Ο Ευάγγελος Οικονόμου ζούσε στο απλό και απέριττο του σπίτι
στη Κυψέλη Αιγίνης ασκώντας το επάγγελμα του σφουγγαρά. Η δουλειά ήταν δύσκολη
και πολύ απαιτητική και κυρίως επικίνδυνη. Οι σφουγγαράδες βουτούσαν σε όλα τα
νησιά που μπορούσαν να βγάλουν σφουγγάρια με μια στολή και έμεναν στο νερό
όσο η αναπνοή τους το επέτρεπε. Όταν θέλανε να ανεβούνε στην επιφάνεια της θάλασσας
για να πάρουνε ανάσες τραβούσανε ένα σκοινί και με αυτό το τρόπο έδιναν σήμα στους
συνεργάτες τους που βρισκόντουσαν στη βάρκα πως ήταν η ώρα για να ανέβουν στην
επιφάνεια. Ο Ευάγγελος ήταν παντρεμένος με την Θεοδώρα Καλαμαρά και είχανε τρία
παιδιά, το Σωτήρη, τη Μαριάνθη και τη Δέσποινα.
Ο Ευάγγελος έφυγε με το καΐκι και τους συνεργάτες του για σφουγγάρια στη μακρινή Σκόπελο. Καταλαβαίνει κανείς τις δυσκολίες που υπήρξαν την εποχή εκείνη για ένα τέτοιο ταξίδι και το χρόνο που απαιτούνταν. Συνήθως έλειπε από το σπίτι για τρείς ολόκληρους μήνες μα αν τα πράγματα πήγαιναν καλά γυρνούσε με ένα καλό χρηματικό ποσό που του επέτρεπε να ζήσει την οικογένεια του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να κάνει το επόμενο του ταξίδι. Την εποχή εκείνη στην Αίγινα είχε έρθει ένας Επίσκοπος πρώην Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος και είχε κτίσει ένα γυναικείο μοναστήρι στην περιοχή Ξάντος, με τη φήμη της ενάρετης ζωής του να έχει κατακλύσει τους αιγινήτες που σε κάθε ευκαιρία έτρεχαν να ζητήσουν τη συμβουλή του.
Ο Ευάγγελος έφυγε με το καΐκι και τους συνεργάτες του για σφουγγάρια στη μακρινή Σκόπελο. Καταλαβαίνει κανείς τις δυσκολίες που υπήρξαν την εποχή εκείνη για ένα τέτοιο ταξίδι και το χρόνο που απαιτούνταν. Συνήθως έλειπε από το σπίτι για τρείς ολόκληρους μήνες μα αν τα πράγματα πήγαιναν καλά γυρνούσε με ένα καλό χρηματικό ποσό που του επέτρεπε να ζήσει την οικογένεια του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να κάνει το επόμενο του ταξίδι. Την εποχή εκείνη στην Αίγινα είχε έρθει ένας Επίσκοπος πρώην Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος και είχε κτίσει ένα γυναικείο μοναστήρι στην περιοχή Ξάντος, με τη φήμη της ενάρετης ζωής του να έχει κατακλύσει τους αιγινήτες που σε κάθε ευκαιρία έτρεχαν να ζητήσουν τη συμβουλή του.
Όσο πλησίαζε ο καιρός της επιστροφής του Ευάγγελου η Θεοδώρα
ήταν αρκετά ανήσυχη. Ένα πρωί μετά από έναν ακατάστατο ύπνο και από διάφορα όνειρα
που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει κίνησε για το λιμάνι της Αίγινας. Φτάνοντας στη
προβλήτα αντίκρισε μεσοπέλαγα το καΐκι που δούλευε ο άντρας της, να πλησιάζει. Ένας
κόμπος την έπνιξε. Ο άντρας της είχε γυρίσει νεκρός, είχε πνιγεί στη Σκόπελο
με τις φήμες να λένε ότι οι συνεργάτες του από αμέλεια τον ξεχάσαν και δεν κατάλαβαν
το σινιάλο που τους έκανε τραβώντας το σκοινί. Ο αέρας του τελείωνε και όταν
ποια τον ανέσυραν ο Ευάγγελος είχε «φύγει» σε ηλικία 33 ετών αφήνοντας πίσω του
μια χήρα γυναίκα και τρία ορφανά παιδιά. Η Θεοδώρα έκλαψε και στεναχωρήθηκε πολύ
για τον άντρα της αλλά έστρεψε την προσπάθεια της στην ανατροφή των παιδιών της.
Στην προσπάθεια της αυτή είχε συμπαραστάτη τον Άγιο Νεκτάριο που την βοηθούσε
με χρήματα, με τρόφιμα και με ότι μπορούσε. Μετά από τρία χρόνια η Θεοδώρα από
την στεναχώρια για την απώλεια του άντρα της και από μια πνευμονία που την ταλαιπωρούσε
«έφυγε» από τη ζωή, ήταν και εκείνη 33
ετών. Έτσι τα παιδιά του Ευάγγελου και της Θεοδώρας έμειναν πεντάρφανα χωρίς τους
γονείς τους σε ηλικία 8 ετών ο Σωτήρης, 6 ή Μαριάνθη και 4 ετών η Δέσποινα. Όταν ο Άγιος
Νεκτάριος πληροφορήθηκε το θάνατο της Θεοδώρας έστειλε τρεις μοναχές για να
κανονίσουν τη ταφή και μια κυρία τη Πετρωνία Κοκονέζη η οποία είχε γνωρίσει
τον Άγιο στην Αθήνα και τον είχε ακολουθήσει στην Αίγινα. Ήταν από πλούσια
οικογένεια, χήρα, και είχε χάσει και τα δυό της παιδία σε ηλικία 18 και 20 χρονών
από φυματίωση. Η Πετρωνία Κοκονέζη ανέλαβε όλα τα έξοδα της Κηδείας.
Μετά τη κηδεία τα ορφανά τα ανέλαβε η γιαγιά τους, από τον πατέρα τους, η Δέσποινα Οικονόμου ή οποία είχε φήμη αγίας γυναίκας. Η γιαγιά Δέσποινα τρείς μέρες μετά τον θάνατο της Θεοδώρας έστειλε τον οκτάχρονο Σωτήρη σε ένα ερημοκκλήσι για να προσευχηθεί λέγοντας του: "σωτηράκη θα πας στο εκκλησάκι της Παναγίας της Μεσοποταμίτισσας και θα παρακαλέσεις τη Παναγία να σε προστατέψει εσένα και τις αδερφές σου που ήσαστε ορφανά παιδιά". Μετά από δέκα ημέρες ο Άγιος Νεκτάριος έστειλε μια μοναχή και την κ. Πετρωνία Κοκονέζη για να πάρουν τα τρία ορφανά. Τα δύο κορίτσια ή Μαριάνθη και ή Δέσποινα θα έμεναν στο μοναστήρι μέχρι ο Άγιος να τους βρει οικογένειες για να τα μεγαλώσουν. Ο Σωτήρης έμεινε όλο το καλοκαίρι στο ασκητήριο της Αγίας Κυριακής υπο την επίβλεψη τριών μοναχών της Γερόντισσας Κύριακής, της Γερόντισσας Σταματίνας και της Γερόντισσας Μάρθας. Κάθε Κυριακή κατέβαινε στο μοναστήρι και διακονούσε στο ιερό κοντά στον Άγιο Νεκτάριο. Το φθινόπωρο η Πετρωνία Κοκονέζη ανέλαβε το Σωτήρη και το πήρε μαζί της στην Αθήνα για να τον σπουδάσει.
Κατά την παραμονή του δίπλα στον Άγιο Νεκτάριος ο Σωτήρης έζησε τη θαυματουργική του παρουσία. Κάποια μέρα αρρώστησε με υψηλό πυρετό, ο οποίος για τρείς ημέρες τον είχε εξαντλήσει. Οι γερόντισσες από το ασκητήριο τον μετέφεραν στο μοναστήρι του Αγίου με σκοπό να το πάνε σε έναν γιατρό στην Αίγινα. Ο Άγιος δεν τις άφησε, ευλόγησε το Σωτήρη και ο Πυρετός αμέσως έπεσε. Άλλη μία φόρα, παρουσιάστηκαν στο στήθος του Σωτήρη δύο όγκοι σαν πορτοκάλια. Οι μοναχές σκέφτηκαν να τον μεταφέρουν στην Αθήνα με την προοπτική μιας χειρουργικής επέμβασης. Η Γερόντισσα Ξένη έδωσε εντολή να παρουσιαστεί ο Σωτήρης στον Άγιο Νεκτάριο όπου ύστερα από προσευχή τον ευλόγησε και μετά από μερικές μέρες οι όγκοι εξαφανίστηκαν.
Ο Σωτήρης σπούδασε, μπήκε στο Πολυτεχνείο αλλά το πρώτο χρόνο μετά την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο η κυρία Πετρωνία Κοκονέζη απεβίωσε. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εγκατέλειψε το πολυτεχνείο και μπήκε στο πολεμικό ναυτικό φτάνοντας στο βαθμό του Πλωτάρχη. Ο Σωτήριος ήθελε να γίνει κληρικός αλλά ο Άγιος Νεκτάριος είχε προβλέψει πως δεν θα ακολουθούσε το δρόμο της ιεροσύνης. Συνέγραψε δύο Βιβλία το ένα ήταν: «Περί ανατροφής των παιδιών υπό το φώς της Χριστιανικής Διδασκαλίας» και το άλλο ήταν: « Η ιστορία των τριών ορφανών και ο Άγιος Νεκτάριος». Διατηρούσε στενή προσωπική φιλία με τον Ηγούμενο της Λογγοβαρδίας Πάρου, Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο.
Κώστας Ζουρδός
Η ιστορία των τριών ορφανών υπάρχει και στο εξαιρετικό βιβλίο του κ. Μανώλη Μελινού με τίτλο : "Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο" τόμος Πρώτος.
Μετά τη κηδεία τα ορφανά τα ανέλαβε η γιαγιά τους, από τον πατέρα τους, η Δέσποινα Οικονόμου ή οποία είχε φήμη αγίας γυναίκας. Η γιαγιά Δέσποινα τρείς μέρες μετά τον θάνατο της Θεοδώρας έστειλε τον οκτάχρονο Σωτήρη σε ένα ερημοκκλήσι για να προσευχηθεί λέγοντας του: "σωτηράκη θα πας στο εκκλησάκι της Παναγίας της Μεσοποταμίτισσας και θα παρακαλέσεις τη Παναγία να σε προστατέψει εσένα και τις αδερφές σου που ήσαστε ορφανά παιδιά". Μετά από δέκα ημέρες ο Άγιος Νεκτάριος έστειλε μια μοναχή και την κ. Πετρωνία Κοκονέζη για να πάρουν τα τρία ορφανά. Τα δύο κορίτσια ή Μαριάνθη και ή Δέσποινα θα έμεναν στο μοναστήρι μέχρι ο Άγιος να τους βρει οικογένειες για να τα μεγαλώσουν. Ο Σωτήρης έμεινε όλο το καλοκαίρι στο ασκητήριο της Αγίας Κυριακής υπο την επίβλεψη τριών μοναχών της Γερόντισσας Κύριακής, της Γερόντισσας Σταματίνας και της Γερόντισσας Μάρθας. Κάθε Κυριακή κατέβαινε στο μοναστήρι και διακονούσε στο ιερό κοντά στον Άγιο Νεκτάριο. Το φθινόπωρο η Πετρωνία Κοκονέζη ανέλαβε το Σωτήρη και το πήρε μαζί της στην Αθήνα για να τον σπουδάσει.
Κατά την παραμονή του δίπλα στον Άγιο Νεκτάριος ο Σωτήρης έζησε τη θαυματουργική του παρουσία. Κάποια μέρα αρρώστησε με υψηλό πυρετό, ο οποίος για τρείς ημέρες τον είχε εξαντλήσει. Οι γερόντισσες από το ασκητήριο τον μετέφεραν στο μοναστήρι του Αγίου με σκοπό να το πάνε σε έναν γιατρό στην Αίγινα. Ο Άγιος δεν τις άφησε, ευλόγησε το Σωτήρη και ο Πυρετός αμέσως έπεσε. Άλλη μία φόρα, παρουσιάστηκαν στο στήθος του Σωτήρη δύο όγκοι σαν πορτοκάλια. Οι μοναχές σκέφτηκαν να τον μεταφέρουν στην Αθήνα με την προοπτική μιας χειρουργικής επέμβασης. Η Γερόντισσα Ξένη έδωσε εντολή να παρουσιαστεί ο Σωτήρης στον Άγιο Νεκτάριο όπου ύστερα από προσευχή τον ευλόγησε και μετά από μερικές μέρες οι όγκοι εξαφανίστηκαν.
Ο Σωτήρης σπούδασε, μπήκε στο Πολυτεχνείο αλλά το πρώτο χρόνο μετά την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο η κυρία Πετρωνία Κοκονέζη απεβίωσε. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εγκατέλειψε το πολυτεχνείο και μπήκε στο πολεμικό ναυτικό φτάνοντας στο βαθμό του Πλωτάρχη. Ο Σωτήριος ήθελε να γίνει κληρικός αλλά ο Άγιος Νεκτάριος είχε προβλέψει πως δεν θα ακολουθούσε το δρόμο της ιεροσύνης. Συνέγραψε δύο Βιβλία το ένα ήταν: «Περί ανατροφής των παιδιών υπό το φώς της Χριστιανικής Διδασκαλίας» και το άλλο ήταν: « Η ιστορία των τριών ορφανών και ο Άγιος Νεκτάριος». Διατηρούσε στενή προσωπική φιλία με τον Ηγούμενο της Λογγοβαρδίας Πάρου, Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο.
Τα δύο κορίτσια η Μαριάνθη και η Δέσποινα έμειναν στο μοναστήρι
με τη προσωπική τους επιθυμία να αφοσιωθούν στο Θεό. Όμως ο Άγιος Νεκτάριος είχε
και για αυτές προβλέψει ότι θα κάνουν μεγάλες πολυμελείς οικογένειες όπως και έγινε.
Η Μαριάνθη Οικονόμου μετέπειτα Κλώνου, παντρεύτηκε το Κωνσταντίνο
Κλώνο και έζησαν όλοι τους τη ζωή στην Κυψέλη Αιγίνης. Έκαναν έξι παιδιά τον Σώζων ( απεβίωσε σε ηλικία 7 ετών) την
Ευγενία, τον Ευάγγελο, τη Θεοδώρα, τη Νεκταρία και τον Παναγιώτη.
Η Μαριάνθη Κλώνου ήταν γιαγιά μας και είχαμε την ευλογία να μας
μεγαλώσει ένας άνθρωπός διηγούμενος τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου μέρος της οποίας
είχε ζήσει, και τον αποκαλούσε Πατέρα…
Κώστας Ζουρδός
Η ιστορία των τριών ορφανών υπάρχει και στο εξαιρετικό βιβλίο του κ. Μανώλη Μελινού με τίτλο : "Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο" τόμος Πρώτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου