρονης εποχής, η κοινωνία συνταράσσεται από ένα σύνολο ρήξεων που
αργά ή γρήγορα δίνουν τον συμβολισμό τους σε όλους τους τομείς της ζωής.
Οι τεχνικές καινοτομίες, οι οικονομικές σχέσεις, οι πολιτικές
ισορροπίες, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες, οι κοσμοθεωρητικές αποφάνσεις
και οι καθημερινές στάσεις ζωής, βρίσκονται σε μια συνεχή
αλληλεπίδραση. Οι αντιδράσεις του Ρομαντισμού δεν μπόρεσε παρά να
επισφραγίσουν το ατελέσφορο της άρνησης των ρυθμών ανατροπής.
Η άνοδος και η ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης, αποτέλεσε τον
σημαιοφόρο αυτών των αλλαγών. Στη συνέχεια η ταξική αυτή κυριαρχία, θα
έπρεπε να διατηρηθεί με την αποτελεσματική απώθηση των ισχυρών τάσεων
ολοκλήρωσης της επαναστατικής ρήξης, των μη ικανοποιημένων κοινωνικών
δυνάμεων, στην προοπτική της λεγόμενης αταξικής κοινωνίας, θέτοντας ως
μέσο την εκχώρηση μερικών προνομίων (δικαιώματα) προς τους κοινωνικά
αδύναμους, ώστε να πάψουν να αποτελούν, σε μια εποχή επαναστατικής
όξυνσης, κίνδυνο αποσταθεροποίησης της θεσμισμένης εξουσίας. Η
αποκρυστάλλωση της νέας νομιμότητας έπρεπε να διατηρεί τα πάγια
χαρακτηριστικά της νέας εποχής, δηλαδή την οιονεί πρόοδο, ενώ ταυτόχρονα
οι ανατρεπτικές δυνάμεις της κοινωνίας, έπρεπε να τεθούν υπό έλεγχο.
Έπρεπε λοιπόν να μεθοδευτεί μια βολική προς τις ολιγαρχικές βλέψεις της
αστικής τάξης χρήση του «νέου».
Οι δυο κεντρικοί χώροι όπου άσκησαν όλη τους την πίεση οι αστικές
βλέψεις, είναι η οικονομία και η πολιτική. Πράγματι, θα μπορούσαμε να
καταγράψουμε στον χώρο της οικονομίας τον ιλιγγιώδη ρυθμό της
παραγωγής και της κατανάλωσης, ο οποίος στηρίχθηκε στην αποθέωση του
νέου. Είτε πρόκειται για πραγματικά νέα δεδομένα της παραγωγής, είτε για
εξωτερικές και επιφανειακές ιδιότητες που επενδύθηκαν σε ήδη δεδομένες
ιδιότητες πραγμάτων, το νεωτερικό στοιχείο γίνεται φετίχ, ενώ παράλληλα η
σύγχρονη κοινωνική θέση και ταυτότητα, δείχνει πως μπορεί να
επιβεβαιώνεται μέσα από την κατανάλωση ή και την πιθανότητα κατανάλωσης
αυτών των προϊόντων.
Στον δεύτερο κεντρικό χώρο η πολιτική επικοινωνία στηριζόμενη στην
ιδιαίτερη αξιολόγηση του νέου, προωθεί συστηματικά την αντίστοιχη
ιδεολογία, μέσα από την οποία είναι σε θέση να χρεώνει, σε εξωτερικές
και επέκεινα της ουσίας ιδιότητες, την αξιακή βαρύτητα των πολιτικών
προϊόντων και να νομιμοποιεί ή να απονομιμοποιεί αντίστοιχα,
συγκεκριμένες πολιτικές κρίσεις και προτάγματα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί
να κατοχυρωθεί η επιβίωση στοιχείων με αποδεδειγμένα αρνητική παρουσία
στην ιστορία, να καταβαραθρωθούν χρήσιμα υλικά του παρελθόντος και να
νοηματοδοτηθούν ως θετικά στοιχεία πολιτικής παρουσίας που δεν υπήρχαν
στο παρελθόν. Πρόκειται άρα για την συγκρότηση
ενός μηχανισμού ερμηνευτικής αλλοίωσης της πραγματικότητας, με στόχο
την χειραγώγηση της κοινωνίας στο επίπεδο των ίδιων της των μέσων
αξιολόγησης της πραγματικότητας, η οποία εδράζεται σε μια πραγματική
ιστορική εξέλιξη. Στην προοπτική αυτή βλέπουμε, λόγου χάρη, να
ορίζεται ο βιολογικός παράγοντας της ηλικίας ως ένα από τα κυρίαρχα
κριτήρια πολιτικής επιλογής. Από την άλλη το συναφές διπολικό σύμπλεγμα
πρόοδος-συντήρηση, αντλώντας την ιδεολογική του ισχύ από την
προϋπάρχουσα κατίσχυση του νέου έναντι του παλαιού, αρκεί, για να
αποκαθηλώσει ή να νομιμοποιήσει πολιτικά πρόσωπα και ασκούμενες
πολιτικές ανεξαρτήτως περιεχομένου και αποτελέσματος.
Με άλλα λόγια, οι κυρίαρχες δυνάμεις της ολιγαρχίας, επιχειρούν να
κατατάξουν τελεσίδικα και άρα να κρίνουν την κοινωνική πορεία ένας
πολιτικού θεσμού, μιας ιδέας και ενός πρόσωπου, προσάπτοντάς τους σχέση ή
μη σχέση με την παράμετρο του νέου ως αξία καθεαυτή. Ως εκ τούτου, η
ποιότητα και το περιεχόμενο του αντικειμένου που κρίνεται, εξαφανίζεται
από τη στοχαστική μας δυνατότητα και η τελευταία υποκύπτει στον άνωθεν
έλεγχο των παραγώγων των πολιτικών προϊόντων, στηριζόμενη αναφανδόν στη
φενάκη της μη αναγκαίας σύνδεσης του «νέου» με το θετικό.
_____________________________
[*] Οι αναφορές θα μπορούσαν να είναι πολλές.
Θα αρκεστώ όμως στην γενική παραπομπή στο συνολικό έργο τριών
σημαντικών στοχαστών της σύγχρονης εποχής, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης,
ο Παναγιώτης Κονδύλης και ο Γιώργος Κοντογιώργης. Φυσικά η ερμηνευτική
ευθύνη καθώς και το συνθετικό αποτέλεσμα βαραίνει εμένα προσωπικά.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου