Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ - ΕΩΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ... - ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ



Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
«Πρέπει να πω ότι δεν μ’ αρέσει η αναμνησιολογία, την απεχθάνομαι. Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη την ζωή μας». 
(Μάνος Χατζιδάκις)
Έτσι εκτίθεμαι γράφοντας για εκείνον, μόνο και μόνο επειδή τον κουβαλάω μέσα μου πάντοτε. 
Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε γιατί η «Οδός Ονείρων» δεν υπάρχει πια. Ο ίδιος, βαθιά ρεαλιστής, το είχε καταλάβει πολύ νωρίς και είχε απαντήσει στον εαυτό του και σε μας: 
«Παίδες, πριν δεκαπέντε χρόνια σας είχα πει πως θα ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας για να μαζέψω τα όνειρά σας. Τώρα κουράστηκα. Εσείς, είτε ονειρεύεστε είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα. Δεν ανήκω στην ζωή σας ούτε στα όνειρά σας. Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές απ’ το υλικό των ματιών σας κι απ’ την επιθυμία των σωμάτων σας. Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα. Ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. Γεια σας παίδες, γεια σας». 
Είναι σα να μας λέει ο Μάνος, άλλαις λέξεσι, το του φίλου του Ελύτη: 
- Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. 
- Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα. 
Κι έφυγε ο Μάνος Χατζιδάκις γιατί αισθάνθηκε ότι δεν ανήκει σ’ αυτήν την χώρα. Η μουσική του κι η σκέψη του αισθάνθηκε ότι δεν ενδιέφεραν πια κανέναν. Οι φίλοι του όλοι είχαν αποχωρήσει από τούτον τον κόσμο, ο ένας μετά τον άλλο. Και μια Ελλάδα ανανοηματοδοτημένης και ουσιαστικής ελληνικότητας χάθηκε οριστικά. 
Η γενιά τού Χατζιδάκι θεωρούσε ελληνικό ό,τι είναι αληθές. Έτσι κάθε «περιθωριακή» δημιουργία τελικά επιβαλλόταν από την δύναμη τής αλήθειας της κι αποκτούσε την διαχρονική αξία της. Για τους σκεπτόμενους και μη εξανδραποδισμένους Έλληνες βέβαια. Οι υπόλοιποι δεν ενδιαφέρουν τους δημιουργούς. Οι αληθινά μεγάλοι πορεύονται ερήμην και εις πείσμα των ερπετών και των εθνικοσοσιαλιστικοφρόνων. 
Ο Χατζιδάκις μου έμαθε – όπως και σε πολλούς άλλους – την ακριβή σκέψη, την αξία τού ποιητικού ρεαλισμού, την άτεγκτη στάση έναντι των ξιπασμένων και των μετρίων, την ελευθερία στην έκφραση αλλά και την απόλυτη πειθαρχία στην εργασία. Μου έμαθε ακόμη την απέχθεια προς την επιπολαιότητα και τα μεγάλα λόγια, την καχυποψία προς κάθε μορφής εξουσία. Μου έμαθε να μη δειλιάζω και να μη συμβιβάζομαι άνευ αποσαφηνίσεως των εκάστοτε συνθηκών. Να με ενδιαφέρει μόνο η γνώμη των ανθρώπων που με ενδιαφέρουν κι όχι των ασχέτων. Μου δίδαξε τον αυτοσαρκασμό και την αίσθηση τής μηδαμινότητας τού εαυτού, που αντικειμενικά είναι μια κουκίδα στο σύμπαν. Μου αποκάλυψε την φρίκη τού παθητικού φασισμού, μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Γιατί έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Καλλιέργησε την μουσική μου ευαισθησία δείχνοντάς μου τον δρόμο για ν’ αποφεύγω τις κακοτοπιές τού μουσικού λογιωτατισμού. Και τέλος αποκατέστησε πολύ καθαρά μέσα μου την έννοια τού «λαϊκού» και πως η αμαρτία είναι βυζαντινή κι ο έρωτας αρχαίος. 
Πριν από μερικά χρόνια ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς έγραψε ένα άρθρο για τον «επικίνδυνο Ελύτη». Και διατύπωνε το ερώτημα: «Τι νόημα έχει να συναχθεί το φιλόλογο κοινό να τιμήσει την μνήμη τού Ελύτη ακούγοντας απαγγελίες στίχων του; Η σύναξη στην μνήμη αυτού τού μεγάλου Έλληνα μας θέλει πολίτες, όχι ποσοτικό άθροισμα από ιδιώτες καταναλωτές συγκινήσεων. Η «προοδευτική» μας διανόηση θαυμάζει ή αυθυποβάλλεται ότι θαυμάζει τον Ελύτη και δεν συμφωνεί σε τίποτα μαζί του». 
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για την περίπτωση τού Μάνου Χατζιδάκι. Όταν ο Χατζιδάκις εξέφραζε με παρρησία δημόσια τις απόψεις του και δεν δίσταζε να καταλογίσει ευθύνες ή να στιγματίσει την ανηθικότητα συγκεκριμένων ανθρώπων τού δημόσιου βίου, τον χαρακτήριζαν «εθνικό υβριστή». Όταν περιφρουρώντας την εργασία του και την ξεχωριστή μουσική του αντίληψη, διέκοπτε μια συναυλία ή αποχωρούσε διαμαρτυρόμενος για την συμπεριφορά ενός κοινού που πήγαινε για να καταναλώσει μουσική και να διασκεδάσει κατά πώς ήθελε, χαρακτηριζόταν ιδιότροπος, σνομπ, ελίτ.
Όταν έγραφε αληθινή μουσική που εξέφραζε μια πολύ υψηλή έννοια τού τραγουδιού, τον χαρακτήριζαν λυρικό, ερωτικό, αισθησιακό, θέλοντας ο καθένας να δικαιολογήσει και να προβάλλει τα δικά του φτηνά συγκινησιακά αισθήματα στην μουσική τού Χατζιδάκι. Ο ίδιος έλεγε: "Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας". 
Όμως ο αληθινός Χατζιδάκις είναι αλλού. Βρίσκεται στα επικίνδυνα έργα του, που συμπυκνώνουν μια φιλοσοφία ζωής. Ενός βίου δημόσιου και ταυτόχρονα ιδιωτικού. Ο πραγματικός Χατζιδάκις μας αποκαλύπτεται στον «Μεγάλο Ερωτικό», στους «Παίδες επί Κολωνώ», στην «Εποχή τής Μελισσάνθης», στις «Μπαλλάντες τής οδού Αθηνάς», στον «κύκλο τού CNS», στην «Σκοτεινή Μητέρα», στους «Μύθους μιας γυναίκας», στα «Τραγούδια τής αμαρτίας» και σε άλλα, άγνωστα στο ευρύ κοινό, έργα του. Θυμηθείτε την περίφημη φράση του: "Τα τραγούδια μου διδάσκουν την ανυπακοή και την ερωτική ανεξιθρησκία και παντοδυναμία στις πράξεις των νέων". 
Στα έργα που αναφέραμε συναντούμε τον επικίνδυνο Χατζιδάκι, τον αναρχικό - γιατί όχι; - Χατζιδάκι, τού οποίου οι ουσιαστικές υποθήκες παραμένουν μεθοδικά αποσιωπημένες. Αλλά στην δική του «επικινδυνότητα», ψηλαφούμε την αλήθεια, για την μουσική και την ζωή. «Μ’ έναν φανατισμό που δεν είναι παρά σωφροσύνη στον κύβο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου