Η είδηση του θανάτου του Γιάννη Καλατζή με
ταξίδεψε χρόνια πίσω. Ιανουάριος, 1993: στον θάλαμο της Α3 διμοιρίας της
3ης Μοίρας του κέντρου βασικής εκπαίδευσης της Πολεμικής Αεροπορίας
στην Τρίπολη, κάθε πρωί (μα κάθε πρωί), αξημέρωτα, με την έγερση, ένα
ραδιοφωνάκι έπαιζε την «Τζαμάικα». Προφανώς ήταν ένας τοπικός σταθμός με
τη δική του playlist, πάντως ξυπνούσαμε κάθε μέρα και κάναμε την
προετοιμασία για την πρωινή επιθεώρηση με τους ήχους, μεταξύ άλλων
κλασικών ελληνικών ασμάτων, της «Τζαμάικας».
Τότε, στα 23 μου, άκουγα το παλιό μα όμορφο αυτό τραγούδι του Καλατζή σαν ειρωνεία: αγουροξυπνημένος, γυαλίζοντας άρβυλα και φτιάχνοντας τον παραδοσιακό «φάκελο» με τα μαξιλάρια και τις κουβέρτες, άκουγα τους εξωτικούς, γεμάτους τροπικό καλοκαίρι στίχους («... ταξίδι μακρινό έως την Τζαμάικα...») αναμένοντας τους βλοσυρούς, «ψαρωτικούς» υποσμηνίες και λοιπούς εκπαιδευτές για μία ακόμα ατελείωτη ημέρα εντός του χιονισμένου στρατοπέδου.
Είναι παράξενο τι σου κάνουν ορισμένα τραγούδια, πώς μέσα σου συνδέονται οριστικά και αμετάκλητα, χάριν συγκυρίας έστω, με μια πολύ μικρή, σχεδόν ασήμαντη, καθημερινή σου στιγμή: πώς την κάνουν εν τέλει να διαρκεί για πάντα, τουλάχιστον για όσο είσαι κι εσύ εδώ. Είναι επίσης παράξενο πώς με τον ίδιο τρόπο «γράφουν» μέσα σου κάποιες φωνές. Και η φωνή του Γιάννη Καλατζή ήταν πολύ χαρακτηριστική μιας ολόκληρης εποχής. Η εποχή του Καλατζή ήταν μιας άλλης γενιάς, όχι της δικής μου πάντως. Προτού τον ακούσω κατ’ επανάληψιν, όπως ο Μπιλ Μάρεϊ άκουγε το «I got you babe» στην ταινία «Η μέρα της μαρμότας», μέσα σ’ εκείνον τον άθλιο, μίζερο θάλαμο, μαζί με άλλους σαράντα τόσους κακομοίρηδες, στη μνήμη μου ήταν ταυτισμένος με την παιδική μου ηλικία, δηλαδή τη δεκαετία του ’70, όταν όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν Καλατζή: «Η γοργόνα», «Δελφίνι, δελφινάκι», «Παποράκι του Μπουρνόβα», η «Τζαμάικα» βέβαια, και πολλά άλλα ακόμη – το θαλασσινό στοιχείο, όπως και το ερωτικό, ήταν έντονα, όπως μαρτυρούν και οι τίτλοι, με ένα τεράστιο, μαγικό άλμα από το Αιγαίο και τη Μεσόγειο στην Καραϊβική. Με άλλα λόγια, το ταξίδι, η απόδραση από μια Ελλάδα τραυματισμένη από τη χούντα και την Κύπρο, στα πρώτα της βήματα στην πολυσυζητημένη πλέον μεταπολίτευση. Είχα την αίσθηση ότι όταν παίζονταν τα τραγούδια του Καλατζή στα ραδιόφωνα και την ασπρόμαυρη τηλεόραση, ήταν πάντοτε καλοκαίρι. Δεν ήταν φυσικά αλλά τόσα καταλάβαινα από τους καιρούς εκείνους χάρη στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας.
Κι όμως, αυτό το καλοκαιρινό αίσθημα επέστρεψε καταμεσής του χειμώνα, είκοσι περίπου χρόνια μετά, στο στρατόπεδο της χιονισμένης, παγωμένης Τρίπολης, όπου κάθε πρωί μερικοί ψαρωμένοι, αγχωμένοι σμηνίτες είχαν ραντεβού με την «Τζαμάικα» – ή τουλάχιστον είχα εγώ, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα την περίμενα λες και θα ταξίδευε κι εμένα μακριά από την γκριζάδα της «στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι».
Στα εβδομήντα τέσσερά του, ο Γιάννης Καλατζής πέθανε λοιπόν. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι ήδη ταξιδεύει για την Τζαμάικα.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Τότε, στα 23 μου, άκουγα το παλιό μα όμορφο αυτό τραγούδι του Καλατζή σαν ειρωνεία: αγουροξυπνημένος, γυαλίζοντας άρβυλα και φτιάχνοντας τον παραδοσιακό «φάκελο» με τα μαξιλάρια και τις κουβέρτες, άκουγα τους εξωτικούς, γεμάτους τροπικό καλοκαίρι στίχους («... ταξίδι μακρινό έως την Τζαμάικα...») αναμένοντας τους βλοσυρούς, «ψαρωτικούς» υποσμηνίες και λοιπούς εκπαιδευτές για μία ακόμα ατελείωτη ημέρα εντός του χιονισμένου στρατοπέδου.
Είναι παράξενο τι σου κάνουν ορισμένα τραγούδια, πώς μέσα σου συνδέονται οριστικά και αμετάκλητα, χάριν συγκυρίας έστω, με μια πολύ μικρή, σχεδόν ασήμαντη, καθημερινή σου στιγμή: πώς την κάνουν εν τέλει να διαρκεί για πάντα, τουλάχιστον για όσο είσαι κι εσύ εδώ. Είναι επίσης παράξενο πώς με τον ίδιο τρόπο «γράφουν» μέσα σου κάποιες φωνές. Και η φωνή του Γιάννη Καλατζή ήταν πολύ χαρακτηριστική μιας ολόκληρης εποχής. Η εποχή του Καλατζή ήταν μιας άλλης γενιάς, όχι της δικής μου πάντως. Προτού τον ακούσω κατ’ επανάληψιν, όπως ο Μπιλ Μάρεϊ άκουγε το «I got you babe» στην ταινία «Η μέρα της μαρμότας», μέσα σ’ εκείνον τον άθλιο, μίζερο θάλαμο, μαζί με άλλους σαράντα τόσους κακομοίρηδες, στη μνήμη μου ήταν ταυτισμένος με την παιδική μου ηλικία, δηλαδή τη δεκαετία του ’70, όταν όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν Καλατζή: «Η γοργόνα», «Δελφίνι, δελφινάκι», «Παποράκι του Μπουρνόβα», η «Τζαμάικα» βέβαια, και πολλά άλλα ακόμη – το θαλασσινό στοιχείο, όπως και το ερωτικό, ήταν έντονα, όπως μαρτυρούν και οι τίτλοι, με ένα τεράστιο, μαγικό άλμα από το Αιγαίο και τη Μεσόγειο στην Καραϊβική. Με άλλα λόγια, το ταξίδι, η απόδραση από μια Ελλάδα τραυματισμένη από τη χούντα και την Κύπρο, στα πρώτα της βήματα στην πολυσυζητημένη πλέον μεταπολίτευση. Είχα την αίσθηση ότι όταν παίζονταν τα τραγούδια του Καλατζή στα ραδιόφωνα και την ασπρόμαυρη τηλεόραση, ήταν πάντοτε καλοκαίρι. Δεν ήταν φυσικά αλλά τόσα καταλάβαινα από τους καιρούς εκείνους χάρη στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας.
Κι όμως, αυτό το καλοκαιρινό αίσθημα επέστρεψε καταμεσής του χειμώνα, είκοσι περίπου χρόνια μετά, στο στρατόπεδο της χιονισμένης, παγωμένης Τρίπολης, όπου κάθε πρωί μερικοί ψαρωμένοι, αγχωμένοι σμηνίτες είχαν ραντεβού με την «Τζαμάικα» – ή τουλάχιστον είχα εγώ, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα την περίμενα λες και θα ταξίδευε κι εμένα μακριά από την γκριζάδα της «στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι».
Στα εβδομήντα τέσσερά του, ο Γιάννης Καλατζής πέθανε λοιπόν. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι ήδη ταξιδεύει για την Τζαμάικα.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου