Σήμερα, γιορτάζουμε το μεγάλο ΟΧΙ που είπαν πριν μερικά χρόνια, αδέρφια μας έλληνες
και έχυσαν το αίμα τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι. Το πόσο ελεύθεροι ήμαστε είναι μια συζήτηση που πάντα χρειάζεται τον χρόνο
της, τον κατάλληλο καιρό της, αλλά που πρέπει να απαντηθεί, έπρεπε να είχε
απαντηθεί. Τέτοιες μέρες όταν ήμασταν παιδιά και το σχολείο μας δεν συμμετείχε
στην παρέλαση, οι γονείς μας, μας έπαιρναν από το χέρι, κατηφορίζαμε την
Σαχτούρη και φτάναμε κρατώντας ένα σημαιάκι δίπλα από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για να
παρακολουθήσουμε την παρέλαση. Θυμάμαι πάνε χρόνια, θα ήταν στις πρώτες τάξεις
του Δημοτικού όταν σε μια τέτοια επέτειο, ένας πολιτιστικός σύλλογος μοίραζε ένα
μικρό φυλλάδιο με ένα ποίημα του μεγάλου Ποιητή μας, Κωστή Παλαμά με τίτλο: «Ο γκρεμιστής
και ο κτίστης» τόσο επίκαιρο που πάντα στοιχειώνει την σκέψη μου. Το ποίημα έλεγε:
«Ακούστε. Εγώ είμαι ο
γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γροικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!»
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γροικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!»
Το ποίημα είναι τολμηρό, μια ωδή στην κάθαρση στην αναγέννηση
και στην αναδημιουργία. Ο ποιητής πιθανώς ξαφνιάζει με την ίσως γεμάτη πάθος
προσταγή: «Γκρεμίστε! » αλλά αυτή η προσταγή δεν είναι παρά η
ανάγκη του ποιητή για δημιουργία. Να γκρεμίσουμε το σάπιο μέσα μας, γύρω μας, το
ψέμα, την ανελεύθερη κηδεμονία, το σαθρό της κοινωνίας. Μια πρόσκληση στην
αναδημιουργία. Νομίζω πως αυτές τις μέρες πρέπει να αναλογιστούμε και να γίνουμε,
ο γκρεμιστής και ο κτίσης της ζωής μας. Να γκρεμίσουμε το μέσα μας και να πούμε
τα μεγάλα ΟΧΙ, κτίζοντας μια αληθινή κοινωνία…
Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου