Είθισται το Πάσχα, την Εορτή των Εορτών, ο πολιτικός κόσμος να απευθύνει τα συνήθη εορταστικά μηνύματα με αποδέκτες τον λαό, εμένα και εσένα. Παρακάμπτω ως αδιάφορα τα εύκολα ευχολόγια περί ελπίδας, ενότητας (του τύπου «μαζί θα τα καταφέρουμε») και ανάστασης της χώρας, για να εστιάσω λίγο, στο πως προσέγγισαν στελέχη της Αριστεράς αυτές τις ημέρες. Ανθρώπους με τους οποίους πορευόμαστε στους ίδιους χώρους των κοινωνικών διεκδικήσεων και αγώνων, που μας συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον για την ανασυγκρότηση ενός λαού και ενός τόπου που υποφέρει.
Είναι δεδομένη η στροφή στον τρόπο με τον οποίο σημαντικό κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς προσεγγίζει τον ρόλο της Εκκλησίας, κυρίως με τη θεσμική της έκφραση, αν και εγώ θέλω να ελπίζω και της ίδιας της πίστης πολύ περισσότερο. Η συμβολή του συνεδρίου που διοργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, έχει και αυτή αξιολογηθεί ποικιλοτρόπως, ως προς αυτή την κατεύθυνση. Το σίγουρο είναι πως ο διάλογος άνοιξε και πολλοί σκανδαλίστηκαν αμφότερων των διαλεγόμενων, και όχι μόνο, πλευρών από το εγχείρημα αυτό.
Ας μην βιαστούν ορισμένοι φίλοι να μας υπενθυμίσουν τι αναλογεί σε όσους σκανδαλίζουν τους ελαχίστους αδελφούς Του. Υπάρχει και ο καλός σκανδαλισμός. Αυτός που ταράσσει τους πάσης φύσεως χλιαρούς και κοιμώμενους, όχι σπάνιο είδος στις μέρες μας. Σπάνιο δεν ήταν και τον καιρό του Χριστού όμως.
Το Πάσχα, για να επανέλθουμε, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει μια αφορμή για διατήρηση των διαύλων επικοινωνίας. Αρθογράφοι, αφιερώματα, ως και ένα σχόλιο (τουίτ) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επισήμαναν, περισσότερο ή λιγότερο κομψά, τις ομοιότητες του Χριστιανισμού με τον ριζοσπαστισμό της Αριστεράς. Παρέπεμψαν σε χωρία της Αγίας Γραφής και λόγους των Πατέρων, που επιτιμούν τον πλούτο ή ορθότερα τη στρεβλή διαχείρισή του εκ μέρους των εχόντων και κατεχόντων. Εκθείασαν την κοινοκτημοσύνη της πρώτης Εκκλησίας και την αντιπαρέβαλαν σε μια ιδανική κομμουνιστική κοινωνία, όπου τα πάντα καθίστανται κοινά όλων. Πρόβαλαν τον Χριστό της ξενιτιάς και του διωγμού, ως απάντηση στις προκλήσεις των καιρών του μίσους και του ρατσισμού, όπου σεβαστά ιδανικά και αξίες διαστρέφονται επικίνδυνα. Περιέγραψαν, τέλος, τον Χριστό ως επαναστάτη, που ήρθε να αντιπαλέψει το κατεστημένο της εποχής του, είτε αυτό λέγονταν ιερατείο, είτε Ρωμαϊκή εξουσία, είτε τυπολατρία και υποκρισία.
Ελπίζω πως δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς στη Θεολογία της Απελευθέρωσης, για να αναγνωρίσει σε αυτές τις απόψεις, ορισμένες, έστω, βασικές αλήθειες της Χριστιανικής πίστης.
Ωστόσο η Αριστερά επιμένει να θυμάται και να επικαλείται μόνο την εικόνα του Χριστού που διώχνει έμπορους και αργυραμοιβούς από τον ναό και μοιάζει να αγνοεί εκείνη του Χριστού του ελέους, του συγχωρητικού Χριστού του Σταυρού ή πολύ περισσότερο του αναστημένου Χριστού στην πορεία προς τους Εμμαούς. Φαντάζεται έτσι έναν άλλο Χριστό, με αποτέλεσμα να αναζητά, συνειδητά ή ασυνείδητα, πρόσκαιρες συγκλίσεις και ουτοπικές ταυτίσεις, χωρίς ουσιαστικό βάθος. Και αν ακόμα υπήρξε ένας τέτοιος Χριστός, αυτός δεν είναι ο ιστορικός Χριστός που η Εκκλησία λατρεύει και Του οποίου τη νίκη επί του θανάτου δια της Ανάστασης διακήρυξε για ακόμα μια φορά.
Από την άλλη, και για να μην αφεθούν σημεία παρανόησης, η Δεξιά με όποιο περιτύλιγμα χριστιανικότητας και να στολίζεται, σε όποια επίκληση ηθικότητας και παραδοσιαρχίας και να καταφεύγει, όποιο λάβαρο πατριωτισμού και να ανεμίζει, δεν έχει ούτε και αυτό ακόμα το «προνόμιο» της ουτοπίας, μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα των πολιτικών της επιδιώξεων. Τα ίδια τα έργα της μιλούν εναντίων των όσων επικαλείται. Έστω και αν έτσι προσπαθεί να διατηρήσει την υποστήριξή της από εκείνο το κομμάτι του πληρώματος της Εκκλησίας, που έμαθε να φοβάται τον άθεο και απολυταρχικό κομμουνισμό των πρώην Σοσιαλιστικών χωρών, αλλά που δεν έμαθε καθόλου να αναγνωρίζει τον αντίθεο νεοφιλελευθερισμό και τη διαχρονική σκληρότητα του καπιταλισμού.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Εμείς οι Χριστιανοί, δεν μπορούμε να ταυτιστούμε καθολικά με κανένα υπαρκτό πολιτικό ή ιδεολογικό σύστημα, ακόμα και αν αυτό διαπνέεται σε σημαντικό βαθμό από πτυχές της πίστεώς μας. Δεν μπορούμε να ταυτιστούμε, αν και το κάναμε, ακόμα και αν δραστηριοποιούμαστε πολιτικά ή μετέχουμε σε κομματικά όργανα.
Και τι θα πούμε; Πως ο Χριστιανός πρέπει να απεκδυθεί την πολιτική του ιδιότητα, όντας μέλος της κοινωνίας με δικαιώματα αλλά και ευθύνες ως προς τους συνανθρώπους του και τις επόμενες γενιές; Όπως είχαμε σχολιάσει σε παλαιότερο άρθρο, πάλι μέσα από τον φιλόξενο χώρο του Amen.gr, μια τέτοια τοποθέτηση μας βρίσκει ριζικά αντίθετους, στα πλαίσια, τουλάχιστον, που η Εκκλησία συνεχίζει να Λειτουργεί και να λειτουργεί ελεύθερη πάνω από τη γη και όχι στις κατακόμβες των πρώτων ή των έσχατων χρόνων.
Καλούμαστε να σταθούμε με ενδιαφέρον και αγωνία μπροστά στα προβλήματα της κοινωνίας και να συνεργαστούμε με κάθε άνθρωπο καλής θέλησης. Τα προβλήματα των άλλων, είναι και δικά μας προβλήματα και μεις είμαστε συνυπαίτιοι τόσο στη διαμόρφωση, όσο και στην αντιμετώπισή τους. Όχι μόνο εμπνεόμενοι από τη φιλάνθρωπη διάσταση της πίστης, αλλά γιατί ο ανακαινιστικός της χαρακτήρας, μας ενθαρρύνει στην ελπίδα και μας βεβαιώνει πως Εκείνος τα πάντα καινά εποίησε (Β΄ Κορινθίους εʼ 17).
Η 10η Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, πρόκειται σε λίγους μήνες να συγκληθεί γύρω από μια κρίσιμη θεματική, που η οικουμενική κίνηση γνωρίζει καλά. Οι συμμετέχοντες, θα αναλύσουν περαιτέρω τα θέματα δικαιοσύνης και ειρήνης, με αναφορά και στο πρόβλημα της οικονομικής αδικίας. Σε οικουμενικό επίπεδο, ο Χριστιανικός κόσμος στάθηκε, άλλωστε, κριτικά απέναντι και στα δυο μεγάλα πολιτικοοικονομικά-κοινωνικά συστήματα.
Όπως ανακοινώθηκε στην ετήσια έκθεση του οργανισμού, ο προβληματισμός για την ελληνική κρίση, πέρα από την επίσκεψη αλληλεγγύης που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στην Αθήνα, θα συνεχιστεί και στη Συνέλευση, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην προσπάθεια που επιτελείται για διεθνή αναγνώριση της κατάστασης και πολύπλευρη υποστήριξη.
Επειδή από τη φύση μου επιδιώκω τις συγκλίσεις, πρέπει να συμφωνήσω με εκείνους που αναθεματίζουν τον οικουμενικό διάλογο στο εξής. Πράγματι, ως ένα βαθμό, υπάρχει άγνοια, ελλιπής ενημέρωση και ουσιαστική κριτική για τα όσα συζητούνται στις οικουμενικές συναντήσεις και διεργασίες. Επί του προκειμένου, αναρωτιέμαι κατά πόσο ο πολυετής διάλογος γύρω από τα θέματα οικονομικής δικαιοσύνης έχει αξιολογηθεί σοβαρά στην Ελλάδα, γνωρίζοντας, παράλληλα, την ανταπόκριση που τυγχάνει σε άλλες χώρες, με λιγότερα, μάλιστα, προβλήματα από αυτά που αντιμετωπίζουμε εμείς.
Συνήθως, τα μόνα κείμενα που φθάνουν να έχουν μια κάποια διάδοση, είναι αυτά του διμερούς ή πολυμερούς θεολογικού διαλόγου. Όσα σχετίζονται με κοινωνικής φύσεως θέματα (αν και τι μπορεί να θεωρηθεί ως αδιάφορο για τη θεολογία;), απλά προσπερνιούνται ή μελετούνται μόνο σε επίπεδο πανεπιστημιακής έρευνας, η οποία περιορισμένη συνεισφορά μπορεί να έχει στην παρούσα φάση. Και αυτό το αναφέρω, χωρίς καθόλου να παραγνωρίζω τη συμβολή σεβαστών εκπροσώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας, που επιχειρούν, στο μέτρο του δυνατού, να κάνουν γνωστές στο ευρύ κοινό, θρησκευόμενο και μη, τις θέσεις των Χριστιανών και ιδιαιτέρως ημών των Ορθοδόξων, για τα προβλήματα του κόσμου.
Θεωρώ ότι η συμβολή μιας βαθύτερης γνώσης αυτού του έργου, θα αποδεικνύονταν καθοριστική στο επίπεδο διαλόγου Εκκλησίας και πολιτικής. Ιδιαίτερα όταν επιχειρείται μια σύγκλιση, για το καλό της κοινωνίας, και με φορείς της πολιτικής ζωής του τόπου, που αν και παραδοσιακά στέκονταν κριτικά απέναντι στη θεσμική Εκκλησία (εδώ ισχύει και το αντίθετο) ή καλλιέργησαν κατά καιρούς ιδέες ενάντιες και σε αυτό το ίδιο το θρησκευτικό φαινόμενο, εντούτοις όμως αποτελούν χώρους πολιτικής έκφρασης και πιστών ανθρώπων και επιδιώκουν και από πλευράς τους, όχι εύκολα, ένα αντίστοιχο άνοιγμα.
Αν γνωρίζαμε καλύτερα τα όσα σχετικά έχουν ήδη επεξεργασθεί στα πλαίσια της διαχριστιανικής συνεργασίας, και με την καθοριστική συμβολή των Ορθοδόξων συμμετεχόντων, θα ενισχύαμε όχι μόνο τον λόγο μας προς τον πολιτικό κόσμο, αλλά θα διαψεύδαμε και τη λανθασμένη αντίληψη που κυριαρχεί ευρύτερα, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, ότι δηλαδή η Εκκλησία είναι ένας συντηρητικός θεσμός, που επιδιώκει τη διασφάλιση των κεκτημένων Της, συνεργαζόμενη, έτσι, με την όποια εξουσία.
Ο κόσμος μας βρίσκεται σε μια διαρκή μεταβολή και οι παλαιοί συσχετισμοί και τα στερεότυπα μοιάζουν να γκρεμίζονται, ανατρέποντας παλιές θεωρήσεις. Παραδοσιακά συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, προωθούν, πια, ανοιχτά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ ατόμων στον γάμο και στην υιοθεσία. Μέλη της συντηρητικής Ευαγγελικής κοινότητας στην Αμερική, της γνωστής και ως «Χριστιανικής Δεξιάς», εξελίσσονται σε υπέρμαχους κατά της κλιματικής αλλαγής, ενώ μελετούν τα κείμενα της Πατερικής και μοναστικής παράδοσης, οραματιζόμενοι εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Φωνές μέσα στα παγκόσμια προοδευτικά κοινωνικά κινήματα, εγκαταλείποντας την στείρα αντιθρησκευτικότητα, αναζητούν νέες μορφές πνευματικότητας, που θα ενίσχυαν τους δεσμούς μεταξύ των λαών και που θα καλλιεργούσαν ένα διαφορετικό ήθος, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζονται και οι πολιτικές τους διεκδικήσεις. Η γενιά των occupiers εξέφρασε αυτό που ένιωθε. Την απόρριψή των δομών του παρελθόντος και την αναζήτηση ενός διαφορετικού μέλλοντος, θολού στα μάτια μας είναι η αλήθεια, αλλά και ανοιχτού στις προ(σ)κλήσεις.
Αν επιδιώκουμε μια πραγματική συνάντηση Εκκλησίας και Αριστεράς, αλλά και έναν επανακαθορισμό των σχέσεών Της με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες μέχρι τώρα θεωρούνταν προνομιακοί συνομιλητές Της, πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι, αφενός, δεν χρειαζόμαστε υποδείξεις πολιτικής ορθότητας εκ μέρους του πολιτικού κόσμου και αφετέρου δεν αποτελούμε δεκανίκι κανενός, αλλά προσερχόμαστε στον διάλογο με την δική μας προφητική φωνή και μαρτυρία, έτοιμοι να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και να ζητήσουμε συγνώμη γι' αυτά. Αυτό που ο πολιτικός κόσμος δεν τολμά να κάνει, αυτό που δεν ξέρει να κάνει.
Ως Σώμα Χριστού έχουμε τη δυνατότητα και πολλοί από εμάς τη θέληση, να αντιμετωπίσουμε ότι μας απασχολεί, φτάνει μας να δοθεί η ευκαιρία να εκφραστούμε χωρίς φόβο και πάθος, αλλά με σεβασμό στην Παράδοση της Εκκλησίας μας και την πνευματική στήριξη όσων κλήθηκαν να ποιμάνουν τα πρόβατα και να βόσκουν τα αρνία Του (Ιωάννης καʼ 15-17). Υπάρχει όμως αυτή η θέληση ή θα συνεχίζει να επαφίεται στην καλή διάθεση ορισμένων;
Η γενιά μου, θέλω να πιστεύω πως έχει απορρίψει τις διαπλοκές και τις εύκολες λύσεις του παρελθόντος, ακόμα και αν δεν αντιδρά δυναμικά επί του παρόντος. Ίσως όμως έτσι να μακροθυμεί, για να διορθώσετε εσείς ότι λάθος χτίσατε ή αν δεν έχετε τη θέληση και την τόλμη, να αποχωρήσετε, επιτρέποντάς μας να κάνουμε και εμείς τα λάθη που εσείς κάνατε ή το θαύμα που εσείς δεν πιστέψατε.
__________
Σημείωση: Η φωτογραφία απεικονίζει ένα μικρό άγαλμα που ονομάζεται "Η δύναμη της προσευχής" και βρίσκεται στην έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών. Αποτέλεσε δώρο της Εκκλησίας της Γεωργίας, ενώ αντίγραφά του παραδόθηκαν στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στον Ρόναλντ Ρήγκαν και στην έδρα του Εθνικού Συμβούλιου Εκκλησιών του Χριστού στις ΗΠΑ. © Nikos Kosmidis/WCC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου