Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Ρωμαιοκαθολικισμός και πολιτική εξουσία στην Ευρώπη


του θεολόγου Αθανασίου Μουστάκη
 
Ήδη από τον 4ο μετά Χριστόν αιώνα είχε ξεκινήσει μία προϊούσα απομάκρυνση Ανατολής και Δύσης, ή καλύτερα του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η απομάκρυνση αυτή έγινε μεγαλύτερη εξαιτίας των μετακινήσεων φυλών από το βορρά και την ανατολή, προς τη δύση, και την κατάλυση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, το οποίο συμβατικά τοποθετείται στο έτος 476 όταν έπεσε η πόλη της Ραβέννας. Προβλήματα προέκυψαν και επί των ημερών του ιερού Φωτίου με το λεγόμενο πρώτο σχίσμα, ενώ η απώλεια των δυτικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας και η χαλάρωση της πνευματικής σχέσης που υπήρχε με την Ορθόδοξη Ανατολή περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. 
Η Εκκλησία της Ρώμης, στηριγμένη στην υποτιθέμενη Κωνσταντίνειο δωρεά («Constitutum Donatio Constantini»), στην πραγματικότητα «ψευδο-Κωνσταντίνειο δωρεά», ένα πλαστό κείμενο, προσπάθησε να επιβάλει τις πολιτικές της απόψεις στα κράτη και στους ηγεμόνες της Δύσης.


 Το κείμενο αυτό, παρουσιάστηκε ως η Διαθήκη του Μ. Κωνσταντίνου, η οποία συντάχθηκε το έτος 324 μ.Χ.. Το περιεχόμενό του, με λίγα λόγια, ήταν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος κληροδότησε στον επίσκοπο της Ρώμης πέρα από την εκκλησιαστική, που ούτως ή άλλως είχε, και τη δική του πολιτική / αυτοκρατορική εξουσία. Η δωρεά ήταν η ανταμοιβή του Μ. Κωνσταντίνου προς τον Πάπα Σιλβέστρο για τη θαυματουργική θεραπεία του από την ασθένεια της λέπρας.
Το κείμενο υποστήριζε ότι δεν ήταν επιτρεπτό να υπάρχουν δύο εξουσίες σε μία πόλη, τη Ρώμη, γι᾿ αυτό το λόγο ο Μέγας Κωνσταντίνος, μετέφερε το κέντρο της διοίκησης και την εξουσία του στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έγινε στο εξής η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ανάμεσα στις παροχές της «Constitutum Donatio Constantini» προς τον επίσκοπο της Ρώμης περιλαμβάνονται η δωρεά του παλατιού του Λατερανού, του βασιλικού διαδήματος και όλων των βασιλικών ενδυμάτων. Μεταξύ άλλων περιλαμβανόταν και η υποχρέωση των βασιλέων και ηγεμόνων των κρατών να κρατούν τα λουριά του αλόγου του Πάπα.
Την πλαστότητά του αποδεικνύουν ιστορικοί, φιλολογικοί και θεολογικοί λόγοι, οι οποίοι εντοπίστηκαν ήδη από την περίοδο του Μεσαίωνα.
O Ιταλός ανθρωπιστής Λορέντζο (Λαυρέντιος) Βάλλα, απέδειξε το 1440 ότι η «Δωρεά» δεν μπορεί να είναι αυθεντική, αναλύοντας τη γλώσσα του κειμένου συμπέρανε ότι τα Λατινικά του εγγράφου δεν μπορεί να γράφτηκαν το 324. Σήμερα έχει αποκαλυφθεί ότι το έγγραφο γράφτηκε από τον Ισπανό ιερέα Ισίδωρο Μερκάτορα ενώ Πάπας ήταν ο Στέφανος Β΄, γύρω στο 752, όταν η ρωμαιοκαθολική εκκλησία χρειαζόταν κάτι για να προωθήσει την εξουσία της και να αντιμετωπίσει τις αντίπαλες δυνάμεις, κυρίως από το χώρο των Φράγκων βασιλέων της Γαλλίας.
Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση της καθηγ. Αγγελικής Λαΐου ότι στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Θεόδωρος Βαλσαμών, σχολιάζοντας το Ελληνικό κείμενο της «Δωρεάς του Κωνσταντίνου», έγραφε ότι ορισμένοι πατριάρχες, όπως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να εφαρμόσουν στον εαυτό τους τα προνόμια που η «Δωρεά» είχε χαρίσει στους Πάπες, ενώ ο Βαλσαμών φαίνεται να αποδέχεται την παράδοση κατά την οποία ο αυτοκράτορας κρατά τα ηνία του αλόγου του Πάπα : «καί κρατοῦντες τόν χαλινόν τοῦ ἵππου αὐτοῦ, διά τήν προσκύνησιν καί τόν φόβον τοῦ Ἁγίου Πέτρου, στράτωρος ὀφφίκιον ἐποιήσαμεν».
Το έγγραφο αυτό διαμόρφωσε για περισσότερους από 7 αιώνες τα πολιτικά πράγματα στην Ευρώπη επιβάλλοντας στέψη των ηγεμόνων από τον Πάπα, επισφράγιση από αυτόν των πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών, έγκρισή του για τους βασιλικούς γάμους και τα βασιλικά διαζύγια, εμπλοκή του στις σταυροφορίες και πρόκληση σημαντικών προβλημάτων λόγῳ των διεκδικήσεών του στη δυτική Ευρώπη, αλλά και την Ανατολή.
Ένα από τα βασικά σημεία της διαμάχης, κοσμικών ηγεμόνων και παπών ήταν η απονομή των συμβόλων της πνευματικής εξουσίας από τους δυτικούς αυτοκράτορες (και γενικότερα από λαϊκούς) σε κληρικούς («η έριδα για την περιβολή»), η οποία ξεκίνησε το 1075 και τελείωσε τελικά με συμβιβασμό (Κονκορδάτο ή Συμφωνία της Βορμς) το 1122.
Ένα σημαντικό επεισόδιο αυτής της διαμάχης ήταν ο εξευτελισμός του Γερμανού Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ από τον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄ στο κάστρο της Ματθίλδης στην Κανόσα της βόρειας Ιταλίας στα τέλη Ιανουαρίου του έτους 1077. Τότε ο Ερρίκος Δ΄ υποχρεώθηκε να παραμείνει τρεις μέρες ρακένδυτος και ξυπόλυτος έξω από την πύλη του κάστρου, μέχρι ο Πάπας, ο οποίος βρισκόταν μέσα στο κάστρο, να του επιτρέψει να εισέλθει για να του ζητήσει συγγνώμη. Φυσικά, αυτά τα επεισόδια εντυπωσιασμού, αν και δείχνουν πολλά για το κλίμα και για τα προβλήματα στις σχέσεις ανάμεσα στους κυριώτερους εκφραστές της εξουσίας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη κατά τον 11ο αιώνα, δεν άλλαξαν κάτι επί της ουσίας ούτε εκλογίκευσαν τις εκατέρωθεν απαιτήσεις εξουσιαστικής επιβολής.
Πολύ ενδιαφέρον έχει σχόλιο της καθ. Αγγελικής Λαΐου σχετικά με το πώς είδαν οι Βυζαντινοί τη διαμάχη αυτή. Η διακεκριμένη βυζαντινολόγος σημειώνει ότι η Άννα Κομνηνή θεωρεί σα βασικά αίτια της διαμάχης ανάμεσα στον Ερρίκο Δ΄ και στον Γρηγόριο Ζ΄ το προβλήμα της σιμωνίας και της ανάθεσης επισκοπών σε ανάξια πρόσωπα. Πιθανώτατα, αναφέρεται σε Ρωμαϊκή σύνοδο του Φεβρουαρίου 1075, που καταδίκασε τη σιμωνία, το γάμο των κληρικών και το διορισμό επισκόπων από λαϊκούς. Γενικά, η στάση της Άννας Κομνηνής πρέπει να θεωρηθή σαν εχθρική προς τον Πάπα, και μάλλον φιλική προς τον Ερρίκο Δ΄, τον οποίον όμως, φυσικά, δεν αποκαλεί ποτέ αυτοκράτορα, των Ρωμαίων. Οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν Ρήγα της Αλαμανίας. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν αυτές οι απόψεις της Άννας εξέφραζαν και τη θέση του ίδιου του Αλεξίου Α΄, που έβλεπε τον Ερρίκο Δ’ κυρίως σαν ένα πιθανό σύμμαχο κατά των Νορμανδών.
Οι σχετικές βυζαντινές θεωρίες είναι πολύ διαφορετικές απ᾿ τις αντίστοιχες Παπικές που είχαν διαμορφωθεί στη Δύση, και που έτειναν να εμφανίζουν την κοσμική εξουσία σαν κατώτερη από την πνευματική. Η Βυζαντινή στάση προσεγγίζει τις απόψεις των Γερμανών αυτοκρατόρων, με μία, όμως, ριζική διαφορά: ότι, πιστοί στην παράδοση τους, θεωρούν το Βυζαντινό και όχι το Γερμανό αυτοκράτορα σαν την μόνη ενσάρκωση της νόμιμης εξουσίας.
Αυτές οι πολιτικές πρακτικές παπών και ηγεμόνων, οι οποίες είχαν οδηγήσει την Ευρώπη σε αδιέξοδο, έκαναν αναγκαία μία ριζική ανατροπή, η οποία, εν τέλει, εμφανίστηκε το έτος 1517 με την θυροκόλληση των 95 Θέσεων του Γερμανού ρωμαιοκαθολικού ιερέα Μαρτίνου Λουθήρου στον καθεδρικό ναό της Βιττεμβέργης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου