Αυτό το ξακουστό και αρχαιότερο από όλα τα μοναστήρια, που ονομάζεται Βατοπέδι, απέχει, στην ίδια ανατολική ακτή, δύο ώρες από του Παντοκράτορος και από τις Καρυές τρεις, από την παραλία μία βολή τόξου και βρίσκεται σε μέρος επίπεδο, μέσα σε όμορφα ελαιοπερίβολα και αμπέλια κι άλλα καρποφόρα δένδρα.
Γύρω του υπάρχουν ψηλά βουνά με πυκνά και όμορφα δάση, εκτός από τον βορρά όπου έχει θάλασσα. Έχει τριγωνική μορφή, με τείχη άνισα, όπως το βλέπετε σχεδιασμένο από εμένα με επιμέλεια, από την βορεινή και την δυτική πλευρά, με τις εσωτερικές και εξωτερικές ομορφιές του.
Κτίσθηκε από διαφόρους βασιλείς, πρώτα από τον μεγάλο βασιλέα Κωνσταντίνο, επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μερικά χρόνια μετά το κτίσιμό του λεηλατήθηκε από τον άθεο Ιουλιανό· το ανακαίνισε δε ο Μέγας Θεοδόσιος, βασιλιάς των Ελλήνων, εξ αιτίας του θαύματος που συνέβη στον γιο του Αρκάδιο. Θα διηγηθώ την ιστορία εν συντομία: Ο Μέγας Θεοδόσιος είχε από την βασίλισσά του Πλακέλλα, δύο γιούς, τον Αρκάδιο και τον Ονώριο, και μία κόρη ονομαζόμενη Πλακίδια. Τον Αρκάδιο όρισε διάδοχο της βασιλείας του στην Κωνσταντινούπολη, τον Ονώριο δε με τον Κωνσταντίνο, τον γαμπρό του, τον έστειλε με την κόρη του στην Ρώμη για να βασιλέψει εκεί. Μαζί τους έφυγε και ο Αρκάδιος. Γυρίζοντας διά θαλάσσης στον πατέρα του Θεοδόσιο, στο Βυζάντιο, τον βρήκε μεγάλη φουρτούνα απέναντι από την νήσο Ίμβρο, κοντά στο Άγιον όρος Άθωνα. Ο Αρκάδιος, φοβούμενος το κακό, δεν φώναζε τίποτε άλλο παρά: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθα με»· τριγυρνώντας όμως από τον φόβο του, εδώ κι εκεί, πάνω στο βασιλικό καράβι, μπερδεύτηκε, από φθόνο των δαιμόνων, σε κάτι παλαμάρια κι έπεσε στην θάλασσα και αμέσως (ω του θαύματος!) βρέθηκε στην στεριά του Αγίου Όρους, κάτω από μία βάτο στην θέση, όπου σήμερα βρίσκεται η ιερή αυτή μονή, η οποία πρότερον ονομαζόταν Ευαγγελισμού.
Από την εποχή δε εκείνη ονομάστηκε ελληνικά Βατοπέδιον, που σημαίνει στα ρωσσικά το παιδί κάτω από την βάτο, επειδή βρέθηκε ο βασιλόπαις Αρκάδιος κάτω από την βάτο, όταν ήταν έφηβος. Μετά από λίγη ώρα κατέπλευσε και το βασιλικό καράβι στο λιμάνι αυτού του μοναστηριού, κατέβηκαν οι πρίγκηπες και οι αυλικοί, περίλυποι για τον θάνατο του βασιλιά Αρκαδίου και, ανέλπιστα, τον είδαν να κοιμάται, κάτω από τον θάμνο της βάτου και πάρα πολύ χάρηκαν, αλλά σιώπησαν. Όταν ο Αρκάδιος ξύπνησε, τους διηγήθηκε το θαύμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, πως τον έσωσε από τον πνιγμό της θάλασσας και τον έφερε εκεί, όπου σήμερα υπάρχει πηγάδι, κοντά στο λιμάνι, δίπλα στον Πύργο της Υπεραγίας Θεοτόκου, παρέμεινε δε εκεί πολλές ημέρες με τους άρχοντες, ενώ το καράβι το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς Θεοδόσιος αυτό που συνέβη στον γιό του Αρκάδιο, οργίστηκε πολύ με τους ναυτικούς και τους έριξε στην φυλακή και είχε σκοπό να τους θανατώσει. Εκείνο τον καιρό έφτασε και ο Αρκάδιος στον πατέρα του Θεοδόσιο διά ξηράς. Γεμάτος χαρά εκείνος και ευχαριστώντας την Θεοτόκο, έστειλε αμέσως χρήματα και έμπειρους τεχνίτες να κτίσουν στο μέρος, όπου βρέθηκε ο γιος του, τον ναό επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έγραψε δε και στην Ρώμη, στον γιό του Ονώριο και στον γαμπρό του Κωνσταντίνο και στην Πλακίδια, γι’ αυτό που συνέβη στον Αρκάδιο και για την οικοδόμηση του ναού, κι εκείνοι έστειλαν, ως συνεισφορά στην οικοδόμηση και καλλωπισμό της εκκλησίας, χρήματα και πράγματα, καθώς και τέσσερις κολώνες από πέτρα πορφυρή, πολύ όμορφες, για τις οποίες λένε πως ξοδεύτηκαν περισσότερα απ’ ότι για το κτίσιμο ολόκληρης της εκκλησίας. Με βασιλική διαταγή κτίσανε οι μάστορες πρώτα έναν πύργο με εκκλησία της Γέννησης της Υπεραγίας Θεοτόκου, έναν άλλον πύργο επίσης στην βορεινή πλευρά, κατόπιν άλλους τέσσερις πύργους με εκκλησίες, μέχρι τον πύργο του σκευοφυλακίου, δηλαδή του θησαυροφυλακίου. Άρχισαν το κτίσιμο από τον πρωτοαναφερθέντα πύργο, από την πλευρά της θάλασσας, ως τον πύργο του Τιμίου Προδρόμου και τον πύργο του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, κοντά στον οποίο, στην βάση του, τοποθέτησαν, με διαταγή του βασιλιά, δύο μάρμαρα με μορφή ταύρων, Κι απ’ αυτούς τους πύργους άρχισαν και έκτισαν άλλους δύο πύργους, μέχρι τον προαναφερόμενο πύργο του Σκευοφυλακείου κι έτσι δημιούργησαν τρίγωνο περιτείχισμα, με δέκα πύργους, όμορφους και ψηλούς από αυτούς άλλοι έχουν ύψος μέχρι δώδεκα σάζεν κι άλλοι περισσότερο. Το τείχος αλλού είναι μέχρι οκτώ σάζεν κι αλλού μέχρι και δέκα· όλο δε το μοναστήρι, χωρίς το τείχος, καταλαμβάνει διακόσια ενενήντα σάζεν.
Όταν τα τελείωσαν όλα, ήλθε ο βασιλιάς Αρκάδιος με τον παναγιώτατο Πατριάρχη της Βασιλεύουσας κύρ Νεκτάριο και εγκαινίασαν ή καθιέρωσαν τον ναό και χάρηκαν πολύ. Το προαναφερθέν πηγάδι το έκαναν στο εσωτερικό του ιερού οι τεχνίτες, κάτω από την Αγία Τράπεζα, σκεπασμένο με μαύρο μάρμαρο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα και το επιδεικνύουν την δε Αγία Τράπεζα την στήριξαν σε τέσσερις λευκές μαρμάρινες κολώνες. Τον έβδομο χρόνο της βασιλείας του, ο Θεοδόσιος, εξεστράτευσε εναντίον του αποστάτου Ευγενίου στην Θεσσαλονίκη και καθώς επέστρεφε νικητής, πέρασε από το Άγιον Όρος και χάρισε πολλά πράγματα στην μονή αυτή, χρυσά και ασημένια σκεύη και άλλους θησαυρούς προς καλλωπισμό, καθώς και τρία μετόχια στην Μακεδονία, και στις Σέρρες, πλησίον της Θεσσαλονίκης, επτά χωριά.
Το έτος 6370 [= 862/3 μ.Χ.] ήρθαν Άραβες και Σαρακηνοί από την Συρία, που φόνευαν χριστιανούς και διήρπαζαν το βιός τους -τον καιρό που μαρτύρησαν και οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες στο Αμόριο- και φτάσανε μέχρι το Όρος Άθωνα και επέδραμαν και λεηλάτησαν εντελώς κι αυτό το μοναστήρι και αιχμαλώτισαν και σκότωσαν τους πατέρες και αφαίρεσαν την χρυσοποίκιλτο σκεπή του ναού· και στο εσωτερικό του [καθολικού] άναψαν φωτιά, και τον μαύρισαν από τον καπνό, έτσι που δεν φαίνονται τα περίτεχνα ψηφιδωτά, εκτός από την εικόνα του Ευαγγελισμού της Παναγίας Θεοτόκου, που ιστορείται στο εμπρόσθιο μέρος της αψίδας του Ιερού, όπου η Θεοτόκος είναι στην δεξιά μεριά του τόξου και στην αριστερή ο άγγελος με την επιγραφή Χαίρε και χαριτωμένη [sic]. Ο δε φύλακας του ιερού Βήματος, πριν φτάσουν οι Άραβες, πήρε τον Τίμιο Σταυρό και την κτητορική εικόνα της Θεοτόκου, τα πέταξε στο προαναφερθέν πηγάδι, που βρίσκεται κάτω από την Αγία Τράπεζα, και, μαζί με αυτά, έριξε και μία αναμμένη λαμπάδα. Και με τέχνη το σκέπασε από πάνω, και ετράπη σε φυγή, αλλά τον αιχμαλώτισαν οι βάρβαροι και τον πούλησαν στην Κρήτη. Μετά εβδομήντα χρόνια ελευθερώθηκε από την σκλαβιά και γύρισε στο μοναστήρι. Σε λίγες μέρες, άρχισε να ρωτάει τον τότε ηγούμενο, ονομαζόμενο Νικόλαο, για την κτητορική εικόνα· εκείνος δε, ακούγοντας αυτές τις ερωτήσεις, κατελήφθη από απορία και δέος. Στο τέλος, για να τα πω εν συντομία, αφού προσευχήθηκαν για πολλές ώρες, αποκάλυψαν το πηγάδι που βρίσκονταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, και βλέπουν ακέραια την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με την λαμπάδα να καίει μπροστά της και τον σταυρό. Ευχαρίστησαν και δόξασαν τον Θεό, τα έβγαλαν από μέσα και τα τοποθέτησαν στο άγιο Βήμα, όπου τα βλέπουμε μέχρι σήμερα, ευλαβικά προσκυνούμενα και τιμώμενα από όλους.
Γύρω του υπάρχουν ψηλά βουνά με πυκνά και όμορφα δάση, εκτός από τον βορρά όπου έχει θάλασσα. Έχει τριγωνική μορφή, με τείχη άνισα, όπως το βλέπετε σχεδιασμένο από εμένα με επιμέλεια, από την βορεινή και την δυτική πλευρά, με τις εσωτερικές και εξωτερικές ομορφιές του.
Κτίσθηκε από διαφόρους βασιλείς, πρώτα από τον μεγάλο βασιλέα Κωνσταντίνο, επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μερικά χρόνια μετά το κτίσιμό του λεηλατήθηκε από τον άθεο Ιουλιανό· το ανακαίνισε δε ο Μέγας Θεοδόσιος, βασιλιάς των Ελλήνων, εξ αιτίας του θαύματος που συνέβη στον γιο του Αρκάδιο. Θα διηγηθώ την ιστορία εν συντομία: Ο Μέγας Θεοδόσιος είχε από την βασίλισσά του Πλακέλλα, δύο γιούς, τον Αρκάδιο και τον Ονώριο, και μία κόρη ονομαζόμενη Πλακίδια. Τον Αρκάδιο όρισε διάδοχο της βασιλείας του στην Κωνσταντινούπολη, τον Ονώριο δε με τον Κωνσταντίνο, τον γαμπρό του, τον έστειλε με την κόρη του στην Ρώμη για να βασιλέψει εκεί. Μαζί τους έφυγε και ο Αρκάδιος. Γυρίζοντας διά θαλάσσης στον πατέρα του Θεοδόσιο, στο Βυζάντιο, τον βρήκε μεγάλη φουρτούνα απέναντι από την νήσο Ίμβρο, κοντά στο Άγιον όρος Άθωνα. Ο Αρκάδιος, φοβούμενος το κακό, δεν φώναζε τίποτε άλλο παρά: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθα με»· τριγυρνώντας όμως από τον φόβο του, εδώ κι εκεί, πάνω στο βασιλικό καράβι, μπερδεύτηκε, από φθόνο των δαιμόνων, σε κάτι παλαμάρια κι έπεσε στην θάλασσα και αμέσως (ω του θαύματος!) βρέθηκε στην στεριά του Αγίου Όρους, κάτω από μία βάτο στην θέση, όπου σήμερα βρίσκεται η ιερή αυτή μονή, η οποία πρότερον ονομαζόταν Ευαγγελισμού.
Από την εποχή δε εκείνη ονομάστηκε ελληνικά Βατοπέδιον, που σημαίνει στα ρωσσικά το παιδί κάτω από την βάτο, επειδή βρέθηκε ο βασιλόπαις Αρκάδιος κάτω από την βάτο, όταν ήταν έφηβος. Μετά από λίγη ώρα κατέπλευσε και το βασιλικό καράβι στο λιμάνι αυτού του μοναστηριού, κατέβηκαν οι πρίγκηπες και οι αυλικοί, περίλυποι για τον θάνατο του βασιλιά Αρκαδίου και, ανέλπιστα, τον είδαν να κοιμάται, κάτω από τον θάμνο της βάτου και πάρα πολύ χάρηκαν, αλλά σιώπησαν. Όταν ο Αρκάδιος ξύπνησε, τους διηγήθηκε το θαύμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, πως τον έσωσε από τον πνιγμό της θάλασσας και τον έφερε εκεί, όπου σήμερα υπάρχει πηγάδι, κοντά στο λιμάνι, δίπλα στον Πύργο της Υπεραγίας Θεοτόκου, παρέμεινε δε εκεί πολλές ημέρες με τους άρχοντες, ενώ το καράβι το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς Θεοδόσιος αυτό που συνέβη στον γιό του Αρκάδιο, οργίστηκε πολύ με τους ναυτικούς και τους έριξε στην φυλακή και είχε σκοπό να τους θανατώσει. Εκείνο τον καιρό έφτασε και ο Αρκάδιος στον πατέρα του Θεοδόσιο διά ξηράς. Γεμάτος χαρά εκείνος και ευχαριστώντας την Θεοτόκο, έστειλε αμέσως χρήματα και έμπειρους τεχνίτες να κτίσουν στο μέρος, όπου βρέθηκε ο γιος του, τον ναό επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έγραψε δε και στην Ρώμη, στον γιό του Ονώριο και στον γαμπρό του Κωνσταντίνο και στην Πλακίδια, γι’ αυτό που συνέβη στον Αρκάδιο και για την οικοδόμηση του ναού, κι εκείνοι έστειλαν, ως συνεισφορά στην οικοδόμηση και καλλωπισμό της εκκλησίας, χρήματα και πράγματα, καθώς και τέσσερις κολώνες από πέτρα πορφυρή, πολύ όμορφες, για τις οποίες λένε πως ξοδεύτηκαν περισσότερα απ’ ότι για το κτίσιμο ολόκληρης της εκκλησίας. Με βασιλική διαταγή κτίσανε οι μάστορες πρώτα έναν πύργο με εκκλησία της Γέννησης της Υπεραγίας Θεοτόκου, έναν άλλον πύργο επίσης στην βορεινή πλευρά, κατόπιν άλλους τέσσερις πύργους με εκκλησίες, μέχρι τον πύργο του σκευοφυλακίου, δηλαδή του θησαυροφυλακίου. Άρχισαν το κτίσιμο από τον πρωτοαναφερθέντα πύργο, από την πλευρά της θάλασσας, ως τον πύργο του Τιμίου Προδρόμου και τον πύργο του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, κοντά στον οποίο, στην βάση του, τοποθέτησαν, με διαταγή του βασιλιά, δύο μάρμαρα με μορφή ταύρων, Κι απ’ αυτούς τους πύργους άρχισαν και έκτισαν άλλους δύο πύργους, μέχρι τον προαναφερόμενο πύργο του Σκευοφυλακείου κι έτσι δημιούργησαν τρίγωνο περιτείχισμα, με δέκα πύργους, όμορφους και ψηλούς από αυτούς άλλοι έχουν ύψος μέχρι δώδεκα σάζεν κι άλλοι περισσότερο. Το τείχος αλλού είναι μέχρι οκτώ σάζεν κι αλλού μέχρι και δέκα· όλο δε το μοναστήρι, χωρίς το τείχος, καταλαμβάνει διακόσια ενενήντα σάζεν.
Όταν τα τελείωσαν όλα, ήλθε ο βασιλιάς Αρκάδιος με τον παναγιώτατο Πατριάρχη της Βασιλεύουσας κύρ Νεκτάριο και εγκαινίασαν ή καθιέρωσαν τον ναό και χάρηκαν πολύ. Το προαναφερθέν πηγάδι το έκαναν στο εσωτερικό του ιερού οι τεχνίτες, κάτω από την Αγία Τράπεζα, σκεπασμένο με μαύρο μάρμαρο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα και το επιδεικνύουν την δε Αγία Τράπεζα την στήριξαν σε τέσσερις λευκές μαρμάρινες κολώνες. Τον έβδομο χρόνο της βασιλείας του, ο Θεοδόσιος, εξεστράτευσε εναντίον του αποστάτου Ευγενίου στην Θεσσαλονίκη και καθώς επέστρεφε νικητής, πέρασε από το Άγιον Όρος και χάρισε πολλά πράγματα στην μονή αυτή, χρυσά και ασημένια σκεύη και άλλους θησαυρούς προς καλλωπισμό, καθώς και τρία μετόχια στην Μακεδονία, και στις Σέρρες, πλησίον της Θεσσαλονίκης, επτά χωριά.
Το έτος 6370 [= 862/3 μ.Χ.] ήρθαν Άραβες και Σαρακηνοί από την Συρία, που φόνευαν χριστιανούς και διήρπαζαν το βιός τους -τον καιρό που μαρτύρησαν και οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες στο Αμόριο- και φτάσανε μέχρι το Όρος Άθωνα και επέδραμαν και λεηλάτησαν εντελώς κι αυτό το μοναστήρι και αιχμαλώτισαν και σκότωσαν τους πατέρες και αφαίρεσαν την χρυσοποίκιλτο σκεπή του ναού· και στο εσωτερικό του [καθολικού] άναψαν φωτιά, και τον μαύρισαν από τον καπνό, έτσι που δεν φαίνονται τα περίτεχνα ψηφιδωτά, εκτός από την εικόνα του Ευαγγελισμού της Παναγίας Θεοτόκου, που ιστορείται στο εμπρόσθιο μέρος της αψίδας του Ιερού, όπου η Θεοτόκος είναι στην δεξιά μεριά του τόξου και στην αριστερή ο άγγελος με την επιγραφή Χαίρε και χαριτωμένη [sic]. Ο δε φύλακας του ιερού Βήματος, πριν φτάσουν οι Άραβες, πήρε τον Τίμιο Σταυρό και την κτητορική εικόνα της Θεοτόκου, τα πέταξε στο προαναφερθέν πηγάδι, που βρίσκεται κάτω από την Αγία Τράπεζα, και, μαζί με αυτά, έριξε και μία αναμμένη λαμπάδα. Και με τέχνη το σκέπασε από πάνω, και ετράπη σε φυγή, αλλά τον αιχμαλώτισαν οι βάρβαροι και τον πούλησαν στην Κρήτη. Μετά εβδομήντα χρόνια ελευθερώθηκε από την σκλαβιά και γύρισε στο μοναστήρι. Σε λίγες μέρες, άρχισε να ρωτάει τον τότε ηγούμενο, ονομαζόμενο Νικόλαο, για την κτητορική εικόνα· εκείνος δε, ακούγοντας αυτές τις ερωτήσεις, κατελήφθη από απορία και δέος. Στο τέλος, για να τα πω εν συντομία, αφού προσευχήθηκαν για πολλές ώρες, αποκάλυψαν το πηγάδι που βρίσκονταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, και βλέπουν ακέραια την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με την λαμπάδα να καίει μπροστά της και τον σταυρό. Ευχαρίστησαν και δόξασαν τον Θεό, τα έβγαλαν από μέσα και τα τοποθέτησαν στο άγιο Βήμα, όπου τα βλέπουμε μέχρι σήμερα, ευλαβικά προσκυνούμενα και τιμώμενα από όλους.
Εκείνο τον καιρό, τρεις πραγματικά ευγενείς άνδρες από την Αδριανούπολη, ο Αθανάσιος, ο Νικόλαος και ο Αντώνιος ήλθαν στο Άγιον Όρος και θέλησαν να μονάσουν και να ανοικοδομήσουν εκ βάθρων μονή, με δικά τους έξοδα, και συμφώνησαν να διαθέσει ο καθένας τους από τρεις χιλιάδες χρυσά [νομίσματα]. Ήλθαν δε στον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, που τότε εγκαταβιούσε εκεί, και του είπαν τον σκοπό τους. Ο δε άγιος τους είπε ότι τα χρήματα αυτά είναι πολύ λίγα για να κτισθεί καινούργιο μοναστήρι και αν θέλουν να τον ακολουθήσουν τον άκουσαν και τον ακολούθησαν. Ο άγιος τους έφερε στην ιερή αυτή μονή του Βατοπεδίου και τους έδειξε την ομορφιά της θέσης της και την καταστροφή της, έτσι που την κατάντησαν οι Σαρακηνοί, και τους συμβούλεψε, λέγοντας ότι θα έχουν να λάβουν πολλαπλή ανταμοιβή από τον Θεό, αν ανακαινίσουν αυτό το μοναστήρι. Τους άρεσε η συμβουλή του αγίου και με προθυμία επιδόθηκαν στο ιερό έργο. Την ανακαίνισαν και την έκαναν όπως ήταν αρχικώς, και σε αυτήν δέχθηκαν το μοναχικό σχήμα και έζησαν θεάρεστα και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Τα λείψανά τους, δηλαδή τα όστα, βρίσκονται στον εσωτερικό νάρθηκα του καθολικού, μέσα σε μαρμάρινη σαρκοφάγο, σφραγισμένη, την οποία ποτέ δεν ανοίγουν, αλλά καίει επάνω της άσβεστο καντήλι· εορτάζουν δε δύο φορές το χρόνο, στις 26 Δεκεμβρίου και την πέμπτη [Κυριακή] της Πεντηκοστής. Για το εκεί γενόμενο θαύμα, δηλαδή την εύρεση της τίμιας εικόνας, γίνεται παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο κάθε Δευτέρα και θεία Λειτουργία κάθε Τρίτη.
Επίσης, ο άγιος Σάββας Σερβίας, κτήτορας της μονής Χιλανδαρίου (γι’ αυτόν θα διηγηθούμε παρακάτω), μαζί με τον πατέρα του Συμεών, έκτισε σε αυτή την μονή Βατοπεδίου έξι παρεκκλήσια: 1) Προς τιμήν του Σωτήρος, 2) Των Αγίων Αναργύρων, 3) Του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, 4) Των Αγίων Θεοδώρων , 5) Του Αγίου Προδρόμου, και 6) Του Αγίου Νικολάου αρχιεπισκόπου Μύρων. Επίσης, δώρισε μερικές εκτάσεις προς χρήση και κάρπωση, κι έτσι έγιναν νέοι κτήτορες, που εορτάζονται εκεί από τους μοναχούς στις 4 Ιανουαρίου. Δωρεές στην μονή αυτή έκαναν και οι αοίδιμοι βασιλείς Μανουήλ Κομνηνός και Ανδρόνικος Παλαιολόγος, όπως φαίνεται από τα χρυσόβουλλά τους, που βρίσκονται εκεί.
Το μοναστήρι αυτό, όπως και τα άλλα, είναι κτισμένο από πέτρα και ασβέστη, αλλά ακόμα πιο όμορφα και στέρεα· γύρω δε έχει πολλά κελλιά, τα περισσότερα στο βορεινό τείχος, με στέγες παλαιές και όμορφες, όπου, πάνω από την ξύλινη σκεπή, υπάρχει πέτρινη κάλυψη. Στο δυτικό τείχος υπάρχουν τρεις πόρτες, η μία κοντά στην άλλη[30], από αυτές οι δύο εμπρόσθιες είναι ντυμένες με σίδερο. Πάνω από την πρώτη υπάρχει ιστορημένη στον τοίχο η μορφή της Θεοτόκου, με κουβούκλιο από μολύβι που εμποδίζει την βροχή, κρέμεται δε, επίσης σκεπασμένο, για τον αέρα, καντήλι που το ανάβει ο κοντά ευρισκόμενος πορτάρης. Ο περίβολος του μοναστηριού έχει μόνον τρία τείχη[31], το βορεινό, το δυτικό και το νοτιοανατολικό, που είναι στραβό σαν τόξο, εξ αιτίας του επικλινούς και όχι ομαλού τόπου.
Στο εσωτερικό έχει μεγάλο κοινό χώρο, περισσότερο από τα άλλα μοναστήρια, και αρκετά ελεύθερο· στην αυλή υπάρχουν αρκετά κυπαρίσσια, ξινόδενδρα, λεμονιές κι άλλα δένδρα, όχι λίγα, που προσφέρουν την ομορφιά τους στους βλέποντες και τους καρπούς στους τρώγοντες. Επίσης υπάρχουν αρχονταρίκια, καλοκαιρινό και χειμερινό, για τους ξένους και διάφορους επισκέπτες, κτισμένα όμορφα, και επί τούτου ορισμένος αρχοντάρης, που υποδέχεται όλους τους έντιμους επισκέπτες και τους υπηρετεί στο φαγητό, το ποτό και το στρώσιμο του κρεββατιού και το σκούπισμα και σε κάθε ευκολία, όπως στα προαναφερθέντα μοναστήρια, της Λαύρας και των Ιβήρων. Από εδώ φαίνεται χαρούμενη η θάλασσα στην βορεινή πλευρά, στην δεξιά δε πλευρά της μονής, στο στραβό τείχος, υπάρχει προσφορείο, νοσοκομείο και βορδοναρείο· στον δε δυτικό τοίχο υπάρχει ωρείο, βαγεναρείο, δοχείο και αποθήκη. Στο προαύλιο υπάρχει εκκλησία, καμπαναριό, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο φιάλη, τράπεζα και μαγειρείο, όλα κτισμένα στέρεα με πέτρα και σκεπασμένα όμορφα με πέτρινες πλάκες, [εξασφαλισμένα] για πολλά χρόνια.
Αλλά άκουσε λεπτομερώς για τα αξιόλογα πράγματα. Εκεί υπάρχει καθολικό του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, άξιο προσοχής για την διαρρύθμιση, το μέγεθος και την εξωτερική και εσωτερική ομορφιά του· είναι χαμηλό, όπως το έχω σχεδιάσει εδώ[37]. Απ’ έξω βλέποντάς το είναι επτάτρουλλο, σκεπασμένο με λείο και καθαρό μολύβι. Είναι κτισμένο όχι στην μέση της μονής, αλλά στην ανατολική γωνία που πλησιάζει στο βορεινό τείχος[38]. Ο κεντρικός τρούλλος χωρίζεται σε δέκα παράθυρα, οι άλλοι είναι μικρότεροι. Έχει σχήμα σταυρού, όπως της Λαύρας και των Ιβήρων, φαρδαίνει στα πλάγια με ημικυκλικούς χορούς, έχει δεκατρείς πύλες από δώ κι από κεί στους νάρθηκες. Έχει μήκος τριάντα ανθρώπινα βήματα με μέτριο συνηθισμένο βάδισμα, πλάτος είκοσι και οκτώ. Οι νάρθηκες εκεί είναι ομορφότεροι, μακρύτεροι και μεγαλύτεροι από τα άλλα μοναστήρια και είναι στρωμένοι κάτω με όμορφες μαρμάρινες πλάκες διαφόρων χρωμάτων. Ο εσωτερικός νάρθηκας έχει μάκρος επτά βήματα και πλάτος ίσο με τον ναό, δηλαδή είκοσι δύο βήματα, ο δε εξωτερικός νάρθηκας έχει μάκρος εννέα και πλάτος το ίδιο. Υπάρχουν δύο όμορφες κολώνες από λευκό μάρμαρο, που χωρίζουν τα παράθυρα σε δύο μέρη, επίσης στολισμένα με μάρμαρο. Εκτός αυτών είναι εκεί κτισμένοι σε επαφή δύο μικρότεροι ναοί, με τρούλλους, που ονομάζονται παρεκκλήσια: Από δεξιά του αγίου Νικολάου, αρχιεπισκόπου Μύρων, χωρίς κολώνες, και από αριστερά του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, με τέσσερις μαρμάρινες κολώνες και πάνω από αυτόν, άλλος ναός, με την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Μπροστά τους υπάρχει μεγαλοπρεπής ανοιχτός εξωνάρθηκας από πλίνθους, όμορφα κατασκευασμένος, με ψηλά, πυκνά τόξα και πάνω από αυτά, επίσης με τόξα μικρά, τα κατηχούμενα. Υπάρχει εκεί και μικρότερη βιβλιοθήκη, που χρησιμεύει για την λειτουργική τάξη, και σε μικρό πύργο υπάρχει ρολόι που κτυπά δυνατά. Όλα αυτά, μαζί με το καθολικό, βρίσκονται κάτω από μία στέγη. Ο εξωνάρθηκας είναι πολύ μεγάλος κι ευρύχωρος, με πλάτος σαρανταέξι βήματα και μήκος πέντε.
Στο εσωτερικό του καθολικού υπάρχουν μεγάλες και πολύτιμες κολώνες, τοποθετημένες σε σχήμα σταυρού, που κρατούν όλο το βάρος του, τις οποίες έστειλε ο Ονώριος από την Ρώμη, όπως είπα παραπάνω. Αυτές ονομάζονται πορφυρές [sic] από τους Έλληνες και τουρκικά σομακί. Είναι από πολύ σκληρή ύλη, σαν πυρίτης, ποικιλόχρωμες, και πάνω τους φαίνονται μαύρες και άσπρες φλέβες, και λέγεται πως η πέτρα αυτή δεν είναι γεννημένη φυσικά, αλλά συνθεμένη από αρχαίους μαστόρους, που η τέχνη τους αυτή χάθηκε από τον κόσμο τις σημερινές μας μέρες. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν. Οι κολώνες αυτές είναι λείες και αστράφτουν σαν καθρέφτες όταν τις κοιτάς. Στην κορυφή τους έχουν χονδρά μπρούτζινα στεφάνια και πάνω από αυτά κιονόκρανα από άλλο μάρμαρο, μικρότερης αξίας. Εκτός των κιονοκράνων και των ζωνών, το ύψος τους είναι δεκαεννέα σπιθαμές, η δε περιφέρεια δέκα σπιθαμές. Πάνω από τις δύο μπροστινές κολώνες, από τις δύο πλευρές του μεγάλου τέμπλου, υπάρχει παλιό ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Ευαγγελισμό. Η Θεοτόκος στέκει πάνω από την δεξιά κολώνα και ο Αρχάγγελος πάνω από την αριστερή, όπως είπα παραπάνω.
Υπάρχει εκεί διπλό τέμπλο που κλείνει το ιερό Βήμα, ένα εσωτερικό, πολύ παλαιό, κατασκευασμένο από διάφορα μάρμαρα, και δεύτερο ξύλινο, που βρίσκεται μπροστά του, αρκετά καλλωπισμένο και διακοσμημένο, όπου βρίσκονται οι τιμώμενες εικόνες με πολύτιμα αργυρεπίχρυσα φωτοστέφανα. Οι εσωτερικές άσπρες μαρμάρινες κολώνες που βρίσκονται στην σειρά είναι οκτώ, λείες και με τέχνη κατασκευασμένες. Το περίεργο και αξιοθαύμαστο είναι ότι στο επάνω μέρος των τεσσάρων μεσαίων στύλων, δηλαδή αυτών που βρίσκονται από τις δύο πλευρές της Βασιλικής ή Ωραίας Πύλης, μπροστά στην αγία Τράπεζα, αντί για κιονόκρανα και σκεπή, υπάρχει μαρμάρινη πλάκα, σκαλισμένη πολύ όμορφα, που έχει μάκρος είκοσι σπιθαμές. Όλο το Ιερό μοιάζει με ουρανό, ιστορημένο με τέχνη από πάνω μέχρι κάτω, και με εικόνες κρεμασμένες, καταπληκτικές και ασυνήθιστες· έχει δε επίσης μεταξωτά και χρυσοΰφαντα παραπετάσματα, ευαγγέλια, σταυρούς, καντήλια μακριά και κοντά, κηροπήγια και διάφορα άλλα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη που το στολίζουν. Τα στασίδια όλα, κάτω, γύρω κι επάνω, είναι κατασκευασμένα από ποικιλόχρωμα μάρμαρα, λεία, καμωμένα περίεργα και με τέχνη. Πάνω από την μαρμάρινη αγία τράπεζα υπάρχει ξύλινο επιχρυσωμένο κιβώριο, δηλαδή σκεπή με τρούλλο, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, σκαλισμένες με μεγάλη τέχνη και επιχρυσωμένες όμορφα, και προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε όσους διακονούν εκεί αλλά και στους γύρω. Το πιο πολύτιμο σε αυτό είναι η λειψανοθήκη [sic, ένν. αρτοφόριο] που βρίσκεται πίσω, με ακοίμητο επιχρυσωμένο καντήλι.
Πίσω από αυτό, στο ιερό Βήμα, βρίσκεται η θαυματουργή και πολύτιμη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, που έμεινε εβδομήντα χρόνια στο πηγάδι, το σκεπασμένο κάτω από την Τράπεζα, με την λαμπάδα που δεν σβήνει, και μέχρι σήμερα στέκεται μπροστά της. Αυτή [η εικόνα] είναι παλιά και μαύρη, τόσο που μόλις γνωρίζεται, σαν να είναι από κερί. Ο βηματάρης που υπηρετεί στο ιερό, σύμφωνα με την παλιά παράδοση και κοινή συνήθεια, προσθέτει πάντα λίγο κερί πάνω από το παλιό, και βάζει πολύ λεπτή κλωστή, το ανάβει και το προσέχει μέρα-νύχτα για να καίει πάντα άσβεστη η φλόγα, προς αοίδιμο μνήμη της Θεομήτορος και του θαύματος που έγινε, και το κερί πάντα θα διατηρείται, όσο, με την θέλησή Της, υπάρχει το μοναστήρι.
Σε εκείνο το Ιερό βρίσκεται σταθερό κιβώτιο, πολύ όμορφα κατασκευασμένο και σε αυτό βρίσκονται τα λείψανα των αγίων, το Τίμιο Ξύλο και άλλα πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα, χαρισμένα από βασιλείς και μεγάλους πρίγκηπες, που φυλάγονται κλεισμένα από τον βηματάρη, είτε από τον ίδιο τον σκευοφύλακα. Απ’ αυτά, πολλά είδα με τα μάτια μου και αξιώθηκα με τα χείλη μου να ασπαστώ, χάρη στους ενάρετους και φιλόξενους προεστώτες πατέρες που ήσαν τότε εκεί. Υπάρχουν εκεί τα εξής ιερά λείψανα:
—Η κάρα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
—Η κάρα του αγίου Ανδρέου Κρήτης.
—Το πόδι του αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου.
—Ένα τεμάχιο του λειψάνου του αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.
—Το πέλμα του ποδός με σάρκα, μέχρι το μεγάλο οστό της αγίας Παρασκευής της Ρωμαίας.
—Ένα τεμάχιο του αγίου μάρτυρος Κηρύκου.
—Τον τίμιο μύρο του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.
—Τεμάχια από τις κάρες των αγίων Σεργίου και Βάκχου.
—Ένα τεμάχιο από το πάνω μέρος της κάρας του αγίου ιερομάρτυρος Χαραλάμπους,
—Το δεξί πόδι του αγίου Ερμολάου.
—Το δεξί πόδι από το πέλμα μέχρι το οστό του αγίου Παντελεήμονος.
—Το χονδρό οστό από το χέρι του αγίου μάρτυρος Τρύφωνος.
—Το ίδιο οστό από το χέρι του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος.
—Το οστό του ώμου του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου και
—Το θαυματουργό χέρι της αγίας μάρτυρος Μαρίνης που μέχρι και σήμερα θαυματουργεί: Διώχνει τους δαίμονες και θεραπεύει πάσα νόσο, και άλλα πολλά μικρά τεμάχια διαφόρων αγίων λειψάνων, που τα αφήνω, χάριν συντομεύσεως της διήγησης, για να περιγράψω μεγαλύτερα και σημαντικότερα πράγματα.
Την κάρα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (καθώς λένε οι πατέρες εκείνης της μονής) την χάρισαν πριν πολλά χρόνια, ως πολύτιμο δώρο, στον διασημότατο και εντιμότατο βασιλιά της Ρωσσίας. Όμως, στο αγιορείτικο Προσκυνητάριοείναι γραμμένο πως χάρισαν την κάρα του αγίου Ανδρέου Κρήτης στην Ρωσσία και όχι του αγίου Χρυσοστόμου. Δυσπίστησα γι’ αυτό και ρώτησα τον εκεί σκευοφύλακα. Εκείνος μου απάντησε ότι ψευδώς γράφεται στο Προσκυνητάριο, και ότι γι’ αυτό ρώτησε και ο πρώτος Αυτοκράτορας της Ρωσσίας, ο Μεγάλος Πέτρος, και ότι τους τυράννησε, και δικαιώθηκαν ενώπιόν του με αυτή την πιστοποίηση· και μου έδειξε έγγραφο με πολλές σφραγίδες των αγιορείτικων μοναστηριών (αλλά όχι όλων), γραμμένο το 1710, παρόμοιο με εκείνο που εστάλη στην Ρωσσία, όπου γράφουν απολογούμενοι, ότι δεν έστειλαν στην Ρωσσία άλλη κάρα, παρά του ίδιου του αγίου Χρυσοστόμου. Εγώ, βλέποντας πως λείπουν δύο σφραγίδες από το έγγραφο, παραξενεύτηκα, αλλά σιώπησα. Όσο και να αμφιβάλλεις για την γνησιότητα του παλιού Προσκυνηταρίου, ότι δηλαδή γράφτηκε από απροσεξία, όμως και στο νεώτερο, πρόσφατα τυπωμένο, το 1745 στην Βενετία, δαπάναις και επιμελεία του προηγουμένου Χριστοφόρου, βλέπεις πως δεν έχει αλλάξει τίποτε, είναι μάλιστα στοιχειοθετημένο καλύτερα από το άλλο. Ακόμα και σε μένα τον ίδιο ο βηματάρης (πριν τα μάθω αυτά) μου έδωσε προς ασπασμό την κάρα του Χρυσοστόμου και σε όσους έρχονται για προσκύνημα το ίδιο κάνουν, όπως άκουσα από πολλούς. Δεν ξέρω όμως που βρίσκεται η αλήθεια και που το ψέμα.
Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για να αρχίσουμε την περιγραφή άλλων περιεργότερων και πολυτιμότερων αντικειμένων. Υπάρχει εκεί ποτήριο, προς τέρψη οφθαλμών και άξιον περιεργείας, χαρισμένο από τον βασιλιά των Ελλήνων Μανουήλ[56], όπως αναγνωρίζεται από τις σφραγίδες και από τα ονόματα που φέρει. Είναι από κάποια πολύτιμη πέτρα που ονομάζεται ίασπις. Έχει χρώμα σκούρο κόκκινο και έχει πάνω του πολλά άλλα μικρά χρώματα, ακόμα και χρυσίζοντα.
Το ποτήριο αυτό έχει πλάτος μία σπιθαμή και πάχος μισό δάχτυλο· δεν φεγγίζει, όπως οι άλλες πολύτιμες πέτρες, αλλά το υλικό του είναι παρόμοιο με πορφυροειδές μάρμαρο που χρυσίζει. Από πάνω είναι όμοιο με πινάκιο, η βάση του δε είναι από ασήμι, επιχρυσωμένο από παλιά, με απλά σχέδια, και έχει από τις τέσσερις πλευρές σκαλισμένες στρογγυλές σφραγίδες με το όνομα του βασιλέως Μανουήλ, το οποίο, αγαθέ αναγνώστη, για να το κατανοήσεις, στο δείχνω σχεδιασμένο εδώ, χωριστά το ποτήριο και χωριστά τις τέσσερις στρογγυλές επιγραφές στην βάση. Το αγιασμα που γίνεται σε αυτό το ποτήριο θεραπεύει (όπως άκουσα) κάθε είδους αρρώστια σε όσους με ευλάβεια και πίστη πίνουν από αυτό[57]. Νομίζω πως το ποτήριο αυτό δεν είναι κατασκευασμένο από εκείνον τον ίασπι, ο οποίος είναι ένας από τους δώδεκα πολύτιμους λίθους, διότι τέτοιο αντικείμενο δεν άκουσα να υπάρχει σε κανένα βασιλικό θησαυρό· ονομάζεται δε αυτή η πέτρα ίασπις, νομίζω, από την ελληνική λέξη ιάω, δηλαδή γιατρεύω ή θεραπεύω. Και είναι έργο καμωμένο από τεχνίτες και σοφούς ιατρούς, με ανάμειξη πολλών υλών, για να διατηρεί την υγεία του βασιλιά και για να διώχνει κάθε δηλητήριο, όταν πίνει κανείς νερό ή άλλο ποτό από αυτό. Αυτό το ακριβό αντικείμενο, και άλλα πολλά, τα χάρισε στον εκκλησιαστικό θησαυρό ο βασιλιάς Μανουήλ Καντακουζηνός Παλαιολόγος, όταν ήλθε στην μονή για προσκύνημα, για να μνημονεύεται αιώνια. Με αυτό θεραπεύονται, όχι μονάχα όταν πίνουν αγίασμα, διότι το αγίασμα ούτως ή άλλως θεραπεύει, από οποιοδήποτε σκεύος και να το πιεις, αν το πιεις με ευλάβεια και πίστη, αλλά και λόγιο της φύσης του και της τεχνικής του κατασκευής. Δεν είναι δικό μας έργο να ερευνήσουμε αν η θεραπεία γίνεται φυσικά ή υπερφυσικά· δεν πρέπει να εξετάζεται αυτό, παρά να δοξάζουμε και με θαυμασμό να ευχαριστούμε τον σοφό Θεό, που χαρίζει στους ανθρώπους τέτοια δώρα προς όφελός τους και για να τους προφυλάσσει κατά την θεία Του βούληση. Αλλά άκουσε και για πολυτιμότερα και ιερότερα αντικείμενα και εξύμνησε το όνομα του Θεού και της Πανάγνου Μητρός του.
Υπάρχει εκεί ειδικό κιβωτίδιο, χαμηλό και πολύ όμορφο, που το εσωτερικό του είναι ντυμένο με βελούδο· σε αυτό δε βρίσκεται ένα κομμάτι της ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου, που αναδίδει άφατη ευωδία. Έχει μήκος δύο σπιθαμές και φάρδος, όσο το μήκος του δακτύλου· είναι μαύρη, με πλέξη πυκνή, όπως οι ζώνες των Ιεροσολύμων που αγοράζουν οι προσκυνητές, και νομίζω πως είναι μεταξωτή, αλλά οι μοναχοί του Βατοπεδίου λένε πως, κατά παλαιά παράδοση, είναι μάλλινη. Ένα μικρό τεμάχιό της στέλνεται στους χριστιανικούς λαούς, σε αυτούς που ζητούν ελεημοσύνη, προς ευλογία και θαυματουργία, το δε υπόλοιπο μεγάλο κομμάτι δεν βγαίνει ποτέ από την μονή, αλλά βρίσκεται πάντα αυστηρά φυλαγμένο στο καθολικό, στο εσωτερικό του Ιερού. Επίσης, οι δύο άκρες είναι σφραγισμένες μαζί, με την σφραγίδα της μονής, για να μην τολμήσει κανείς να κόψει στα κρυφά, έστω και το παραμικρό κομματάκι. Στο ίδιο επίσης κιβώτιο βρίσκονται πολλοί σταυροί και εγκόλπια, σκαλισμένα, με διάφορες πολύχρωμες, πολύτιμες και δυσεύρετες πέτρες, οι περισσότεροι δε σταυροί είναι από κάποια κόκκινη πέτρα που λέγεται στην ελληνική γλώσσα αιματοστάτης, δηλαδή αυτός που σταματάει το αίμα σε όσους την φέρουν επάνω τους.
Επίσης, βρίσκονται εκεί τρεις πολύτιμοι σταυροί, άξιοι επαίνου και είναι εκεί προς δόξα του ονόματος του Θεού. Κι εγώ σας τους περιγράφω εδώ με απεικόνιση προς δόξα του ονόματος του Θεού και έπαινο εκείνων που τους δώρισαν και τους φυλάττουν, έτσι ώστε να κατανοεί πλήρως ο καθένας και να προσεύχεται στον Θεό, για αυτούς που τους κατασκεύασαν.
Ο πρώτος: Υπάρχει εκεί άλλο κιβώτιο, αργυρότευκτο και επιχρυσωμένο. Σε αυτό είναι [τοποθετημένος] σταυρός από ασήμι, χρυσό και σμάλτο, έξοχα στολισμένος. Από όλες τις μεριές στο πάχος είναι ένα δάκτυλο, μακρύς και φαρδύς μία σπιθαμή κατά την οριζόντια κεραία στην μέση, ενώ πιο πάνω έχει μία μικρότερη κεραία, και στο δεξιό του μέρος, μέσα σε ασήμι, βρίσκονται μαλλιά του Χριστού, στο δε αριστερό Τίμιο Ξύλο[62]. Πιο κάτω από την μεγάλη κεραία, και από τις δύο πλευρές, είναι τοποθετημένα τα εξής λείψανα αγίων, με σερβικές επιγραφές.
Από την δεξιά του σταυρού, πρώτον, του αγίου Ευαγγελιστού Λουκά, του αγίου αρχιδιάκονου Στεφάνου, πιο κάτω του αγίου μάρτυρος Κηρύκου, του αγίου μάρτυρος Προκοπίου, κάτω από αυτά των αγίων αναργύρων Νικήτα και Ερμολάου. Στην αριστερή πλευρά του σταυρού, από πάνω, των Κοσμά και Δαμιανού, πιο κάτω της αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και του αγίου μεγαλομάρτυρος Βλασίου, πιο κάτω του αγίου Παντελεήμονος και διαφόρων αγίων, κάτω δε από όλα είναι γραμμένα τα ονόματα του Στεφάνου και του Λαζάρου, των βασιλέων της Σερβίας, που δώρισαν αυτό τον σταυρό σε άλλο μοναστήρι, που κάποτε ανήκε σε αυτό. Το ξύλο αυτού του σταυρού δεν είναι απλό, αλλά Ζωοποιό· αυτό δε είναι γνωστό από την επιγραφή και από την παράδοση των εκεί πατέρων· αλλά και από την ίδια του την όψη, [φαίνεται πως] δεν είναι ψεύτικο και διώχνει κάθε αμφιβολία σε όσους το βλέπουν, γιατί δεν είναι εντελώς μαύρο, αλλά μαυροκόκκινο κι έχει πολλές ρωγμές πάνω του, πράγμα που φανερώνει πως αυτό το ξύλο είναι πολύ παλιό.
Ο δεύτερος σταυρός είναι επίσης μεγάλος και βρίσκεται σε ειδικό κιβώτιο, με παρόμοιες επιγραφές στα σερβικά ή βουλγαρικά. Έχει μόνον μία οριζόντια κεραία, επάνω από την οποία είναι κλεισμένα, σε τέσσερα χωρίσματα, μικρά μέρη των λειψάνων των τεσσάρων Ευαγγελιστών, στις δε δύο πλευρές αυτών, εκατέρωθεν, τα λείψανα των αγίων Αποστόλων Θωμά και Ανδρέα. Κάτω από την οριζόντια [κεραία] βρίσκονται τα λείψανα δεκαοκτώ αγίων της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Όλα τα λείψανά του είναι είκοσι έξι. Περισσότερο από όλα αυτά, άξια ευλαβείας και προσκυνήσεως είναι ο τίμιος, από τα πάθη του Χριστού, Κάλαμος, που είναι τοποθετημένος καθ’ όλο το μήκος του σταυρού, [που] αναδίδει απερίγραπτη ευωδία. Είναι πέραν αμφιβολίας αυτός που βλέπουμε ο πραγματικός και φυσικός κάλαμος. Όμως και το ξύλο του σταυρού δεν είναι απλό, αλλά Ζωοποιό, όπως είναι γνωστό από τις επιγραφές και την παράδοση των εκεί πατέρων, αλλά και από την όψη του σου διώχνει κάθε αμφιβολία, διότι δεν είναι εντελώς μαύρο, αλλά μαυροκόκκινο κι έχει πολλές ρωγμές επάνω, πράγμα που ταιριάζει σε πολύ παλιό ξύλο. Δεν είναι γνωστό όμως από ποιόν χαρίστηκε.
Ο τρίτος σταυρός είναι ακόμη μεγαλύτερος, στολισμένος όμορφα με ασήμι, χρυσό και σμάλτο, περιέχει πολλά αντικείμενα και φέρει ελληνικές επιγραφές. Έχει κι αυτός μία οριζόντια κεραία, Στην κορυφή είναι κλεισμένο ένα μικρό κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο, λίγο πιο κάτω ο σάκκος [sic, ένν. χιτώνας] του Χριστού. Στη δεξιά πλευρά της οριζόντιας [κεραίας] υπάρχει τεμάχιο από τον χιτώνα του Χριστού και το ανεκτίμητο αίμα Του. Στην αριστερή, τα μαλλιά και τεμάχιο του καλάμου. Κάτω η πορφύρα και, κάτω από όλα, ο άγιος σπόγγος, που με αυτόν πότισαν τα χείλη του Χριστού χολή και ξύδι οι άνομοι Ιουδαίοι. Όλα αυτά εγώ, ο έσχατος, τα ασπάστηκα με πίστη και ευλάβεια και ευχαρίστησα τον Θεό, που με αξίωσε να γίνω θεατής, προσκυνητής και κήρυκας των μεγάλων Του δωρεών. Όλα αυτά βρίσκονται στο Ιερό του καθολικού. Υπάρχουν και άλλα άξια επαίνου αντικείμενα, που φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο, απαγορεύεται όμως να τα δεις όλα λεπτομερώς και είναι αδύνατον να τα περιγράψεις.
Όλη η εκκλησία, από την κορυφή ως το έδαφος, είναι τοιχογραφημένη όμορφα και αρκετά καλλωπισμένη με πολυελαίους, καντήλια, κηροπήγια και άλλα πράγματα· ο δε χορός είναι κατασκευασμένος επίσης με μεγάλη τέχνη, κρεμασμένος σε δέκα ζώνες. Το τέμπλο είναι μικρό. Το ευαγγελικό αναλόγιο και τα αναλόγια των χορών είναι στολισμένα με σιντέφι, κατασκευασμένα με εξαιρετική τέχνη, καλύτερα απ’ ό,τι στα προαναφερθέντα μοναστήρια. Ο ηγουμενικός θρόνος επίσης είναι όμορφος, καθώς και τα άλλα αντικείμενα. Στους χορούς υπάρχουν από δεκαπέντε στασίδια, και πάνω από αυτά είναι, περίεργα καμωμένα, κάτι άνθη, πάνω δε από αυτά μικρές εικόνες, ρωσσικές και ελληνικές, κρεμασμένες με σειρά γύρω-γύρω. Το δάπεδο είναι στρωμένο με διαφόρων ειδών ποικιλόχρωμα μάρμαρα, όπως και στα προαναφερθέντα μοναστήρια, όμορφα συνδυασμένα, που διαφέρουν όμως στο εξής: Στην μέση υπάρχουν πολλές πράσινες πέτρες και γύρω λεπτά καλλιτεχνικά σχέδια. Επίσης, υπάρχουν τέσσερις σταυροί με κεριά που κρέμονται στις τέσσερις πλευρές και, κάτω από τα πόδια των ισταμένων, υπάρχουν στρογγυλά πλεκτά υποπόδια, για καθαριότητα και καθαρισμό των σανδαλιών. Και ανάβουν πολλά καντήλια, με μικρό φως και τα σβήνουν με ευταξία. Υπάρχουν και πολλά άσβεστα καντήλια, και ψαλμοί και διάφοροι κανόνες και στολίδια εκκλησιαστικά, όπως στα προαναφερθέντα κύρια μοναστήρια, με λίγες μόνο διαφορές.
Βρίσκονται εκεί μερικές παλιές μικρές εικόνες, κρεμασμένες στο Ιερό καθώς και πάνω από τον ηγουμενικό θρόνο, αξιοθαύμαστης και εξαιρετικής τέχνης. Ο Χριστός, σε ειδικό ξύλο, και η Θεοτόκος με το Βρέφος, σε άλλο, πολύ παλιάς και θαυμαστής ζωγραφικής, είναι αναρτημένες πάνω από την ηγουμενική καθέδρα και ονομάζονται ελληνικά «τα νινία της βασιλίσσης Θεοδώρας», δηλαδή οι κούκλες της βασιλίσσης Θεοδώρας, τις οποίες αυτή προσκυνούσε κρυφά στο υπνοδωμάτιο ή στην κάμαρή της, εξ αιτίας του ανδρός της, του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, που της απαγόρευε να το κάνει. Κάποια μέρα, όταν τυχαία την ανακάλυψε με αυτές τις εικόνες και την ρώτησε τι είναι αυτά, του απάντησε ότι είναι νινία, δηλαδή κούκλες, που έχουν παντού όλες οι γυναίκες και κοπέλες για παιχνίδι, κι έτσι κάλυψε το μυστικό της και την ευσεβή της πράξη. Κατόπιν τις χάρισαν στο μοναστήρι οι κληρονόμοι της, ή κάποιοι αυλικοί, ή τις προσέφεραν μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι. Στο Ιερό, από τις κρεμασμένες γύρω εικόνες, τρεις είναι μικρές, μιας σπιθαμής: Η Σταύρωση του Χριστού, η αγία Θεοπρομήτωρ Άννα και ο Χρυσόστομος, σε ψηφιδωτά, με μικρές πετρούλες, που μόλις και τις διακρίνεις με το μάτι, στρωμένες ή συναρμοσμένες εξαιρετικά και με φυσικότητα· τόσο μικρή ψηφιδωτή ιστόρηση δεν ξαναείδα σε ολόκληρη την περιήγησή μου. Υπάρχει επίσης εκεί κάποια εικόνα, ζωγραφισμένη με συνηθισμένα χρώματα, με επιγραφή του Έλληνα βασιλέως Ανδρονίκου: «Ανδρονίκου ευσεβούς δεσπότου Παλαιολόγου». Εκεί υπάρχουν επίσης και διάφορες άλλες παλαιές εικόνες, που κάποτε, πριν από την Άλωση της Βασιλεύουσας, ήταν (όπως λένε) στο ναό της Αγίας Σοφίας, που κτίστηκε από τον βασιλιά Ιουστινιανό.
Πάνω από την πύλη του πρώτου εσωνάρθηκα υπάρχει μεγάλη εικόνα του Χριστού σε ψηφιδωτό, που προξενεί δέος. Στον τοίχο, επίσης σε ψηφιδωτό, εικονίζονται μερικοί βασιλείς και κτήτορες, πολύ μαυρισμένοι και παλιοί, που αναγνωρίζονται μόνο από τις επιγραφές. Στην πύλη του δεύτερου νάρθηκα είναι το τρίμορφον, δηλαδή οι τρεις μορφές: Του Χριστού, της Θεοτόκου και του Προδρόμου, επίσης σε ψηφιδωτό, πολύ όμορφο, και γύρω στο μεγάλο τύμπανο, με ψηφιδωτό, επιγραφή συνθεμένη σε ποίημα, με μεγάλα γράμματα:
Τα πριν ακαλλή και ρυέντα τω χρόνω,
ψήφεσι χρυσαίς, και λαμπρώς βεβαμμέναις,
φαιδρώς αγλαώς κατεκοσμήθη λίαν,
σπουδή πόνω τε και πόθω διαπύρω,
του ποιμενάρχου τήσδε της μονής Λόγε,
Ιωαννικίου τε του τρισολβίου,
ω και ηαρέξοις σην βασιλείαν χάριν,
ταις ικεσίαις Πανάγνου τε και Προδρόμου,
ταύτα μοναχός Σωφρόνιος νύν λέγει.
Η επιγραφή αυτή είναι ανακαίνιση παλαιάς. Στο ίδιο μέρος, στην αριστερή πλευρά, στον τοίχο που εφάπτεται στο ναό του Αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, υπάρχει, απλά ζωγραφισμένη στον τοίχο, η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τον Χριστό βρέφος, την οποία κάποιος παλιός διάκονος, που σκούπιζε τον ναό και είχε εξοργιστεί πολύ εναντίον του κελλάρη, ο οποίος δεν έδωσε το κρασί που του ζήτησε, τρελλός και σπρωγμένος από τον δαίμονα, την κτύπησε με μαχαίρι στο δεξί μάγουλο, γιατί εκείνη τάχα δεν τον πρόσεξε και τον περιφρόνησε. Κι ευθύς (ω του θαύματος!) έτρεξε αίμα πολύ, κι από τον καιρό εκείνο την ονόμασαν εσφαγμένην. Εκεί καίει άσβεστο το καντήλι μέχρι σήμερα και το αίμα που έτρεξε φαίνεται στο πρόσωπο, επάνω στην πληγή. Αυτός δε ο καταραμένος διάκονος, από εκείνη την στιγμή τυφλώθηκε. Κατόπιν έστησε επίτηδες για τον ίδιο στασίδι μπροστά σε αυτήν την εικόνα και πάντα προσευχόταν με φόβο και τρόμο, μέχρι που πέθανε· και η ελεήμων Θεοτόκος του ξαναχάρισε το φως και συγχώρεσε την αμαρτία του, αλλά το χέρι που τόλμησε να κτυπήσει την αγία εικόνα της, στέγνωσε από την ώρα εκείνη κι έμεινε ξερό μέχρι τέλους. Και μετά τον θάνατό του δεν έλειωσε, αλλά μέχρι σήμερα διατηρείται ακέραιο μέχρι τον αγκώνα και είναι τοποθετημένο σε κιβώτιο, κάτω από την ίδια την θαυματουργή εικόνα, σε μαρτυρία του φρικτού θαύματος που έγινε στην αρχαιότητα και προς σωφρονισμό των πολλών. Παρ’ όλο δε που είναι μαύρο στην όψη, μοιάζει με τα λείψανα των αγίων, όμως είναι κάκοσμο. Οι μοναχοί το ανοίγουν και το δείχνουν στους επισκέπτες, όχι για προσκύνημα, αλλά χάριν περιεργείας.
Βρίσκεται εκεί και άλλη εικόνα, εκτός του καθολικού, στην αριστερή πλευρά στον τοίχο του παρεκκλησίου του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ζωγραφισμένη με συνηθισμένα χρώματα, για το εξής θαύμα: Το έτος 5890 [= 381/2 μ.Χ.], η βασίλισσα Πλακίδια, σύζυγος του Κωνσταντίνου, που τότε βασίλευε στην Ρώμη, θυγατέρα δε του Έλληνα βασιλιά Θεοδοσίου, δέχτηκε την συμβουλή και την άδεια του άνδρα της, να πάει να προσκυνήσει σε αυτό το μοναστήρι και να ιδεί τον αδελφό της Αρκάδιο, που ήταν τότε στην Κωνσταντινούπολη. Πλέοντας από την Ρώμη, όταν έφτασε στο λιμάνι του Βατοπεδίου που ονομάζεται Γυναικείο, κατέβηκε από το καράβι στην ακτή. Οι πατέρες του μοναστηριού βγήκαν να την υποδεχθούν όπως της άξιζε, και την οδήγησαν μέσα στην μονή, μπροστά στο καθολικό, και οι ίδιοι μπήκαν μόνοι τους μέσα στο ναό από την μεσαία χάλκινη πόρτα, η δε βασίλισσα είτε κατά θεία έμπνευση είτε από ταπεινότητα και ευλάβεια, δεν θέλησε να εισέλθει από την ίδια, αλλά από την βορεινή, μικρότερη [θύρα]. Όταν όμως αποπειράθηκε να το πραγματοποιήσει, ξαφνικά, ακούει φωνή αόρατη, που απευθυνόμενη σε αυτήν, έλεγε: «Στάσου και μη πας παρέκει, για να μη πάθεις κακό». Αυτή, ακούγοντας την φωνή, έπεσε κάτω από τον φόβο της και άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται στον Θεό να της συγχωρέσει την θρασύτατη αυτή αμαρτία της. Και γι’ αυτό έκτισε εκεί άλλο ναό, προς τιμή του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, στην θέση δε που άκουσε την φωνή διέταξε να ιστορήσουν την εικόνα της Θεοτόκου κι όρισε ν’ ανάβουν μπροστά της άσβεστο καντήλι, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ονομάζεται δε η εικόνα αυτή Ζωοδόχος.
Η δε βασίλισσα απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη και διηγήθηκε στον αδελφό της Αρκάδιο το γενόμενο θαύμα, κι αυτός έστειλε άμέσως στην μονή βοήθεια για τους πατέρες και διάφορα αφιερώματα. Τους έδωσε κοπάδια ζώων και άλλες προσόδους για την μονή. Τους έδωσε και μεγάλο μετόχι στο Περιθεώριον[86], μαζί και το ένα τέταρτο της παραθαλάσσιας λίμνης και πέντε εμπορικά μαγαζιά στο εσωτερικό του κάστρου και διέταξε να τους δίνουν κάθε χρόνο παροχές από τον βασιλικό θησαυρό δώδεκα λίτρες χρυσού και δεκαεπτά αργύρου, το οποίο μέχρι σήμερα βρίσκεται γραμμένο στον παλιό κώδικα του μοναστηριού. Ο ίδιος ο βασιλιάς κατασκεύασε στην Βασιλεύουσα θαυμαστή και πανύψηλη πέτρινη κολώνα στην πλατεία που ονομάζεται Γυναικείος Φόρος. Σε αυτήν δε την κολώνα, κατά διαταγή του, σκαλίστηκαν όλα τα κατορθώματα και οι μάχες, κατά γη και κατά θάλασσα, και οι νίκες του πατέρα του, του Θεοδοσίου.
Κάτω από τα κατηχούμενα, στην αριστερή πλευρά, υπάρχει άλλη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, με τον Χριστό στην αγκαλιά της, σε όμορφο παρεκκλήσιο, με τρούλλο που εφάπτεται του καθολικού, κάτω από την ίδια μολύβδινη σκεπή, και ονομάζεται Παραμυθία, που σημαίνει παρηγορία. Μία φορά, ω του θαύματος! [αυτή η εικόνα] γύρισε το πρόσωπό της προς τον ηγούμενο της μονής αυτής, που βρισκόταν στο πλευρό, κοντά της, και ασκούνταν στον κανόνα, και του ανήγγειλε επιδρομή ληστών που θέλανε να επιτεθούν στο μοναστήρι την νύχτα, κι έτσι τους φύλαξε αβλαβείς. Φαίνεται δε και μέχρι σήμερα γυρισμένο το πρόσωπο της εικόνας προς τα πίσω. Στον δεξιό ώμο, και μπροστά της καίει πάντοτε ακοίμητο καντήλι και μεγάλη λαμπάδα από σεβασμό προς αυτήν και προς διηνεκή μνήμη του φρικτού και ευεργετικού θαύματος.
Όλα αυτά τα είδα και τα άκουσα, και με προσκύνημα τα ασπάστηκα, και θαύμασα τον Θεό και Αυτήν την καλλίστη και αγνή Μητέρα, που επ’ όνόματί της έγιναν αυτά, πως, με διάφορες μορφές, μεριμνά για τις ανθρώπινες ψυχές και παρέχει ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα στο Άγιον Όρος Άθωνα, σαν να επρόκειτο για την ίδια της την μοίρα, και από τις διάφορες πράξεις της, αποκτά προσωνυμία από τους εκεί διαβιούντες. Στην Λαύρα (όπως ανέφερα παραπάνω) ονομάζεται Οικονόμισσα, στην Ιβήρων Πορταΐτισσα, εδώ, από διάφορα θαύματα, έχει και διάφορα ονόματα. Γι’ αυτό και τα έγραψα όλα αυτά, για όσους διαβάσουν και ακούσουν, να συγκινηθούν και να δοξάσουν την Θεομήτορα, και να δίνουν σε αυτό και στα άλλα μοναστήρια, ελεημοσύνη, ώστε να μπορούν να συντηρούνται οι μοναχοί με ευπρέπεια και να προσεύχονται στον Θεό για το χριστιανικό γένος και να συντηρούν τις ιερές μονές και τους θησαυρούς που ευρίσκονται εκεί, από γενιά σε γενιά. Η μονή αυτή τότε ήταν χρεωμένη, όχι λίγο, και αναγκάσθηκαν να δώσουν ενέχυρο τα ιερά σκεύη στους Ιουδαίους της Θεσσαλονίκης. Αυτοί βοηθάνε γρήγορα στην ανάγκη, όχι από αγάπη, αλλά από την πλεονεξία τους να αποκτήσουν χρήματα ή ενέχυρα.
Αλλά ας αρχίσουμε την περιγραφή της θαυμαστής και αξιέπαινης μονής. Μπροστά στον νάρθηκα, υπάρχει πολύ πλατύς, ευρύχωρος και όμορφος, νεόκτιστος εξωνάρθηκας, με πυκνές ψηλές καμάρες ή τόξα, ομορφότερες από όλες. Πάνω από αυτές υπάρχουν, με επίσης πυκνά αλλά πιο μικρά τόξα, ευρύχωρα κατηχούμενα, με τέσσερις λευκές μαρμάρινες κολώνες και με μεγάλο παράθυρο προς την ανατολή, από όπου φαίνεται θαυμάσια όλος ο ναός. Σε επαφή με τα κατηχούμενα, στην δεξιά πλευρά, υπάρχει πύργος με ρολόι που κτυπά δυνατά. Από εκεί, στη σειρά, μέχρι το τέλος της αριστερής πλευράς, υπάρχουν τέσσερα παρεκκλήσια και κοντά τους μικρότερη βιβλιοθήκη, όπου βρίσκονται ως διακόσια και πάνω βιβλία, για την εκκλησιαστική ψαλμωδία και την ανάγνωση, όπως επίσης και χρήσιμα για μοναχική άσκηση. Αυτά είναι: το Ευαγγέλιο, οι Απόστολοι, τα Μηναία, οι Λειτουργίες, το Ωρολόγιον, Βίοι Αγίων, Πατερικά, επίσης των οικουμενικών διδασκάλων Βασιλείου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου, του Αθανασίου, του Θεοδώρητου κι άλλων, παρόμοια. Όλα αυτά είναι χειρόγραφα, άλλα σε περγαμηνή, άλλα σε χαρτί, με παλαιά δυσανάγνωστη γραφή, αλλά από χέρια ενάρετων ανδρών. Κάτω, στον εξωνάρθηκα, στο εξωτερικό υπέρθυρο του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου, που εφάπτεται όμορφα στα δεξιά του ναού και βρίσκεται κάτω από την ίδια μολύβδινη σκεπή με τον τρούλλο του καθολικού, υπάρχει η εικόνα του αγίου σε ψηφιδωτό, πολύ παλαιά και καπνισμένη, νομίζω από την πυρκαγιά που συνέβη εκεί κατά την επιδρομή των Αγαρηνών. Αυτά για το καθολικό που υπάρχει εκεί, του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εκτός από αυτά υπάρχουν ομορφοκτισμένα και ιστορημένα παρεκκλήσια ανάμεσα στα κελλιά και τους πύργους, που συνολικά, μαζί με τα προαναφερθέντα είναι δεκαεπτά: Του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Ονουφρίου, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Αρχαγγέλων, της Αγίας Τριάδας, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Γεννήσεως της Θεοτόκου, του Αγίου Χρυσοστόμου, των Τριών Ιεραρχών, της Μεταμορφώσεως του Χριστού, των Κοσμά και Δαμιανού, του Αγίου Προδρόμου, του Αγίου Χριστοφόρου, των Αγίων Θεοδώρων, Στρατηλάτου και Τήρωνος, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και του Αγίου Γεωργίου.
Η τάξη στην εκκλησιαστική υμνωδία, στα αναγνώσματα και στην Λειτουργία είναι ίδια με της Λαύρας και των Ιβήρων· λίγο μόνο διαφέρει στην κρούση των σημάντρων και των καμπανών, γιατί εδώ χρησιμοποιούν τρία σήμαντρα κι όχι δύο, όπως στα άλλα μοναστήρια· το ένα είναι φορητό και το περιφέρουν γύρω από την εκκλησία, το δεύτερο, το μεγάλο, κρέμεται στο καμπαναριό και το χρησιμοποιούν στις μικρές εορτές και τις Κυριακές[99], και το τρίτο, το μεγαλύτερο, το κτυπούν μόνον στις Δεσποτικές εορτές και στις μεγάλες ολονυχτίες. Και δεν δέχθηκε την μοναστηριακή τάξη από τα άλλα, αντίθετα, τα άλλα πήραν από αυτό, γιατί είναι αρχαιότερο.
Πολύ κοντά στον εξωνάρθηκα του καθολικού, στην δεξιά πλευρά, υπάρχει όμορφη φιάλη, δηλαδή αγιαστήριο, όπως και στα προαναφερθέντα μεγάλα μοναστήρια, διαφέρει όμως στη θέση και στην όψη· από το σχέδιό της μπορεί ο καθένας να καταλάβει πως δεν είναι κυκλική, όπως στα προαναφερθέντα [μοναστήρια], αλλά τετραγωνική, με διώροφη μολύβδινη στέγη, στηριζόμενη σε δεκαέξι μαρμάρινες κολώνες και τέσσερις κτιστές γωνίες. Από τις κολώνες αυτές οι οκτώ παχύτερες βρίσκονται στο εσωτερικό, γύρω από την πέτρινη, δηλαδή μαρμάρινη, φιάλη, που είναι μεγαλύτερη από των Ιβήρων, αλλά πολύ μικρότερη από της Λαύρας. Οι υπόλοιπες οκτώ, λεπτότερες, βρίσκονται εξωτερικά, από δύο σε κάθε τοίχο, τα δε κιονόκρανά τους είναι επίσης μαρμάρινα και φέρουν επιγραφές βασιλέων και κτητόρων της μονής, του Μανουήλ Κομνηνού, του Ματθαίου, του Ιωάννου Καντακουζηνού, που ως μοναχός πήρε το όνομα Ιωάσαφ, και κάποιου άλλου, που δεν διακρίνεται ο τίτλος του.
Ύπάρχουν δύο είσοδοι, από ανατολή και δύση, και στο μέσο της φιάλης υπάρχει μπρούτζινος αετός, από το ράμφος και τα φτερά του οποίου ξεπηδούν πίδακες νερού την ώρα του αγιασμού, που γίνεται στην αρχή κάθε μήνα, κατά το αγιορείτικο συνήθειο.
Στην ίδια δεξιά πλευρά του ναού, λίγο πιο πέρα από την φιάλη, βρίσκεται το καμπαναριό, με καμπάνες, κόπανους και σήμαντρα, που είναι το υψηλότερο και ομορφότερο κτίριο από όλα τα αγιορείτικα, μολυβδοσκέπαστο. Στον τοίχο που βλέπει προς το προαύλιο φαίνονται ποιητικοί στίχοι με πολύ μεγάλα γράμματα, γραμμένα με κεραμικά τούβλα, Είναι δε οι εξής:
Κώδωνας άνω λαμπρόν ηχούντας φέρει
Πιστούς καλούντας εις Θ[εο]ύ υμνωδίαν.
Δηλαδή, το καμπαναριό αυτό έχει καμπάνες που καλούν τους πιστούς στην εξύμνηση του Θεού. Είναι ψηλό δεκαπέντε σάζεν από κάτω μέχρι τον πρώτο δροφο έχει τριανταπέντε σκαλοπάτια, από εκεί δε ως επάνω έχει ακόμη πέντε ορόφους.
Απέναντι από την πύλη της εκκλησίας είναι η πόρτα της μεγάλης τράπεζας· έχει σταυροειδή στέγαση, όπως της Λαύρας, αλλά είναι εξωτερικά ομορφότερη. Στο εσωτερικό είναι παρόμοια στην διαρρύθμιση, αλλά είναι μικρότερη· έχει τα ίδια μαρμάρινα τραπέζια, την ίδια σειρά, όμως από υλικό και τέχνη είναι κατώτερη· το ηγουμενικό [τραπέζι] είναι επίσης ξεχωριστό. Παρόμοια είναι επίσης και η τάξη των φαγητών, καθώς και των αναγνωσμάτων που γίνονται όπως και στην Ιβήρων, με μικρές διαφορές. Ανάμεσα στην εκκλησία και την τράπεζα υπάρχει μεγάλη πλατεία, στρωμένη με πέτρα και φυτεμένη με κυπαρίσσια, σε μάκρος μία πετριά, σε πλάτος ακόμη πιο μεγάλη· γύρω της δε υπάρχει μεγάλος αχρησιμοποίητος χώρος, φυτεμένος από τον βορρά προς την δύση με ξινόδενδρα. Η άξια επαίνου αυτή τράπεζα των πατέρων βρίσκεται απέναντι από την μεσαία πύλη [του ναού], πρόσωπο με πρόσωπο με το ηγουμενικό τραπέζι. Δηλαδή από εκεί που κάθεται [ο ηγούμενος], στο πιο μακρινό σημείο, κεντρικά στο βάθος, φαίνεται, μέσα από τον εξωνάρθηκα και από τους δύο νάρθηκες, η αγία Τράπεζα, που βρίσκεται στο Ιερό του καθολικού. Οι μοναχοί εκεί έχουν καλή συνήθεια, αξιέπαινη, όταν σηκώνονται από το τραπέζι, μετά την συνηθισμένη ευχαριστία και συγχώρηση, να εισέρχονται με την σειρά στην εκκλησία, οι πρώτοι με κεριά ή λαμπάδες, και εκεί να κάνουν την δεύτερη ευχαριστία και να μνημονεύουν από κοινού όλους τους χριστιανούς που κάποτε ελέησαν αυτή την μονή, και να συγχωρούν τους αθλουμένους στην ίδια μονή πατέρες και αδελφούς.
Δεξιά από την τράπεζα, κι όπως είπα, στην δεξιά [πλευρά] του μοναστηριού, υπάρχει το μαγειρείο, το μαγκιπείο και το δοχειό. Πάνω από το δοχειό υπάρχει αρκετά μεγάλο σκευοφυλάκιο, δηλαδή θησαυροφυλάκιο, και μεγάλη βιβλιοθήκη, που τότε είχε γύρω στις δύο χιλιάδες διάφορα βιβλία, χειρόγραφα και τυπωμένα, από περγαμηνή και χαρτί, παλαιά και νέα, ελληνικά, λατινοελληνικά και λατινικά, πνευματικά και μη, ακόμη δε και δυσεύρετα όπως: Του Ισαάκ Σύρου, του Συμεών του νέου Θεολόγου και άλλων παρόμοια, που ακόμη δεν είχαν τυπωθεί στα ελληνικά. Πολλούς επαίνους άξιζαν δύο βιβλία που είδα εκεί: Η ερμηνεία του Αγίου Ευαγγελίου από τον άγιο Χρυσόστομο, σε περγαμηνή, καλλιγραφημένο με το ίδιο το χέρι του βασιλιά Ιωάννου Καντακουζηνού, που μετονομάσθηκε, παίρνοντας το αγγελικό σχήμα, σε μοναχό Ιωάσαφ, κι έζησε έτσι μέχρι την τελευταία του ημέρα, ανταλλάσσοντας την επίγεια με την ουράνια βασιλεία, όπως μαρτυρεί, όχι μονάχα η παράδοση των εκεί τιμίων μοναχών, αλλά και η ίδια υπογραφή του βασιλιά, γραμμένη με χρυσά γράμματα στο τέλος του βιβλίου: «Τετέλεσται κατά μήνα Δεκέμβριον ιε ημέρα ς΄ ίν[δικτιώνος] Δ’ του ,ςωμδ’ έτους παρά Ιωάσαφ [μον]αχ[ού]», που σημαίνει: Τελείωσε τον μήνα Δεκέμβριο την δεκάτη πέμπτη, ημέρα έκτη, ινδικτιώνος 4ης, του έτους 6744 [sic, αντί του ορθού 6844 = 1336 μ.Χ.], από τον Ιωάσαφ τον μοναχό. Απερίγραπτη χαρά γέμισε η ψυχή μου βλέποντας πως τόσο μεγάλος άνδρας έκανε τόσο αξιέπαινο και θεάρεστο εργόχειρο! Ω, που είναι εκείνοι οι παλαιοί καιροί του χρυσού πνευματικού αιώνα, όταν οι βασιλείς άλλαζαν το στέμμα τους, το σκήπτρο και την πορφύρα με καλυμμαύχι, πατερίτσα και μανδύα!
Εκεί υπήρχε και άλλος αγαθός και φιλόξενος άνδρας, σκευοφύλακας, που μου έδειξε και άλλα πολλά άξια επαίνου πράγματα, ομως δεν μπορώ να τα περιγράψω όλα με λεπτομέρειες. Μου έδειξε κι άλλα πολλά χρυσόβουλλα, αν και όχι όλα, γιατί κάποια φυλάσσονται σε μονές οι οποίες αφιερώθηκαν και ανήκουν σε αυτή την λαύρα, και βρίσκονται στο κράτος της Βλαχίας. Αυτά που είδα είναι τα εξής:
— Το χρυσόβουλλο του Μανουήλ, του Έλληνα βασιλιά, γραμμένο σε περγαμηνή το έτος ,αωκβ’ [sic, = 1822][113], με κρεμασμένη σε αυτό σφραγίδα από καθαρό χρυσάφι, με μεγάλη επιχρυσωμένη υπογραφή: «Μανουήλ εν Χ[ριστ]ώ τω Θ[ε]ώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ο Παλαιολόγος».
— Άλλο χρυσόβουλλο του Ιωάννου Παλαιολόγου, που το εξέδοσε το έτος, ςωνβ’ [= 6852 = 1344 μ.Χ.], επίσης σε περγαμηνή, με σφραγίδα από καθαρό χρυσό και ιδιόχειρη βασιλική υπογραφή: «Ιωάννης εν Χ[ριστ]ώ τω Θ[ε]ώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ο Παλαιολόγος»[114], μόνο το όνομα αλλάζει από το προηγούμενο, διότι όλοι οι Έλληνες βασιλείς υπογράφανε με τον ίδιο τρόπο[115].
— Υπάρχει κι άλλο παρόμοιο χρυσόβουλλο, πάλι του ίδιου Ιωάννη, με χαμένη την σφραγίδα και παρόμοια υπογραφή, εκδοθέν το έτος, ςωπη’[= 6888 = 1380 μ.Χ.] [116].
— Υπάρχει κι άλλο του ίδιου, παρόμοιο χρυσόβουλλο με επιχρυσωμένη σφραγίδα, εκδοθέν το έτος, ςωξε΄[= 6865 = 1357 μ.Χ.][117].
— Άλλο χρυσόβουλλο, του βασιλιά Ανδρονίκου, εκδοθέν το έτος, ςω’ [= 6800 = 1292 μ.Χ.][118], επίσης σε περγαμηνή, με [επιχρυσωμένη υπογραφή, την εξής: «Ανδρόνικος εν Χ[ριστ]ώ τω Θ[ε]ώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, Δούκας Άγγελος ο Παλαιολόγος», αλλά από αυτό είναι κομμένη η επίχρυση σφραγίδα.
— Του ίδιου υπάρχει άλλο παρόμοιο χρυσόβουλλο ακέραιο, με επίχρυση σφραγίδα και παρόμοια υπογραφή, εκδοθέν το έτος, ςωι’ [=6810 = 1302 μ.Χ,][119].
— Του ίδιου υπάρχει άλλο παρόμοιο με αυτό, με σφραγίδα, γραμμένο το έτος, ςωλζ’ [6837 = 1328 μ.Χ.][120].
— Ακόμα δε υπάρχει κι άλλο χρυσόβουλλο, σλαβονικό, γραμμένο σε περγαμηνή το έτος ,αχξζ’ [= 1667 μ.Χ.]· σε αυτό βρίσκεται σφραγίδα πατημένη σε κόκκινο βουλοκέρι, σε χαρτί, με την εξής υπογραφή: Ρωξάνδρα Δόμνα Χμελνίτσκαγια, Κυρία των γαιών της Μολδαβίας.
Εκτός από αυτά υπάρχουν εκεί και γράμματα των Πατριαρχών της Βασιλεύουσας, ονομαζόμενα σιγγιλλιώδη, επίσης γραμμένα σε περγαμηνή, με μαύρες υπογραφές και σφραγίδες από μολύβι, κρεμασμένες με μετάξι:
— Ένα είναι του πατριάρχου Τιμοθέου, εκδοθέν το έτος, ζρκα΄ [7121 = 1613 μ.Χ.], με την εξής υπογραφή: «Τιμόθεος ελέω Θ[εο]ύ αρχιεπίσκοπος νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης».
— Άλλο του Συμεών πατριάρχη της Βασιλεύουσας, σε όλα παρόμοιο, γραμμένο το έτος ,ζκα [= 7021 = 1513 μ.Χ.]. Άλλο, παρόμοιο, του πατριάρχου Παχωμίου, εκδοθέν το, sqι’ [sic][121].
— Άλλο του Πατριάρχου Κυρίλλου, με την υπογραφή πολλών αρχιερέων, εκδοθέν το έτος, ζρλ’ [= 7130 = 1622 μ.Χ.].
Υπάρχει επίσης θαυμάσιο γράμμα από τους Ρώσσους βασιλείς, αλλά την εποχή εκείνη βρίσκονταν στο κράτος της Βλαχίας, σε κάποιο εξάρτημα που ανήκει σε αυτή την μονή. Εσύ δε αναγνώστη κρίνε με πόσα ελέη πλουτίστηκε η μονή αυτή και με πόσα γράμματα βεβαιώθηκε, στα οποία αναγράφονται τα δικαιώματα ή η διαφέντευσή της ή οι δωρεές κινητών και ακινήτων ή οι τίτλοι της και η τιμή της και κάθε ατέλειά της. Τώρα όλα αυτά δεν ισχύουν, γιατί έπεσε κάτω από πολύχρονο ζυγό δουλείας. Αλλά οι ευλαβείς μοναχοί τα τηρούν, όσο μπορούν, ευελπιστούντες στην θεία Πρόνοια, και είναι αξιέπαινοι γι’ αυτό.
Η ευρύχωρη αυτή μονή έχει μερικές κρήνες νερού, μαρμαροντυμένες με τέχνη, μπροστά στην τράπεζα, για πλύσιμο των χεριών, κοντά στο μαγειρείο και σε άλλα αναγκαία μέρη· και από την δεξιά πλευρά της εκκλησίας υπάρχει μεγάλο πηγάδι, με ξύλινο στέγαστρο, που έχει υγιεινό και κρύο νερό, Έχει κελλιά στο βορεινό τείχος, κτισμένα σε τρεις ορόφους, όμορφα και με ευταξία, για την ανάπαυση και την ησυχία των μοναχών, ευπρεπή, πάνω από εκατό. Κι όλα τα άλλα είναι ευρύχωρα, δηλαδή το γηροκομείο, το ραφείο, το χαλκαδειό, το λαδαριό, όπου αλέθουν τις ελιές και βγαίνει το έλαιο, κι όλα τα άλλα, όπως στα υπόλοιπα κυριότερα μοναστήρια, που περιέγραψα πριν.
Έχει γύρω δέκα πύργους, πέντε υψηλούς, τέσσερις χαμηλότερους κι έναν πολύ μικρό, σε αυτούς υπάρχουν και κανόνια, τα ονομαζόμενα πριέρι. Ιδιαίτερα ένα κανόνι είναι μεγαλύτερο από τα άλλα, μπρούτζινο, συναρμοσμένο από δύο τεμάχια, προς έκπληξη όσων το βλέπουν.
Οι μοναχοί που βρήκα εκεί ήταν λίγοι, μόνον εξήντα, οι δε υπόλοιποι, πάνω από εκατό, ήσαν σταλμένοι με λείψανα σε διάφορες πόλεις να ζητήσουν ελεημοσύνη, κατά την αγιορείτικη συνήθεια. Η τάξη στην εκκλησία και στην τράπεζα, όπως και στην ανάγνωση και τους ψαλμούς, είναι ίδια με της Λαύρας και των Ιβήρων, διαφέρουν λίγο στα σήμαντρα, ενώ εδώ λέγουν στον Όρθρο το «Επακούσαί σου Κύριος» και μετά «Κύριε εν τη δυνάμει Σου»· πάντοτε προσθέτουν και αναγινώσκουν και τρίτο ψαλμό, «Κύριε, αισχυνθείησαν οι ασεβείς» και άλλα, στο τέλος δε αυτού «Άγιος ο Θεός». Αυτά δεν υπήρχαν εκεί από την αρχή, αλλά προστέθηκαν μετά την υποδούλωση της μονής, σε ανάμνηση της καταστρεπτικής επιδρομής των βαρβάρων και για παντοτινό μνημόσυνο της βεβήλωσης και της πυρπόλησης του ναού από αυτούς. Αν και πολλά βέβαια ανακαινίστηκαν και καλλωπίστηκαν κατόπιν [στο ναό], όπως και άλλου, δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν όλα όπως πρώτα, κι ούτε συγκρίνονται με την πρώτη τους χρυσόλαμπρη ομορφιά, όπως ήσαν παλιά, με τα ψηφιδωτά, που κάποτε, όσοι τα έβλεπαν, τα θαύμαζαν και απορούσαν, κι από τα οποία λίγα μαυρισμένα και καπνισμένα απομεινάρια είχαν διατηρηθεί μέχρι την περιήγησή μου.
Αυτά για τα εσωτερικά πράγματα της μονής και για την κατάστασή της. Ας βγούμε να δούμε τι υπάρχει έξω. Η τοποθεσία γύρω είναι ιλαρή και άξια θαυμασμού, στολισμένη παντού με όμορφα και καρποφόρα δένδρα: Ελιές, ξινόδενδρα, κυπαρίσσια, κήπους και αμπέλια. Από την βορεινή πλευρά είναι η θάλασσα, από την ανατολή και τον νότο και την δύση υπάρχουν πανέμορφα βουνά με πυκνά δάση από διάφορα δένδρα, κυρίως όμως με αφθονία καστανιών, που ο καρπός τους, είναι γλυκός, μοιάζει με καρύδι. Η γη που εξουσιάζει η μονή είναι αρκετή, περπατώντας στο μήκος δύο ώρες και πάνω, στο δε πλάτος, δηλαδή στο βουνό, μία ώρα. Και σε αυτά τα βουνά και τα δάση, με νερά τρεχούμενα και γη καλή, βρίσκονται είκοσι επτά απομονωμένα κελλιά και καλύβες, που εξουσιάζονται από το μοναστήρι, χώρια η ξακουστή σκήτη του Αγίου Δημητρίου, για την οποία θα διηγηθώ παρακάτω. Έχει δε προς την δυτική πλευρά και πολλή πεδινή γη και ποτάμι με πέτρινη γέφυρα, και ελαιώνες και μεγάλο αμπελώνα, περιφραγμένα, καθώς και κελλί με περιβολάρη.
Μπροστά στην πύλη, στο τείχος του μοναστηριού, υπάρχει τάφρος πετρόκτιστη στο εσωτερικό της· σε αυτή συγκεντρώνεται το νερό που τρέχει από τα βουνά κι από εκεί το κατεβάζουν έως την θάλασσα κάτω από την μονή, περνώντας το από δύο μύλους. Μπροστά στην ίδια πόρτα, σε [απόσταση] μίας πετριάς, βρίσκεται όμορφο ξύλινο κιόσκι, κτισμένο σε πέτρινη βάση, στην νότια πλευρά του υπάρχουν μερικές καρυδιές στην σειρά, ενώ κάτω από την μονή, κοντά στον δρόμο, έχει πηγάδι με κρύο και υγιεινό νερό, με στέγη και μάγκανο, και γύρω καθίσματα.
Δυτικά είναι ο κήπος της μονής, με κελλί του περιβολάρη. Λίγο πιο κάτω, μία πετριά [απόσταση], προς τον βορρά, είναι το κοιμητήριο με εκκλησία, πέτρινη περίφραξη και πύλη, όπου, μέσα κι έξω, έχει δέντρα και μία κουκουναριά, δηλαδή πεύκο με καρπούς, στραβή, που είναι σημαδιακή. Από εκεί, λίγο προς ανατολάς, κοντά στην ακτή, βρίσκεται το ωρείο, όπου βάζουν το σιτάρι που φέρνουν από τα μετόχια διά θαλάσσης και λίγο πιο πέρα, σε [απόσταση] βολής τόξου, λιμάνι για τα καράβια, μικρό, με ακρωτήρι από ανατολικά, που μπορεί να προστατέψει τα καράβια από τον ανατολικό και τον νότιο άνεμο, όχι όμως από τον δυτικό και τον βόρειο. Έχει και αρσανά κτισμένο γερά, από πέτρα, στην παραλία, με δύο πύλες, όπου φυλάγονται, τον καιρό των τρικυμιών, μικρά και μεγάλα καράβια της μονής, που ανελκύονται με όμορφο τροχό. Εκεί κοντά υπάρχει κρήνη νερού με κιόσκι, για να ξεδιψούν και να ξεκουράζονται οι ξένοι και οι δικοί τους που έρχονται από την θάλασσα. Εκεί κοντά υπάρχει και ειδικό ψαρόσπιτο για να φυλάγουν τις ψαρόβαρκες. Η παραλία είναι όμαλή, γεμάτη στρογγυλές πέτρες, μικρές και μεγάλες, που τις ξεβράζουν τον χειμώνα τα κύματα της θάλασσας.
Κοντά στο μοναστήρι αυτό, στην νότια πλευρά, στην μέση του βουνού, μισή ώρα περπατώντας, βρίσκεται όμορφη και ξακουστή σκήτη, στην πλαγιά του βουνού, σε ύψωμα, σε μέρος δασώδες, όμορφο, ιλαρό και ήσυχο, με ελαφρό αέρα και υγιεινά νερά. Ονομάζεται του Αγίου Δημητρίου, από τον ναό της, που είναι γερό και όμορφο κτίσμα, με τρούλλο, τέσσερις εσωτερικές μαρμάρινες κολώνες και νάρθηκα, όπως και στα μοναστήρια, μονάχα μικρότερο στις διαστάσεις αλλά διαρρυθμισμένο σε σχήμα σταυρού, Εκεί, εκτός από τρεχούμενο νερό, υπάρχει και αρκετά μεγάλο πηγάδι, με σκεπή και μάγκανο, που βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία κι έχει κρύο και υγιεινό νερό για κοινή χρήση, και τράπεζα κοινή για την υποδοχή των ξένων στη γιορτή του Μεγαλομάρτυρος. Με την ευλογία του Θεού δυνάμωνε και πλήθαινε αυτή η σκήτη τόσο σε αριθμό ενάρετων ανδρών όσο και σε ποιότητα αγαθών έργων, γιατί όταν ήρθα για πρώτη φορά σε αυτό το Όρος, δηλαδή το έτος 1726, υπήρχαν εκεί τέσσερα-πέντε κελλιά σκητιωτών σήμερα δε, με την ευλογία του Θεού, πολλαπλασιάστηκαν και είναι είκοσι κελλιά και καλύβες. Ζούν με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ασκητική τάξη, όπως στην σκήτη της Αγίας Άννης και σε άλλες προαναφερθείσες [σκήτες]. Όλοι όσοι μόναζαν εκεί τότε ήσαν Έλληνες, μόνον ένας μοναχός ήταν Ρώσσος, και σε κανέναν δεν απαγορεύεται να μείνει εκεί, αν θέλει, αρκεί να πάρει την συγκατάθεση και την ευλογία και την εντολή από τον σκευοφύλακα και τους άλλους [προεστώτες] της σύναξης της μονής Βατοπεδίου, γιατί η σκήτη αυτή βρίσκεται στην γη της και εξουσιάζεται από αυτήν και χωρίς την άδειά της τίποτε δεν γίνεται. Λένε δε πως ο παραπάνω ναός, που βρίσκεται σε αυτήν την σκήτη, κτίστηκε αρχικά από τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, όταν ζούσε, επ’ ονόματι της Θεοτόκου. Όταν έχυσε το αίμα του για τον Χριστό και δοξάστηκε με το μαρτύριο, οι επιγενόμενοι τον αφιέρωσαν στο όνομά του από ευσέβεια προς εκείνον. Πολλές φορές πτώχευσε κι ερήμωσε και πολλές φορές ανακαινίστηκε και μέχρι σήμερα, με τις προσευχές του Αγίου Μεγαλομάρτυρος, είναι καταφύγιο ανδρών εναρέτων, που αγαπούν την σιωπή. Αυτή είναι η άξια επαίνου μονή του Βατοπεδίου, την οποία περιέγραψα με τις εξωτερικές και τις εσωτερικές ομορφιές της. Αλλά άκουσε και για τα άλλα με την σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου