Μια διαδρομή με το Μετρό, από τον σταθμό «Δουκίσσης Πλακεντίας» μέχρι τον αντίστοιχο του Συντάγματος, είναι ικανή να σου αποκαλύψει μια από τις πτυχές της οικονομικής κρίσης.
Ακριβή στοιχεία δεν έχω στα χέρια μου, αλλά δεν χρειάζεται κάποιος να είναι στατιστικολόγος για να καταλήξει ότι η επαιτεία στη χώρα μας -ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια, που σοβεί η κρίση- έχει αυξηθεί. Οι ζητιάνοι γύρω μας έχουν πολλαπλασιαστεί και, πλέον, τους συναντάς παντού.
Στην εν λόγω διαδρομή που σας περιέγραψα -εδώ και έναν, περίπου, μήνα που είχα να χρησιμοποιήσω το Μετρό- οι επαίτες τώρα πια βρίσκονται σε κάθε σταθμό.
«Κυρίες και κύριοι, με συγχωρείτε για την ενόχληση και ευχαριστώ για την προσοχή σας. Δεν είμαι ζητιάνος, αλλά...». Και ακολουθούν τα «αλλά» της ζωής τους. Που ίσως να είναι και δικά μας «αλλά», στο έργο προσεχώς.
Και εξηγώ: Δεν πρόκειται, λοιπόν, για τα συνηθισμένα «αλλά» που έχετε ακούσει. Οι πολυπληθείς ζητιάνοι, πλέον, δεν είναι μόνο αλλοδαποί, δεν είναι μόνο μετανάστες, όπως -κακώς- είχαμε «συνηθίσει» μέχρι τώρα. Τώρα πια βλέπεις και πολλούς Έλληνες, που δεν τους αποκαλείς «ζητιάνους». Προσωπικά, δεν έχω δει ξανά τόσους πολλούς, που να μην είναι αποκλειστικώς άτομα εξαρτημένα από ουσίες ή άρτι αποφυλακισθέντες, να είναι Έλληνες, να μη ζητάνε λεφτά, αλλά δουλειά. Μέχρι το Σύνταγμα πρόλαβα να δω -μόνο στο βαγόνι που βρισκόμουν εγώ- σε κάθε σταθμό κι από έναν διαφορετικό τέτοιο «επαίτη». Που, για την ακρίβεια, δεν είναι «επαίτης», αλλά ικέτης.
Ανάμεσα στους υπόλοιπους που μπήκαν στη διαδρομή που έκανα εγώ, ήταν και ένας κουρασμένος και στεναχωρημένος 35άρης, που πολύ ευγενικά μας συστήθηκε: «Κυρίες και κύριοι, με συγχωρείτε για την ενόχληση και ευχαριστώ για την προσοχή σας. Δεν είμαι ζητιάνος, αλλά έχασα τη δουλειά μου και δεν μπορώ να βρω πουθενά δουλειά. Αν θέλετε να σας κάνω κάτι, με όσα χρήματα εσείς θέλετε...».
Τα βλέμματα των συνεπιβατών χαμηλώνουν, οι ανάσες γίνονται πιο βαριές, καταπίνουμε με έναν διαρκή κόμπο στον λαιμό. Καλοβαλμένος, νέος άνθρωπος, με καθαρά ρούχα. Την ίδια στιγμή, κάνεις δευτερότριτες σκέψεις. Θα μπορούσες να ήσουν εσύ στη θέση του. Αν ήσουν στη θέση του, τελικά, θα ζητιάνευες, θα ικέτευες για κάτι τέτοιο; Λέει, τελικά, αλήθεια; Και γιατί να μη λέει; Δουλειά ζητάει. Κι αν πρόκειται για κάποιο πανούργο σχέδιο, να σε παρασύρει -αφού ως «εργοδότης» θα έχεις σίγουρα λεφτά να τον πληρώσεις για τη «μαύρη» εργασία του- και όταν έρθει σπίτι, ποιος ξέρει τι μπορεί να σου κάνει; Σκέφτεσαι πολλά, δεν ξέρω τι από όλα αυτά είναι αλήθεια και αποφασίζω να τον ρωτήσω, μπας και καταλάβω. Πιάνω, λοιπόν, σύντομη κουβέντα με τον Στέλιο, έτσι τον λένε, λόγια της μιας στάσης, από τον έναν σταθμό στον άλλον. Έχει μια μάνα χωρίς σύνταξη, στο σπίτι που μένουν μαζί, και πληρώνει εκείνος όλα τα έξοδα. Έμεινε άνεργος εδώ και 7 μήνες, η αποζημίωση που είχε πάρει τελείωσε πριν από μια βδομάδα. Ζήτησε δουλειά παντού και συνεχίζει. Σκέφτηκε να μπαίνει στο Μετρό και να ζητάει δουλειά. Μέχρι τώρα, κανείς από τους επιβάτες δεν έχει ανταποκριθεί. «Μπορεί να φοβούνται, δεν είναι μόνο το ότι δεν έχουν λεφτά, που δεν έχουν, να με πληρώσουν για όποια εργασία τους κάνω. Εγώ, όμως, θα συνεχίσω να μπαίνω και να ρωτάω αν θέλει κάποιος να μου δώσει μια ευκαιριακή δουλειά, έστω. Αδερφέ, δουλειά ζητάω, δεν έχω να ζήσω, να ζήσω τη μάνα μου...».
«Η ζητιανιά είναι η εργασία της οκνηρίας», κατά Αντριέν Ντε Κουρσέλ, ποιος μπορεί, όμως, να ισχυριστεί κάτι τέτοιο σε αυτήν την περίπτωση; «Ζητώ δουλειά μέσω Μετρό», αυτές ίσως είναι οι νέου τύπου αγγελίες της ζωής μας.
Στους επόμενους σταθμούς μπήκαν κι άλλοι, που είχαν να διηγηθούν τις δικές τους ιστορίες, με πνιγμένες από τη στεναχώρια φωνές: «Είμαι μάνα, ο άντρας μου μας εγκατέλειψε, δουλειά θέλω, για να πάρω γάλα στο παιδί μου, δεν θέλω ελεημοσύνη». «Σου έχει συμβεί κάποιο απρόοπτο;», ρωτάω τη Μαρία, έτσι τη λένε. «Ναι. Ένας “κύριος”, μέρα μεσημέρι, με πήγαινε προς το σπίτι του και κατάλαβα ότι είχε άλλα σχέδια στο μυαλό του και όχι να μου δώσει δουλειά», μου απαντά με ένα πικρό χαμόγελο.
Το ίδιο ακριβώς χαμόγελο που είχε κι ο Στέλιος, όπως και οι υπόλοιποι που μπήκαν στο ίδιο βαγόνι που ήμουν κι εγώ. Άνθρωποι που ζητούν τη βοήθειά μας, με την απελπισία ζωγραφισμένη στα μάτια τους, που ξεχειλίζουν από πόνο κι από οργή για το «εδώ που φτάσαμε», συνάνθρωποί μας που ζητούν δουλειά. Ήταν σαν εσένα, είχαν μια κανονική ζωή, μια κανονική δουλειά, αλλά τώρα τίποτε δεν είναι κανονικό. Είναι, ίσως, πρώην συνάδελφοί σου, μπορεί να σπουδάσατε μαζί, αλλά συνέβη ό,τι μπορεί να συμβεί στον καθένα, έχασαν τη δουλειά τους και τώρα δεν έχουν ούτε τα προς το ζην. Είναι συμπολίτες μας που περιμένουν την ευτυχία να επιβιβαστεί σε κάποια αποβάθρα και να τους δώσει όχι ψιλά, όχι κέρματα, αλλά ένα μεροκάματο.
«Ο φτωχός προκαλεί σεβασμό, ο ζητιάνος πρέπει να προκαλεί οργή», είχε πει αμφίσημα ο Ναπολέων, ο οποίος, όμως, έτσι κι αλλιώς -άθελά του, κιόλας- εφηύρε τα «Βατερλό» της ύπαρξής μας.
http://www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου