Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Η Μάνα που συγκλόνισε τον Ρίτσο…



Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου

Είναι Μάιος του 1936 στην Θεσσαλονίκη. Μια μαυροφορεμένη Μάνα θρηνεί πάνω από τον νεκρό γιό της. Η σορός του βρίσκεται πάνω σε μια ξηλωμένη πόρτα, που οι σύντροφοί του, την είχαν μετατρέψει σε φορείο προκειμένου να μεταφέρουν το άψυχο σώμα του μακριά από το πεδίο των συγκρούσεων. Η Μάνα σαν μια άλλη Παναγιά, έχει σκύψει πάνω στο άψυχο σώμα του παιδιού της και το μοιρολογά. Με λόγια πόνου και προσευχής. Ο νεκρός ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Την συγκλονιστική σκηνή αποθανατίζει διερχόμενος φωτογράφος. Μπαίνει στις εφημερίδες την άλλη μέρα. Από μια σύμπτωση της τύχης; Από το θέλημα και την επιθυμία του Θεού; Δεν ξέρουμε πως αλλά πέφτει στην οπτική εικόνα του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Από την σκηνή της χαροκαμένης Μάνας θα γεννηθεί το ποιητικό έργο «Επιτάφιος». Από τον αγκαλιασμένο θρήνο της Μάνας και του νεκρού γιού θα βγουν αβίαστα από το ποιητικό δημιουργικό μεγαλείο του ποιητή οι πρώτοι στίχοι: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων, μου καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου. Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που μικρά σου λέω»...


Ο Τάσος αποφάσισε να συμμετάσχει στην απεργία της 9ης Μάιου. Λίγο πριν στις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, που συνιστούσαν το 11,3% της εργατικής τάξης στη βόρεια Ελλάδα, ξεκίνησαν απεργία διαρκείας με βασικό τους  αίτημα  την αύξηση του ημερομισθίου που προβλέπονταν αλλά ποτέ δεν είχε εφαρμοστεί από το 1924. Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια είχαν συνάψει συμφωνία με τους καπνεργάτες την οποία δεν είχαν πραγματοποιήσει. Το αίτημα της αύξησης των ημερομισθίων, βέβαια, δεν ήταν το μόνο. Οι καπνεργάτες διεκδικούσαν την οκτάωρη εργασία, την βελτίωση των ασφαλιστικών παροχών και τις περίθαλψης και την εφαρμογή νόμου ώστε να απασχολούνται 50% άνδρες - 50% γυναίκες στις καπνεργατικές εργασίες. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία ήταν σχεδόν καθημερινές και όλοι έβλεπαν πως η κατάσταση οδεύει προς την οριστική ρήξη. Τις πρώτες μέρες εκείνου του Μάη η Θεσσαλονίκη έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Ο διορισμένος πρωθυπουργός και μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, πηγαίνει ο ίδιος στη συμπρωτεύουσα προκειμένου να δει από κοντά την κατάσταση.


 Ο Τάσος Τούσης γεννήθηκε στο Ασβεστοχώρι, στους πρόποδες του Χορτιάτη, το 1906, ξημερώματα  πρωτοχρονιά.  Οι οικογένεια του ήταν πάμφτωχη και πολυμελής, γεγονός που τον ανάγκασε από μικρή ηλικία να βγει για την αναζήτηση του μεροκάματου. Κάτω από δύσκολες και για την ηλικία του αλλά και για την κοινωνία συνθήκες. Η θέληση του αλλά και η ανάγκη για να βοηθήσει την οικογένεια του με όποιον τρόπο μπορούσε παρέκαμπτε κάθε τυχόν αναστολή. Έκανε πολλές και δύσκολες δουλειές. Ότι έβρισκε φτάνει να εξασφαλίσει μεροκάματο χωρίς να υπολογίζει τον κόπο της εργασίας που πολλές φορές εξαντλούσε τις φυσικές του δυνάμεις. Πριν καταταγεί εθελοντής στην Αεροπορία δούλευε σε ένα βαρελάδικο σε δύσκολες επαγγελματικές συνθήκες με 12 δραχμές την ημέρα μεροκάματο. Όταν απολύθηκε από την Αεροπορία έβγαλε δίπλωμα επαγγελματία οδηγού. Αγόρασε ένα σαραβαλιασμένο ford και με προσωπικό κόστος και σκληρή δουλειά προσπάθησε να το κάνει... αυτοκίνητο για να κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Ασβεστοχώρι - Σανατόριο μεταφέροντας κόσμο. Στις δύσκολες επαγγελματικές συνθήκες του αυτοκινητιστή η ζωή του χαμογελάει και στο πρόσωπο της Ελένης, της μετέπειτα γυναίκας του, γνωρίζει την ευτυχία και την αγάπη. Η Ελένη που ήταν καπνεργάτρια θα δώσει στον Τάσο όσες οικονομίες έχει προκειμένου να αγοράσει ένα αξιοπρεπές αυτοκίνητο και να ανεβάσουν τα εισοδήματα τους για να χτίσουν την φαμίλια τους. Λίγο πριν κατέβει στην απεργία, ο Τάσος επισκέπτεται την Μητέρα του κυρία Κατίνα και την καθησυχάζει λέγοντας της  πως δεν θα συμμετείχε στις κινητοποιήσεις και πως θα πήγαινε το αυτοκίνητο στο συνεργείο.


Την προηγούμενη ημέρα της μεγάλης απεργίας στις 8 Μαΐου του 1936 είχαν γίνει αιματηρές συμπλοκές. Τα φαινόμενα των κλιμακούμενων αντιδράσεων των εργαζομένων ανησυχούν την κυβέρνηση που φοβάται γενικευμένη εξέγερση. Το γεγονός που ανησύχησε περισσότερο τον Πρωθυπουργό Μεταξά είναι πως στις κινητοποιήσεις και στις απεργίες δεν συμμετέχουν μόνο καπνεργάτες αλλά επαγγελματίες και από πολλούς άλλους κλάδους. Ο Μεταξάς ενόψει της μεγάλης απεργίας της 9ης Μαΐου δίνει εντολή για σκληρή καταστολή. Η Χωροφυλακή και  οι μονάδες του στρατού είναι με το όπλο παρά πόδα.


Όταν ο Τάσος πήρε το δρόμο προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει. Μαζί με δυο ακόμα συντρόφους του, εντοπίζουν έναν επαγγελματία οδηγό, απεργοσπάστη και τον κατεβάζουν από το όχημα του.Στη συνέχεια, ενώθηκε με μια μεγάλη ομάδα καπνεργατών η οποία δεν άργησε να συναντηθεί με αστυνομικούς. Ξεκίνησαν οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Όταν η οργή κόπασε ο Τάσος μαζί με κάποιους άλλους μπήκαν σε ένα καφενείο. Μετά από λίγο, ωστόσο, ξέσπασαν νέες συγκρούσεις και οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα προκειμένου να απωθήσουν τους απεργούς. Ο Τάσος Τούσης βγαίνει από το καφενείο προκειμένου να πάρει μέρος στις συγκρούσεις. Στη γωνία Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο υπό ανέγερση ξενοδοχείο «Μητρόπολις», οι συγκρούσεις γενικεύονται και ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι χωροφύλακες πλέον, σημαδεύουν στο ψαχνό. Μια από τις σφαίρες διαπερνά το κρανίο του Τάσου ο οποίος σωριάζεται νεκρός.


 Οι σύντροφοί του, ξηλώνουν μια πόρτα, την μετατρέπουν σε φορείο και απομακρύνουν το άψυχο κορμί του Τάσου από το σημείο των συμπλοκών. Στη διάρκεια της διαδρομής, η νεκρική πομπή συνάντησε στο δρόμο τη μητέρα του Τάσου η οποία έψαχνε τις κόρες της. Όλοι παγώνουν. Η χαροκαμένη μάνα, αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Εκείνη την ώρα ακούγονται νέοι πυροβολισμοί. Οι διαδηλωτές αφήνουν το άψυχο κορμί του Τάσου στο δρόμο και προσπαθούν να καλυφθούν. Η μητέρα του, ωστόσο, μένει εκεί και θρηνεί το παιδί της ανάμεσα στις σφαίρες που σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι της. Η ηρωική, χαροκαμένη Μάνα δεν εγκαταλείπει το άψυχο σώμα του παιδιού της παρόλο που κινδυνεύει και η ίδια. Δεν θέλει να τον αφήσει μόνο αυτές τις δύσκολες στιγμές. Και ας είναι από ώρα νεκρός. Για την Μάνα δεν είναι. Δεν θα είναι ποτέ. Η Μάνα ακόμα και αν μαυροφορεί δεν χάνει ποτέ την ελπίδα. Ο Ρίτσος βλέπει την φωτογραφία στην εφημερίδα και συγκλονίζετε. Κλείνετε για τρεις ημέρες στο δωμάτιο του και γράφει ασταμάτητα. Με μια ποιητική πνευματική ορμή που βγαίνει από την ψυχή συντονισμένη από τις αγωνίες και τους πόνους ενός ολόκληρου Λαού. Λίγο μετά την δολοφονία του Τάσου Τούση και τον δώδεκα απεργών, ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει τα ποιήματα του Ρίτσου με τίτλο «Μοιρολόι» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης».


Στις 8 Ιούνη του 1936 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Ριζοσπάστη ο «Επιτάφιος – Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης», με την προσθήκη στα αρχικά ποιήματα και άλλων που στο μεταξύ είχε στείλει ο Ρίτσος στην εφημερίδα. Τα 10.000 αντίτυπα εξαντλούνται σχεδόν αμέσως. Η δεύτερη έκδοση, ωστόσο, ματαιώνεται με την επιβολή «υπό του κομμουνιστικού κινδύνου» της δικτατορίας του Μεταξά την 4η Αυγούστου 1936, μία ημέρα πριν από τη γενική απεργία που είχε προκηρυχθεί. Ο «Επιτάφιος» συγκαταλέγεται στον πρώτο κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, κατάσχονται τα τελευταία 250 αντίτυπα και ρίχνονται στην πυρά μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός…


 Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το 1959, ο Μίκης Θεοδωράκης λαμβάνει στο Παρίσι ένα πακέτο με αποστολέα τον Γιάννη Ρίτσο. Το πακέτο έχει μέσα όλα τα βιβλία του Ρίτσου και στο βιβλίο του  «Επιταφίου» μια υποσημείωση γραμμένη χειρόγραφα από τον ποιητή. «Το βιβλίο τούτο το έκαψαν στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Ο Μίκης ηλεκτρίζεται. Ένα έντονο συναίσθημα κατακλύζει όλο του το είναι. Ανοίγει το βιβλίο και αρχίζει να διαβάζει τα ποιήματα. Στον δρόμο η βροχή δυναμώνει. Αμέσως φτιάχνει ένα αυτοσχέδιο πεντάγραμμο και γράφει μουσική. Σε λίγη ώρα έχει μελοποιήσει και τα είκοσι. Έχει δημιουργήσει ένα σπουδαίο πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο. Από έναν νεκρό απεργό. Από μια φωτογραφία. Από έναν συγκλονισμένο ποιητή. Μα κυρίως από μια Μάνα. « Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω…Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη. Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω, τα παγωμένα χέρια μου να τα ζεστάνω λίγο;…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου