Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Κώστας Μουρσελάς: Ο συγγραφέας μιας άλλης Ελλάδας


 Κώστας Μουρσελάς: Ο συγγραφέας μιας άλλης Ελλάδας

 Τίνα Μανδηλαρά

 Έφυγε από τη ζωή στα 85 του

Τα έβλεπε όλα σαν θέατρο γι' αυτό και έγραψε άπειρα θεατρικά μετατρέποντας την πραγματικότητα σε μια απέραντη σκηνή-αρένα όπου όλοι έτρωγαν τις σάρκες τους και όλοι κατέληγαν αδιανόητα τρωτοί - Η τηλεοπτική σειρά «Εκείνος και... εκείνος» αλλά και το μυθιστόρημά του «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» επίσης στην τηλεοπτική του μεταφορά, τον έκαναν ιδιαίτερα γνωστό και αγαπητό στο κοινό
Η Ελλάδα του Μουρσελά, την οποία ξανάστησε μέσα από τα θεατρικά και τα λογοτεχνικά του βιβλία, είναι γεμάτη με αμαρτωλούς και με φτωχούς, που κάνουν σφάλματα και προδίδουν, που αγαπάνε, εκδικούνται αλλά ζουν. Είναι μια Ελλάδα πραγματική που νιώθει τη φλέβα της να πάλλεται με πρωταγωνιστές αντι-ήρωες, αλάνια και πόρνες, διανοούμενους, δωσιλόγους, προδότες και ιδεαλιστές. Πριν από τον Μουρσελά και προτού εμφανιστούν στο προσκήνιο τα «Βαμμένα κόκκινα Μαλλιά» κανείς δεν είχε τολμήσει -με εξαίρεση τον Κουμανταρέα- να βάλει δίπλα στις πολιτικές αντιπαλότητες τον ερωτισμό και να ξεγυμνώσει τους ήρωες από τις βαθιές προκαταλήψεις. Γι' αυτό και δεν ήταν απλώς ένας συγγραφέας αλλά μια φωνή που ξεσήκωσε τους πάντες, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80, θυμίζοντας τους παλιές φλόγες που έκαιγαν ακόμα σε μια χώρα σε αναβρασμό.




Αυτή τη χώρα όμως την έκανε ξανά να φαντασιωθεί, να ερωτευτεί και να ξαναδεί τον εαυτό της στον παραμορφωτικό καθρέφτη της πολιτικής και της λαγνείας -πέρα από τα πολιτικά δίπολα που μάστιζαν το θυμικό της. Μόλις είχε πέσει το τείχος του Βερολίνου και στο εσωτερικό οι μεγάλοι τίτλοι τρέφονταν από το βρώμικο 89 και τις δολοφονίες της 17Ν: σε αυτό το έντονο πολιτικό τοπίο ο Μουρσελάς αντέταξε ένα άλλο λογοτεχνικό κόσμο γεμάτο όχι μόνο πολιτικά πάθη αλλά και σάρκα. Δηλωσίες και αντιρρησίες ήταν όλοι το ίδιο ερωτύλοι, το ίδιο απροστάτευτα γυμνοί απέναντι στα πάθη τους. Ο ίδιος έλεγε πως όταν είχε βρεθεί στα κρατητήρια την εποχή των μεγάλων πολιτικών διώξεων έμεινε να χαζεύει τα στήθη που άφηναν ακάλυπτα οι πόρνες -κάτι που ντρέπονταν να κάνουν οι πολιτικοί κρατούμενοι οι οποίοι απέστρεφαν αλλού το βλέμμα. Και από τότε ήξερε πως δεν θα ασπαζόταν ποτέ μια ξύλινη ιδεολογία που θα κρατούσε μακριά τη ματιά του ανθρώπου από τον ερωτισμό.

Διώχτηκε, βασανίστηκε όσο κανείς, υπέφερε-στερήθηκε από τον καιρό της Κατοχής ακόμα και τον ίδιο του τον πατέρα αλλά δεν ξέχασε πως δεν πρέπει να καθοδηγείται από καμία στημένη ιδέα αλλά από το ένστικτο. Ότι θα πρέπει να διαθέτει ένα αγγείο που θα μεταγγίζει τέχνη στους ανθρώπους, μια λογοτεχνική βόμβα που όπου και να την πέταγε θα τίναζε τον κόσμο στον αέρα. Τα έβλεπε άλλωστε όλα σαν θέατρο γι' αυτό και έγραψε άπειρα θεατρικά μετατρέποντας την πραγματικότητα σε μια απέραντη σκηνή- αρένα όπου όλοι έτρωγαν τις σάρκες τους και όλοι κατέληγαν αδιανόητα τρωτοί.

Η γλώσσα που χρησιμοποίησε καθομιλουμένη και κοινή, σαν αυτή που άκουγε στα στενά του Πειραιά -με τον κεντρικό του ήρωα τον ασυμβίβαστο Λούη να τον έχει εμπνευστεί από έναν ταξιτζή που δούλευε πλασιέ βιβλίων και ζούσε μια ζωή πέρα από τα όρια. Εκτός κοινωνικών συμβάσεων και εκτός του παιχνιδιού που επέβαλε η κοινωνία ήταν ένας νεόκοπος δον ζουάν με αδιανόητα καντάρια αυτοπεποίθησης και ερωτισμού -ένας Ζορμπάς στα περίχωρα του Πειραιά και τη Αθήνας. Απέναντι στον αντικομφορμιστή Λούη ή Εμμανουήλ Ρετσίνα ο Μουρσελάς αντέταξε το λογοτεχνικό άλτερ έγκο του τον Κωνσταντή Μανολόπουλο -εξου και Κ.Μ- έναν φιλήσυχο, δειλό άνθρωπο που δεν τόλμησε κάτι πέρα από αυτά που του επέβαλαν η κοινωνική του τάξη και η μοίρα. Αλλά χωρίς τη δική του αφήγηση προφανώς δεν θα υπήρχε κανένας Λούης.

Ίσως πάλι να έφταιγε γι' αυτό η φαντασία του Κώστα Μουρσελά που ζούσε τα πάντα με αυτό το εσωτερικό βλέμμα που του επέτρεπε να ταξιδεύει, να απολαμβάνει έργα κλασικής μουσικής, να στήνει αυθεντικές παραστάσεις. Και να παρατηρεί.

(από αριστερά: Κώστας Μουρσελάς, Ροδάνθη, Γιώργος Μπαμπινιώτης, Γιώργος Κυρίτσης)


Έβλεπε διαρκώς και θυμόταν, όπως όταν τον είχε πρωτοπάει η μητέρα ενός φίλου στο Εθνικό Θέατρο να δει, σε μικρή ηλικία, τα παραμύθια του Άντερσεν και σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο ή κάπως έτσι θα ήθελε να γράφει και ο ίδιος. Και ήταν  τότε είναι που εμπνεύστηκε το πρώτο θεατρικό: το έλεγαν 'Ερημιά, μια ιστορία με έναν ήρωα που ερχόταν από την επαρχία στην Αθήνα για σπουδές και έμενε σε κάποιους συγγενείς, ένα έργο, σχεδόν αυτοβιογραφικό. Έχοντας ζήσει αναγκαστικά την παιδική του ηλικία στα Κύθηρα ως κυνηγημένος από τους Γερμανούς ο Κώστας Μουρσελάς ήξερε τι θα πει η αναγκαστική εξορία της επαρχίας. Το έργο όμως αυτό του άνοιξε την πόρτα στους λογοτεχνικούς κύκλους αφού όταν βρήκε τον διευθυντή του θεατρικού Μουσείου και το διάβασε τον παρότρυνε να συνεχίσει να γράφει. Σύντομα έφτασε στον ίδιο τον Κάρολο Κουν και αυτή ήταν, για εκείνον η αρχή μιας λαμπρής καριέρας. Αλλά δεν έμεινε εκεί: έγραψε διηγήματα, φανταστικές κατασκευές, έργα δικής του έμπνευσης, κοντά στο θέατρο του Παραλόγου όπως το «Άνθρωποι και άλογα». Τη δεκαετία του 60, οπότε και έγραψε τα περισσότερα θεατρικά, είχαν αρχίσει να δημιουργούνται οι πρώτες ανεξάρτητες θεατρικές σκηνές, όπως η Δωδέκατη Αυλαία, και ο Κώστας Μουρσελάς έγινε απαραίτητο μέλος τους. Αλλά στο εσωτερικό τον κυνηγούσε το παρελθόν του και η πολιτική: από μικρός είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση και τώρα δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να υπογράψει το χαρτί για τα κοινωνικά φρονήματα. Έξω από το θέατρο τον περίμεναν οι αστυνομικοί. Και πάλι φυλακή. Και πάλι κυνηγητά και ταλαιπωρία.

Εκεί είχε την τύχη, στο Μεταγωγών στην Πλάκα, να γνωρίσει τον Μπελογιάννη αλλά και τον Παντελίδη που τελικά καταδικάστηκε. Αλλά και ο Μουρσελάς κυνηγήθηκε όσο κανείς, έζησε από κοντά τα βασανιστήρια και όλα αυτά τα αποτύπωσε με ιδιαίτερα ενάργεια στα θεατρικά του και στα βιβλία-πάντα με το χιούμορ και την ειλικρίνεια του ανθρώπου που δεν υποτάσσεται σε καμία ιδεολογία πέρα από την ανθρώπινη.

Όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του: «Ήθελα να απελευθερωθώ τελείως, να μην ξεκινάω από καμία ιδεολογία, από καμιά φιλοσοφία, από τίποτα. Άρχισα να πιστεύω ότι ο συγγραφέας είναι πάνω από όλα αυτά, πάνω από ιδεολογίες πάνω και από αισθητικές θεωρίες, διότι πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου εντελώς ελεύθερο να δημιουργήσεις εκεί που σε οδηγεί η προσωπικότητά σου, και ότι φορτίο κουβαλάς μαζί σου».

Γλυκός άνθρωπος και προσηνής, αγαπούσε εξίσου με το θέατρο και την κλασική μουσική-έπαιζε άλλωστε από μικρός βιολί -αλλά και τα βράχια της Πειραϊκής, τα λαϊκά μεζεδοπωλεία, κάποιες γωνιές όπου μπορούσε να αγναντεύει τα φουγάρα από τα εργοστάσια. Λάτρευε το διάβασμα, μια αγάπη την οποία μετέδωσε στην κόρη του και δεν πρόδωσε ποτέ μέχρι που πέθανε.

Παρότι είχε σπουδάσει Νομικά, τα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή και δήλωνε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί μια ζωή μακριά από τα βιβλία. Δεν υπήρξαν πολλοί που να έγραψαν με τη δική του τόλμη και χιούμορ: ένας λαϊκός σοφός, ένας μάντης χορευτής που με μια κίνηση και ενώ στις σελίδες αντηχούν βρισιές και ρεμπέτικα, εξαπολύει μια περιγραφική δύναμη που απελευθερώνει το σώμα του ανθρώπου από τα αδιάσειστα γεγονότα της ζωής. Είχε άλλωστε το χάρισμα να φτιάχνει ανθρώπινες μορφές που μεταμορφώνουν με τον δικό τους τρόπο την πραγματικότητά -όπως την τρομερή σειρά 'Εκείνος και Εκείνος' που είχε και πάλι τη μορφή θεατρικού μονοπρακτού- να ανιχνεύοντας τον ρυθμό της πόλης και το μουρμουρητό του αίματος, βλέποντας τα πάντα στην πιο σκληρή τους ουσία και όχι στη βιτρίνα.

Απόλυτα πραγματικός και αδιανόητα πηγαίος ο Κώστας Μουρσελάς δεν αναζήτησε ποτέ συνταγές, ούτε καν ενδιαφέρθηκε αν τα βιβλία του είχαν μεταφραστεί σε τόσες χώρες στο εξωτερικό: ακόμα και αν ο κόσμος γινόταν κομμάτια ήξερε πως υπάρχει εδώ ένας άνδρας που σκέφτεται και ερωτεύεται και είναι έτοιμος να γίνει ήρωας αν χρειαστεί και να μπει στις σελίδες.  Δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες τον αγάπησαν τόσο: ο θάνατός του μας θυμίζει ένα κομμάτι της καρδιάς μας και της χώρας μας πιο πραγματικό και πιο ντόμπρο που θα μείνει για πάντα ζωντανό ο,τι και αν προστάζουν οι πολιτικοί και η πολιτική. Γι αυτό και άνθρωποι σαν τον Μουρσελά δεν σβήνουν -και δεν λείπουν ποτέ- από τη συλλογική μας μνήμη, άσχετα αν η μοίρα τον πήρε μακριά μια ζεστή μέρα του Ιούλη. Άλλωστε δεν θα έφευγε ποτέ χειμώνα...

Πηγή: Πρώτο Θέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου