Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄

του Σταύρυο Ζουμπουλάκη από την Καθημερινή της Κυριακής

Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ', κατά τη γνώμη του αρμόδιου Αντονι Γκράφτον, «είναι ο o σημαντικός λόγιος που ανέβηκε στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας από την εποχή του Ιννοκεντίου Γ’, του ιδιοφυούς νομικού που χρημάτισε Πάπας από το 1198 έως το 1216» . Συγγραφέας δεκάδων βιβλίων και χιλιάδων σελίδων. Ο,τι από αυτά έχω διαβάσει, όταν δεν είναι εξαιρετικό, είναι πάντως από ένα επίπεδο και πάνω, τίποτε δεν είναι αδιάφορο. Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί να πάρει μια μικρή γεύση από το τεράστιο αυτό έργο διαβάζοντας το δίτομο «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ (Ψυχογιός 2007, 2012). Χωρίς να αγνοεί ή να υποτιμά διόλου την έρευνα της καινοδιαθηκικής επιστήμης, αλλά λαμβάνοντάς την αντίθετα σοβαρά υπ' όψιν, θέλει στο βιβλίο αυτό να μιλήσει για τον Χριστό ως θεολόγος, να απαντήσει για λογαριασμό του στο ερώτημα «υμείς δε τίνα με λέγετε είναι» (Μτ 16,15), θέλει να πει στους ανθρώπου ποιους είναι ο Χριστός. Λαμπρό έργο θεολογίας και πιστης. Μπορεί να διαβάσει επίσης ο ενδιαφερόμενος το μικρό βιβλίο «Η διαλεκτική της εκκοσμίκευσης». Λόγος και θρησκεία (Εστία 2010), όπου η περίφημη συζήτησή του με τον Χάμπερμας, τον Ιανουάριο του 2004 στο Μόναχο, στην Καθολική Ακαδημία της Βαυαρίας. Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι η πρώτη έκδοση, αλλά χωρίς συνέχεια, βιβλίου του στα ελληνικά έγινε το 1964 (Αδελφοσύνη, μτφρ. Δημ. Λ. Σταθόπουλος), με πρόλογο μάλιστα του ίδιου του συγγραφέα ειδικά γραμμένο για αυτήν.

Η απόφανση πάντως του Γκράφτον χρειάζεται διευκρίνιση: εκείνο το «λόγιος» πρέπει να νοηθεί ως θεολόγος.0 Γιόζεφ Ράτσινγκερ, σε όλη του τη ζωή, θέλησε να είναι και ήταν πράγματι ακριβώς αυτό: ένας θεολόγος που πιστεύει στην αυτόνομη και κεντρική θέση της θεολογίας στην πνευματική και ακαδημαϊκή ζωή της Δύσης. Σήμερα, που ακόμη και το όνομά της έχει εξοριστεί από τα πανεπιστήμια και αντικατασταθεί με εκείνο το Religious Studies και άλλα παρόμοια, όταν ακόμη και οι ίδιοι οι θεολόγοι στρέφονται διαρκώς στις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες, μόνο και μόνο για να προσδώσουν, τάχα, κύρος και εύρος στο λόγο τους, εκείνος έμεινε πεισματικά, μέχρι τέλους, θεολόγος, στη μεγάλη γραμμή της δυτικής καθολικής θεολογικής παράδοσης.
 Η ανακοίνωση της παραίτησης του από την Αγία Εδρα έγινε, διόλου συμπτωματικά, την 11η Φεβρουαρίου, ημέρα δηλαδή της εορτής της Παναγίας της Λούρδης, την οποία ο προκάτοχός του Ιωάννης-Παύλος Β’ θέσπισε το 1992 ως Παγκόσμια Ημέρα των Αρρώστων. Επικαλέστηκε λοιπόν και ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' την ανθρώπινη φυσική αδυναμία του να ασκεί τα καθήκοντά του. Ηταν μια πράξη τίμια και προπάντων μοντέρνα για τον εν λόγω θεσμό, μια πράξη πάντως που δεν πρέπει να έγινε και με βαριά καρδιά από αυτόν τον άνθρωπο του θεολογικού στοχασμού, ο οποίος αντιμετώπισε πάντοτε τη διοίκηση ως ενοχλητικό βάρος.
Η παραίτηση προκάλεσε αμέτρητους σχολιασμούς στον διεθνή Τύπο. Στο σύνολο τους σχεδόν αντιμετώπισαν τον Πάπα αποκλειστικά ως πολιτικό πρόσωπο, με απολύτως εξωεκκλησιαστικά και εξωχριστιανικά κριτήρια. Δημοσιογράφοι με παχυλή άγνοια της χριστιανικής σκέψης και παράδοσης, χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε μισή σελίδα από το επιβλητικό έργο του, με μόνη πηγή τις εφημερίδες, ήταν αναμενόμενο να μιλήσουν για αυτόν με ελαφρότητα.
Η πολιτεία του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ' θα αποτιμηθεί βεβαίως και θα κριθούν ασφαλώς οι αστοχίες και τα λάθη του. Για να γίνει αυτό χωρίς επιπολαιότητα, πρέπει προηγουμένος να κατανοηθεί η αφετηριακή στάση του.
Όλη τη σκέψη του Γιόζεφ Ράτσινγκερ τη στοιχειώνει η μεταπολεμική αποσύνθεση του χριστιανισμού στην Ευρώπη, η ποσοτική συρρίκνωσή του και κυρίως η πνευματική αποδυνάμωσή του. Κύρια έκφραση αυτής της αποδυνάμωσης θεωρούσε τη μετατροπή του χριστιανισμού από Αλήθεια σε νοηματοδότηση της ζωής, σε αντίδοτο κατά του καθημερινού μηδενισμού, σε φάρμακο κατά της ανίας. Ο σχετικισμός που μετασχηματίζει τη χριστιανική Αλήθεια σε μια πεποίθηση ανάμεσα σε άλλες ήταν ο κύριος εχθρός του. Τον άφηνε αδιάφορο ως εκ τούτου η ύπαρξη και ενδεχομένως η επέκταση ενός σχετικιστικού χριστιανισμού της ταυτότητας και του θρησκευτικού συναισθήματος, ήταν προσηλωμένος στον χριστιανισμό της μίας και μόνης Αλήθειας, όπως τον διαμόρφωσε η σύνθεση του ελληνικού Λόγου και της βιβλικής αποκάλυψης – υπήρξε σφοδρός πολέμιος κάθε απόπειρας αφελληνισμού του χριστιανισμού – και όπως τον εγγυάται η Καθολική Εκκλησία. Στο σημερινό πολιτιστικό πλαίσιο του καθημερινού σχετικισμού, με τις τεράστιες αποσυνθετικές πιέσεις που ασκεί στο οικοδόμημα της Καθολικής Εκκλησίας, η αφετηριακή αυτή τοποθέτηση του τον έκανε επιφυλακτικό ή και αρνητικό στην ιδέα των αλλαγών, των μεταρρυθμίσεων και των καινοτομιών, που εμπεριέχουν εκ των πραγμάτων πάντα τον κίνδυνο μιας περαιτέρω αποσύνθεσης και αποδόμησης. Ετσι, πράγματι δεν τόλμησε να αλλάξει τη διοίκηση του Βατικανού ούτε έθεσε το θέμα της αγαμίας του κλήρου - και πολλά άλλα δεν έκανε ή δεν άλλαξε. Προτίμησε να συγκρατήσει όσο μπορούσε τα πράγματα παρά να τα αλλάξει. Φοβόταν τις αποσυνθετικές συνέπειες των μεγάλων αλλαγών σε έναν χριστιανισμό ήδη αποδυναμωμένο. Ηταν γνήσια και ουσιαστικά συντηρητικός.
Η Καθολική Εκκλησία βρίσκεται σήμερα ενώπιον ενός δυσάρεστου ενδεχόμενου: ο επόμενος Πάπας να ακολουθήσει γραφειοκρατικά τη γραμμή του προκατόχου του, αλλά χωρίς τη θεολογία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου