Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

"Αγαπητέ Θεέ,....."


Γράμμα Πρώτο  


 Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο. Σού το λέω ευθύς εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω· γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποιημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους. Θες να σ’ το αποδείξω; Ξανακοιτά λίγο πιο πάνω και δες πώς αρχίζω το γράμμα μου! «Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο». Ε, δε θα μπορούσα να γράψω: «Με φωνάζουν Γλόμπο, δε δείχνω παραπάνω από επτά, μένω στο νοσοκομείο λόγω του καρκίνου μου, και δεν σού ’χω απευθύνει ποτέ το λόγο γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχεις»; Βέβαια, αν το γράψω αυτό, την πάτησα, γιατί θα δείξεις λιγότερο ενδιαφέρον για μένα. Κι εγώ το ’χω ανάγκη το ενδιαφέρον σου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ’θελα να βρεις χρόνο να μου κάνεις και δυο-τρεις χάρες. Εξηγούμαι: Το νοσοκομείο, δε λέω, είναι ένα μέρος παρά πολύ συμπαθητικό, γεμάτο ευχάριστους μεγάλους που μιλάνε δυνατά, γεμάτο παιχνίδια και ροζ κυρίες που τους αρέσει να διασκεδάζουν με τα παιδιά, γεμάτο φίλους που είναι πάντα εκεί όταν τους θέλεις, όπως ο Μπέικον, ο Αϊνστάιν ή ο Ποπ Κορν. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, το νοσοκομείο είναι μια χαρά για έναν άρρωστο που το διασκεδάζει. Εγώ, όμως, δεν το διασκεδάζω πια. Από τότε που μου έκαναν τη μεταμόσχευση, το καταλαβαίνω: δεν το διασκεδάζω πια. Κάθε πρωί που μ’ εξετάζει ο γιατρός Ντίσελντορφ, δεν το αντέχω πια, τον απογοητεύω. Με κοιτάζει αμίλητος, σαν να ’χα κάνει καμιά αταξία. Κι όμως, ήμουν τόσο συνεργάσιμος στην εγχείρηση! Καθόμουν φρόνιμος, τους άφησα να με κοιμίσουν, πόνεσα και δε φώναξα, πήρα όλα μου τα φάρμακα. Είναι κάτι μέρες, όμως, που έτσι μου έρχεται να του φωνάξω κατάμουτρα, να του πω ότι μπορεί να φταίει κι αυτός ο ίδιος, ο γιατρός Ντίσελντορφ με τα μαύρα φρύδια, να φταίει αυτός που απέτυχε η εγχείρηση. Μα παίρνει εκείνο το δυστυχισμένο ύφος του, και δε μου πάει να τον βρίσω.


Όσο πιο πολύ σωπαίνει ο γιατρός Ντίσελντορφ μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα, τόσο πιο ένοχος αισθάνομαι. Έχω καταλάβει ότι έγινα ένας κακός άρρωστος, ένας άρρωστος που δε θέλει να πιστέψει ότι η ιατρική κάνει θαύματα. Η σκέψη ενός γιατρού είναι μεταδοτική. Τώρα, όλοι στον όροφο —νοσοκόμες, βοηθοί, καθαρίστριες— με κοιτάζουν με το ίδιο βλέμμα. Έχουν θλιμμένο ύφος όταν είμαι σε καλή διάθεση· γελάνε με το ζόρι όταν λέω κάποιο αστείο. Είν’ αλήθεια: δε διασκεδάζουμε πια όπως πριν. Μόνο η θεία Ροζ δεν. έχει αλλάξει. Κι ούτε νομίζω ότι μπορεί ν’ αλλάξει πια: είναι πολύ γριά. Τη θεία Ροζ, Θεέ, δεν έχω ανάγκη να σού τη συστήσω· πρέπει να ’ναι καλή σου φίλη, μια που η ίδια μου είπε να σού γράψω. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο εγώ τη φωνάζω θεία Ροζ. Γι’ αυτό, πρέπει να κάνεις έναν κόπο για να καταλάβεις για ποιαν σού μιλάω: είναι η πιο ηλικιωμένη απ’ όλες τις κυρίες με τις ροζ μπλούζες που έρχονται απ’ έξω για να περάσουν λίγο χρόνο με τα άρρωστα παιδιά.
«Πόσων χρονών είστε, θεία Ροζ;»
«Μπορείς να συγκρατήσεις αριθμούς με δεκατρία ψηφία, μικρέ μου Όσκαρ;»
«Μα γιατί με πειράζετε;»
«Δε σε πειράζω. Όμως πρόσεξε: κανείς εδώ δεν πρέπει να μάθει την ηλικία μου, γιατί, αλλιώς, θα με διώξουν και δε θα βλεπόμαστε πια.» «Γιατί;»
«Είμαι παράνομα εδώ. Υπάρχει όριο ηλικίας για τις ροζ κυρίες. Κι εγώ αυτό το όριο το έχω περάσει εδώ και καιρό.»
«Έχετε λήξει δηλαδή, ε;»
«Ναι.»
«Σαν γιαούρτι;»
«Σσστ!»
«Ο.Κ. Δε λέω λέξη.»
Ήταν πολύ θαρραλέο εκ μέρους της να μού εμπιστευτεί το μυστικό της. Αλλά έπεσε στον σωστό άνθρωπο. Θα μείνω βουβός, ακόμα κι αν μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν την έχει πάρει είδηση, με όλες αυτές τις ρυτίδες, σαν ακτίνες του ήλιου, γύρω από τα μάτια.
Μια άλλη φορά έμαθα κι άλλο ένα μυστικό της, κι άμα σ’ το πω, Θεέ, είμαι σίγουρος πως θα καταλάβεις ποια είναι.
Περπατούσαμε στον κήπο του νοσοκομείου, και πάτησε σκατά.
«Γαμώτο!»
«Α, θεία Ροζ, λέτε κακά λόγια!»
«Άκου να σού πω, σπόρε, θα μιλάω όπως θέλω — εντάξει;»
«Θεία Ροζ!»
«Και κούνα τον κώλο σου! Βγήκαμε για βόλτα, όχι για να κάνουμε παρέα στα σαλιγκάρια!»
Όταν καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι για να φάμε μια καραμέλα, τη ρώτησα!
«Μα πώς γίνεται και μιλάτε τόσο άσχημα;»
«Ας όψεται το επάγγελμα, μικρέ μου Όσκαρ. Στη δουλειά που έκανα, θα πήγαινα χαμένη αν μιλούσα με το σεις και με το σας.»
«Και ποιο ήταν το επάγγελμα σας;»
«Δεν θα με πιστέψεις...»
«Σας ορκίζομαι ότι θα σας πιστέψω.»
«Παλαίστρια του κατς.»
«Δε σας πιστεύω!»
«Άκου που σού λέω! Μ’ έλεγαν η Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ.»
Από τότε, όποτε είμαι λίγο κακόκεφος, η θεία Ροζ, αφού σιγουρευτεί ότι κανείς δεν μπορεί να μας ακούσει, μου διηγείται τους μεγάλους αγώνες της! η Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ εναντίον της Χασάπισσας του Λιμουζέν, τους αγώνες της επί είκοσι χρόνια εναντίον της Διαβολικής Σινκλέρ, μιας Ολλανδέζας που είχε οβίδες αντί για στήθια, και ειδικά τον αγώνα για τον τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας εναντίον της Ούλα-Ούλα ή Σκύλας του Μπούχενβαλντ που δεν είχε ηττηθεί ποτέ, ούτε καν από τα Ατσάλινα Μπούτια, το ίνδαλμα της θείας Ροζ όταν ήταν παλαίστρια του κατς. Εμένα μ’ αρέσει να τ ακούω όλα αυτά, γιατί φαντάζομαι τη φίλη μου πάνω στο ρινγκ (αλλά έτσι όπως είναι τώρα: μια γριούλα με ροζ μπλούζα που δεν πατάει πολύ γερά στα πόδια της) να ρίχνει στο καναβάτσο τις δράκαινες με τα μαγιό. Βάζω με το νου μου ότι είμαι εγώ. Εγώ είμαι ο δυνατός.
Παίρνω εκδίκηση.
Ε, τώρα, αν με όλα αυτά που σού είπα για τη θεία Ροζ ή Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ, δεν έχεις καταλάβει ακόμα ποια είναι η θεία Ροζ, τι να σού πω... πρέπει να σταματήσεις να είσαι Θεός, και να πάρεις σύνταξη. Πιο σαφής δεν μπορώ να γίνω.
Ξαναγυρίζω στα δικά μου.
Η μεταμόσχευση, που λες, δεν πήγε και πολύ καλά. Ούτε κι η χημειοθεραπεία μου πήγαινε καλά, αλλά αυτό δεν πείραζε πολύ, γιατί όλοι εδώ είχαν ρίξει τις ελπίδες τους στη μεταμόσχευση. Τώρα μου φαίνεται ότι οι γιατροί δεν ξέρουν τι να προτείνουν, για να μη σού πω ότι έχουν αρχίσει και να με λυπούνται. Ο γιατρός Ντίσελντορφ, που η μαμά τον θεωρεί τόσο όμορφο αλλά εγώ βρίσκω ότι παραέχει μεγάλα φρύδια, δείχνει σαν Άι-Βασίλης που του τέλειωσαν τα δώρα.
Η ατμόσφαιρα χειροτερεύει και πάει. Μίλησα γι’ αυτό στο φίλο μου τον Μπέικον. Ο φίλος μου, για να λέμε την αλήθεια, δε λέγεται Μπέικον λέγεται Ιβ, αλλά εμείς τον φωνάζουμε Μπέικον που του πάει γάντι, αφού είναι ψηλός κι όλο καψίματα.
«Μπέικον, μου φαίνεται ότι οι γιατροί δε μ αγαπάνε πια — τους φέρνω στενοχώρια.»
«Ιδέα σου είναι, Γλόμπε! Δεν παθαίνουν τίποτα οι γιατροί. Το μυαλό τους κατεβάζει συνέχεια εγχειρήσεις. Εμένα, ας πούμε, μου έχουν υποσχεθεί τουλάχιστον έξι.»
«Θα τους εμπνέεις...»
«Εμένα μου λες!»
«Μα γιατί δεν μου λένε ξεκάθαρα ότι θα πεθάνω;»
Και τότε, ξαφνικά, ο Μπέικον έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο νοσοκομείο!, κουφάθηκε. Αν πεις τη λέξη «πεθαίνω» μέσα σ’ ένα νοσοκομείο, κανείς δεν ακούει. Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα βρουν εκεί μια δικαιολογία και θ’ αλλάξουν κουβέντα. Έκανα το τεστ με όλο τον κόσμο — εκτός από τη θεία Ροζ.
Σήμερα το πρωί, λοιπόν, θέλησα να δω αν κι αυτή γίνεται περήφανη στ’ αφτιά την κρίσιμη στιγμή.
«Θεία Ροζ, γιατί δε μου λέει κανείς ότι θα πεθάνω;»
Με κοιτάζει. Άραγε θ’ αντιδράσει όπως οι άλλοι; Αχ, σε παρακαλώ, Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ, μείνε μαζί μου, κράτησε ανοιχτά τ αφτιά σου!
«Και γιατί να σ’ το πουν αφού το ξέρεις;»
Ουφ! Άκουσε.
«Μου φαίνεται, θεία Ροζ, ότι στο μυαλό τους έχουν άλλο νοσοκομείο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Κάνουν θαρρείς και τα νοσοκομεία είναι μόνο για να μπεις και να γίνεις καλά, ενώ τα νοσοκομεία μπορεί να ’ναι ακόμα και για να πεθάνεις.»
«Έχεις δίκιο, Όσκαρ. Πιστεύω, μάλιστα, ότι το ίδιο λάθος κάνουμε και για τη ζωή. Ξεχνάμε ότι η ζωή σπάει, ότι η ζωή, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, γίνεται χίλια κομμάτια, ότι η ζωή είναι εφήμερη. Κάνουμε όλοι σαν να ήμαστε αθάνατοι.»
«Η εγχείρηση μου απέτυχε, θεία Ροζ — έτσι δεν είναι;»
Η θεία Ροζ δεν απάντησε. Αυτός ήταν ο τρόπος της να λέει «ναι». Όταν σιγουρεύτηκε ότι είχα καταλάβει, με πλησίασε και μου είπε, με τόνο παρακλητικό:
«Εγώ, φυσικά, δε σού είπα τίποτα. Μου τ’ ορκίζεσαι;»
«Ορκίζομαι.»
Σωπάσαμε για ένα λεπτάκι, ίσα-ίσα για να κατασταλάξουν αυτές οι καινούργιες σκέψεις.
«Δε γράφεις κάνα γράμμα στο Θεό, Όσκαρ;»
«Α, όχι, θεία Ροζ! Όχι κι εσείς!»
«Τι όχι κι εγώ;»
«Όχι κι εσείς! Δε σας είχα για ψεύτρα.»
«Μα δε σού λέω ψέματα!»
«Τότε γιατί μου μιλάτε για το Θεό; Δε φτάνει μια φορά που μου τη φέρανε με τον Άι-Βασίλη;»
«Όσκαρ, τι σχέση έχει ο Θεός με τον Άι-Βασίλη;»
«Άκου "τι σχέση έχει!" Δεν είναι η ίδια πλύση εγκεφάλου και τα ρέστα;»
«Κι εσύ, δηλαδή, τι νόμισες; Ότι εγώ, μια παλαίστρια του κατς που έχω δώσει εκατόν εξήντα πέντε αγώνες κι έχω νικήσει στους εκατόν εξήντα (και μάλιστα, τους σαράντα τρεις με νοκ άουτ), εγώ, η Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ, είναι δυνατόν να πιστεύω στον Άι-Βασίλη;»
«Όχι.»
«Ε, λοιπόν, μπορεί να μη πιστεύω στον Αι-Βασίλη, αλλά στο Θεό πιστεύω. Κατάλαβες τώρα;»
Αυτό, φυσικά, τ άλλαζε όλα.
«Και γιατί να γράψω στο Θεό;»
«Για να μη νιώθεις τόσο μόνος.»
«Πώς δε θα νιώθω τόσο μόνος με κάποιον που δεν υπάρχει;»
«Κάν’ τον να υπάρχει.»
Έγειρε προς το μέρος μου.
«Κάθε φορά που θα πιστεύεις σ’ αυτόν, όλο και πιο πολύ θα υπάρχει. Κι αν επιμείνεις, θα υπάρξει ολότελα. Δεν ξέρεις τι καλό θα σού κάνει...»
«Τι μπορώ να του γράψω;»
«Πες του τι σκέφτεσαι. Οι σκέψεις που δεν τις λες, είναι σκέψεις που βαραίνουν, σε στοιχειώνουν, σού φορτώνονται, που μουχλιάζουν και δεν κάνουν χώρο να ’ρθουν οι καινούργιες σκέψεις. Άμα δεν μιλάς, γίνεσαι ένας σκουπιδοτενεκές, γεμάτος παλιές σκέψεις που σαπίζουν.»
«Ο.Κ.»
«Αλλά πρόσεξε: ένα πράγμα την ημέρα μπορείς να ζητήσεις από το Θεό. Ακούς; Ένα μονάχα!»
«Φράγκο δεν αξίζει ο Θεός σας, θεία Ροζ. Ο Αλαντίν είχε δικαίωμα να ζητήσει τρεις χάρες απ’ το τζίνι.»
«Δεν είναι καλύτερα μια την ημέρα παρά τρεις και τέρμα;»
«Ο.Κ. Τότε μπορώ να του τα ζητήσω όλα; Παιχνίδια, καραμέλες, ένα αυτοκίνητο...»
«Όχι, Όσκαρ. Ο Θεός δεν είναι Αι-Βασίλης. Μόνο πνευματικές χάρες μπορείς να ζητήσεις.»
«Όπως...;»
«Όπως: θάρρος, υπομονή, εξηγήσεις.»
«Ο.Κ. Κατάλαβα.»
«Μπορείς, επίσης, να του ζητήσεις και χάρες για άλλους.»
«Μα τι είν’ αυτά που λες, θεία Ροζ; μια χάρη την ημέρα την κρατάω για τον εαυτό μου!»
Αυτά που λες, Θεέ. Ήθελα, με το πρώτο μου γράμμα, να σού δείξω λίγο πώς ζω εδώ, στο νοσοκομείο, όπου τώρα με κοιτάζουν σαν να ’μουν ένα εμπόδιο στην ιατρική, και θα ’θελα να μου δώσεις μιαν απάντηση! Θα γίνω καλά; Απάντησε μου μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι». Δεν είναι δύσκολο. Ναι ή όχι. Διαγράφεις το ένα από τα δύο.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Δεν έχω τη διεύθυνση σου. Τι κάνω;

Έρικ Εμάνουελ Σμίτ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου