Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Οι σχέσεις Ρώμης – Κωνσταντινούπολης: Τα παλαιά «τραύματα», οι νέες ελπίδες


Τα μείζονα θεολογικά προβλήματα στο διάλογο και οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις για την υπέρβασή τους
Του Χάρη Ανδρεόπουλου*

H εκλογή στο θρόνο του Προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Επισκοπής της Πρεσβυτέρας Ρώμης του κ. Φραγκίσκου  γέννησε στην υπόθεση του διαχριστιανικού διαλόγου νέες ελπίδες. Καλλιέργησε, σε συμβολικό μέχρι στιγμής επίπεδο, νέες προσδοκίες για μια νέα, θετικότερη προοπτική στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στον μεταξύ τους θεολογικό διάλογο, τον διεξαγόμενο εδώ και δεκαετίες με σκοπό την διαμόρφωση των συνθηκών που θα επιτρέψουν την άρση του σχίσματος του 1054 και θα επαναφέρουν την  Χριστιανική Εκκλησία στην αρχαία, την αρχική της ενότητα. 
 
Το βασικό εκκλησιολογικό πρόβλημα που τίθεται στον διαχριστιανικό διάλογο (η υπέρβαση του οποίου αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη διευθέτηση του θέματος της πρωταρχικής και κύριας διαφοράς που έγκειται στο δογματικής φύσεως θέμα του «Filioque») είναι το ζήτημα του λεγομένου «πρωτείου» του Πάπα, ενός «πρωτείου» το οποίο προβάλλεται ως υπερτάτη διοικητική εξουσία του Επισκόπου της Ρώμης σ’ ολόκληρη την Χριστιανική Εκκλησία. Πρόκειται για μείζον πρόβλημα καθώς την εξουσία αυτή προσπάθησε να θεμελιώσει η Ρωμαιοκαθολική (εφεξής: Ρ/Κ)  Εκκλησία πάνω σε μια πλαστή θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Απόστολος Πέτρος ήταν η κεφαλή των Αποστόλων και, βάσει της θεωρίας αυτής, το προνόμιο αυτό μετέδωσε στον Επίσκοπο της Ρώμης, στην οποία υπήρξε πρώτος Επίσκοπος. Ετσι, λένε οι Ρωμαιοκαθολικοί, η Εκκλησία πρέπει να αναγνωρίζει τον Πάπα ως κεφαλή Της και τοποτηρητή του Χριστού στη γη. 
Από τη πλαστή αυτή θεωρία ο νέος Πάπας Φραγκίσκος φάνηκε να κρατά αποστάσεις, και ακριβώς τούτο το γεγονός - το άκρως ενδιαφέρον, εξ επόψεως θεολογικής και ου μόνον - είναι που σηματοδοτεί, που προδιαγράφει μια νέα αντίληψη, μια νέα θετική ατμόσφαιρα στο διαχριστιανικό διάλογο. Δημιουργεί ένα νέο, αισιόδοξο κλίμα. Είναι ενδεικτικά τα όσα μετέδωσαν τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως (ΜΜΕ): H ιταλική τηλεόραση RAI, σε επανειλημμένες σε ανταποκρίσεις της από το Βατικανό μετέδωσε ότι «η στάση και οι πρώτες κινήσεις του Πάπα Φραγκίσκου δείχνουν ότι σημείο αναφοράς του φέρεται να είναι ένα εκκλησιαστικό σύστημα στην κορυφή του οποίου να μπορεί να βρίσκεται ένας "πρώτος μεταξύ ίσων"» («primus inter pares»), ένα οργανωτικό οικοδόμημα, δηλαδή, το οποίο πόρρω απέχει από το ισχύον, συγκεντρωτικό σύστημα διοικήσεως της Ρ/Κ Εκκλησίας, ενώ ιστορικά ταυτίζεται με την παράδοση και τις θέσεις της Ορθοδοξίας. Στο πλαίσιο της ιδίας «στροφής», εν σχέσει με τους προκατόχους του, ο νέος Ποντίφικας δεν αυτοχαρακτηρίστηκε Πάπας, αλλά «Επίσκοπος της Ρώμης και διάδοχος του Πέτρου», ενώ σε μια άλλη συμβολικού χαρακτήρα κίνηση, ανεκοίνωσε ότι στο οικόσημο που θα συμβολίζει την θητεία του δεν συμπεριλαμβάνονται τα τρία στέμματα που συνδέονται με την παπική εξουσία. Επελέγησαν μόνον τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου και η αρχαία μίτρα του Επισκόπου της Ρώμης. Βεβαίως, όλα αυτά είναι ενθαρρυντικά για τη πορεία του διαχριστιανικού διαλόγου, καθώς φανερώνουν μια νέα κουλτούρα διαλόγου, εγγύτερη προς το πνεύμα της Ορθοδοξίας, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο νέος Ποντίφηκας κουβαλά στη πλάτη του ένα βαρύ φορτίο από εκκλησιολογικές εκτροπές των προκατόχων του στο θέμα του «πρωτείου», από τις οποίες – αν πράγματι εννοεί τα όσα λέει - θα πρέπει να αποστεί.
 Οι απόψεις της Ρ/Κ Εκκλησίας περί πρωτείου του Ρώμης, είναι βιβλικά και ιστορικά αστήρικτες. Στο χωρίο Εφεσ. 5, 23 σημειώνεται απερίφραστα ότι «ο Χριστός έστι η κεφαλή της Εκκλησίας», στην οποία παραμένει αυτός κατά τη διαβεβαίωσή του «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αλλά και από την Καινή Διαθήκη δεν προκύπτει ότι ο Απόστολος Πέτρος ήταν κεφαλή των Αποστόλων με την έννοια της διοικητικής εξουσίας. Βέβαια οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούν να θεμελιώσουν την εξουσία αυτή στο Ματθ. 16, 18 («Σύ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»), το οποίο ερμηνεύουν έτσι ώστε χωρίς τον Πάπα, διάδοχο του Απ. Πέτρου, να μην μπορεί να νοηθεί η ύπαρξη της Εκκλησίας. Εδώ όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί παραβλέπουν σκόπιμα τη σωστή ερμηνεία των χωρίου από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στηρίζουν τη σωστή αυτή ερμηνεία στο χωρίο Α’ Κορ. 3, 11 – 12: «Θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστι Ιησούς Χριστός». Οσον αφορά το «πρωτείο»: Και βέβαια είχε πρεσβεία («πρωτείο») ο Ρώμης στην αρχαία Εκκλησία, που του αναγνωρίσθηκαν με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτά, όμως, δεν ήταν πρεσβεία εξουσίας και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, αλλά πρεσβεία τιμής, επειδή ήταν Επίσκοπος της Ρώμης, της λαμπρής και δοξασμένης πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της μητέρας των αγίων και των μαρτύρων. Εννοείται δε ότι μετά το σχίσμα του 1054 έπαυσε να ισχύει αυτή η αναγνώριση του πρωτείου τιμής στον Επίσκοπο (της μέχρι τότε αδιαίρετης, αρχαίας Εκκλησίας) της Ρώμης και αυτό έκτοτε περιήλθε στον εκάστοτε Επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικό Πατριάρχη της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας.
Δυστυχώς, η Ρ/Κ Εκκλησία μέχρι σήμερα εμμένει στις πλάνες της περί «πρωτείου» θέλοντας να επιβάλλει τις φίλαρχες αξιώσεις της στην Ανατολική, τη δική μας Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην «Οδηγία» που εξέδωσε το «Συμβούλιο για το Δόγμα της Πίστεως» της Ρ/Κ Εκκλησίας τον Ιούλιο του 2007 καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι μόνον η Ρ/Κ Εκκλησία εξασφαλίζει σωτηρία των πιστών, διότι είναι εκείνη που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός. Η «κοινωνία των Eπισκόπων μετά του διαδόχου του Πέτρου» (που κατ’ αυτούς είναι ο Πάπας) καθορίζεται ως η ουσιαστική προϋπόθεση με την οποία οριοθετούνται και όλες οι εκκλησιαστικές δομές και περιγράφονται οι εσωτερικές αρχές και οι όροι, δι’ έκαστην «ιδιαιτέραν» Εκκλησία, αλλά δι’ αυτήν την «Καθολική Εκκλησία». Η μη επίτευξη της κοινωνίας αυτής αποτελεί, κατά την ως άνω «Οδηγία», το εμπόδιο για την μη φανέρωση μέσα στην ιστορία εκάστης «Εκκλησίας» ως Εκκλησίας. Και η «Οδηγία» καταλήγει στη διαπίστωση ότι «η μόνη αληθινή Εκκλησία, η οποία διατηρεί τα γνήσια στοιχεία, τα οποία καθώρισεν ο Χριστός δια την Εκκλησίαν, είναι  η «Καθολική Εκκλησία», αυτή είναι η πραγματική και ορατή Εκκλησία εντός της ιστορίας, η οποία ιδρύθηκε υπό του Χριστού επί της γης». Σύμφωνα με την ίδια «Οδηγία»: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεν «αυθεντική Εκκλησία», διατηρεί χάρη στην Αποστολική διαδοχή πραγματικά μυστήρια και επομένως δικαιούται να λέγεται ιδιόρρυθμη και τοπική, είναι «αδελφή Εκκλησία» με την Καθολική, αλλά παρουσιάζει ένα «μειονέκτημα», μία σημαντική «ατέλεια» και η «ατέλεια» αυτή, συνίσταται εις το ότι η Ορθόδοξη δεν αναγνωρίζει το «πρωτείο της Ρώμης», δηλαδή δε αναγνωρίζει τον Πάπα ως «ορατή κεφαλή» της Εκκλησίας, ως «τοποτηρητή του Χριστού στη Γη». (βλ. εφημ. «Καθολική», τ. 3078 / 24-7-07, σελ.3). Ασφαλώς, πρόκειται για απόψεις εκκλησιολογικά εσφαλμένες, θεολογικά αστήρικτες - και άρα πεπλανημένες - οι οποίες το μόνο που φανερώνουν είναι μια διάθεση «καπετανάτου» της Ρ/Κ έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 
Ενα άλλο πλήγμα στο διαχριστιανικό διάλογο αποτέλεσε και η κατάργηση του τίτλου του «Πατριάρχου της Δύσεως» από τους τίτλους του μέχρι πρότινος Πάπα Βενεδίκτου ΙΣτ', η οποία δυσχέρανε αντί να διευκολύνει τις σχέσεις της Δυτικής Καθολικής με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο τίτλος «Πατριάρχης της Δύσεως» παρελείφθη από την έκδοση του 2006 της Επετηρίδας της Αγίας Έδρας, ενώ διατηρήθηκαν οι τίτλοι του «Βικαρίου του Χριστού» και του «Υπάτου Ποντίφικος της Παγκοσμίου Εκκλησίας». Ο μόνος τίτλος από αυτούς που χρησιμοποιεί ο Πάπας, ο οποίος ανάγεται στην περίοδο της πρώτης χιλιετίας, την περίοδο της ενιαίας Εκκλησίας και γίνεται αποδεκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ο τίτλος του «Πατριάρχου της Δύσεως», η κατάργηση του οποίου περιέπλεξε την πολύ δύσκολη συζήτηση περί των πρωτείων του Πάπα, ελπίζουμε δε ο νέος Πάπας κ. Φραγκίσκος,  εφ΄ όσον επιθυμεί τον ειλικρινή διάλογο στη βάση της ιστορικής αληθείας να ενεργήσει τα δέοντα για την επαναφορά του τίτλου (του) στην Επετηρίδα (Annuario). Για το ίδιο θέμα και ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης (Ζηζιούλας) είχε επισημάνει (εφημ. «Το Βήμα», 14.6.2006, σελ. 12)  παλαιότερα άρθρα του καθηγητού Joseph Ratzinger και ήδη απελθόντος Πάπα Βενεδίκτου ΙΣτ', τα οποία υποδεικνύουν ότι ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση του ζητήματος των πρωτείων του Πάπα είναι η αναγνώριση μόνον όσων ήσαν αποδεκτά κατά την πρώτη χιλιετία, της ενιαίας Εκκλησίας, υποστηρίζοντας εν προκειμένω ο σεβ. Περγάμου ότι η κατάργηση του τίτλου του «Πατριάρχου της Δύσεως» υπονομεύει εντελώς αυτή τη δυνατότητα.
Στο πλαίσιο του διαχριστιανικού διαλόγου η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια του συντονιστικού αυτής κέντρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξαίροντας το οικουμενικό κύρος του Συμβόλου της Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, έχει δηλώσει ευθύς εξ αρχής και χωρίς περιστροφές ότι «πάσα ένωσις δέον να στηρίζηται επί της κοινής πίστεως και ομολογίας της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των οκτώ πρώτων αιώνων» (Σταυρίδη Βασ., «Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως», Θεσ/νίκη, 1984, σελ. 349) και επ’  αυτής μόνο της βάσεως συζητά και προσεύχεται για την ενότητα της διαιρεμένης Χριστιανοσύνης. Σίγουρα ο δρόμος για την ενότητα είναι μακρύς και μόνο με ροδοπέταλα δεν είναι στρωμένος. Ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο θα αποτελούσε ευχής έργον εάν ο νέος Πάπας προσπαθούσε να αποδείξει ότι το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως πρωτείο ενότητας στα πλαίσια της Εκκλησίας, εκδηλούμενο, κυρίως, ως πρωτείο διακονίας, μαρτυρίας, ευθύνης και τιμής και όχι εξουσίας. Αυτό όμως πρέπει να ξεκινήσει προπαρασκευαστικά από την κατανόηση της λειτουργίας του πρωτείου του, ως Επισκόπου Ρώμης, στο ίδιο το εσωτερικό της Ρ/Κ Εκκλησίας και ύστερα να φανερωθεί και προς τα έξω ως μια ειλικρινής αλλαγή στάσης – μια ανανοηματοδότηση - στο διαχριστιανικό διάλογο. Και ενώ οι δύο Εκκλησίες θα συνεχίζουν να επιχειρούν την υπέρβαση των θεολογικών τους διαιρέσεων, η εκλογή του νέου Πάπα μπορεί να δώσει την ευκαιρία να καλλιεργηθεί περαιτέρω και εν παραλλήλω η ελπίδα για την ανάπτυξη μιας άλλης μορφής διαλόγου από τον οποίον θα αναδειχθούν οι θεολογικές και ανθρωπολογικές συντεταγμένες επί των οποίων θα μπορούν οι Εκκλησίες και οι Ομολογίες να συμπορευθούν προκειμένου συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας κοινής συνειδήσεως για την αντιμετώπιση και επίλυση διαφόρων συγχρόνων προβλημάτων που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, προβλημάτων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών, ειδικών (οικολογία – περιβάλλον, γενετική, ευθανασία, κλπ) και υπαρξιακών.

Αναφορικώς με τον θεολογικό διάλογο καθ΄ εαυτόν: ασφαλώς και θα πρέπει να συνεχισθεί. Για να γίνει, όμως, πιο ουσιαστικός, ο νέος Πάπας οφείλει να δώσει απτά δείγματα γραφής. Να αποδείξει ότι προσέρχεται ως αδελφός εν Χριστώ, εν πνεύματι αγάπης, και όχι, όπως οι προκάτοχοί του, ως εξουσιαστής της Χριστιανικής Εκκλησίας, κραδαίνοντας το «πρωτείο». Απευχόμαστε να συμβεί το δεύτερο και προσευχόμαστε για το πρώτο, δηλαδή για μια συνάντηση που θα υπηρετεί το όραμα «της των πάντων ενώσεως», υπέρ του οποίου ακαταπαύστως δέεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, ένα όραμα το οποίο αποτελεί επιτακτικό της καθήκον, κατά το θέλημα του Κυρίου, καθώς απορρέει από την ρητή ευαγγελική εντολή για την ενότητα της χριστιανοσύνης («ίνα πάντες εν ώσιν», Ιωαν. 17, 21). Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιλαμβανομένη το διαχριστιανικό διάλογο ως αγώνα για την επάνοδο των Ρ/Κ αδελφών μας στο χώρο της μιάς και μοναδικής, εν Χριστώ αληθείας, όπως την εξέφρασαν με τα δόγματα και τους Κανόνες οι Οικουμενικές Σύνοδοι της αδιαίρετης αρχαίας μας Εκκλησίας, έχει απευθύνει εδώ και χρόνια τη πρόταση - πρόσκληση για ένα διάλογο τίμιο και ειλικρινή. Την πρόταση αυτή επικαιροποίησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τονίζοντας, κατά την προσφώνησή του προς τον νέο Πάπα κ. Φραγκίσκο, ότι «η ενότης των Χριστιανικών Εκκλησιών τυγχάνει το πρώτιστον μέλημα ημών και είναι, ασφαλώς, μια εκ των βασικών προϋποθέσεων δια την ενώπιον των ομμάτων των εγγύς και των μακράν αξιοπιστίαν της χριστιανικής μαρτυρίας μας. Προς επίτευξιν αυτής χρειάζεται να συνεχισθεί ο αρξάμενος Θεολογικός διάλογος, δια να κατανοηθεί από κοινού και να προσεγγισθή η αλήθεια της πίστεως και η εμπειρία των Αγίων και η κοινή, δι' Ανατολήν και Δύσιν, παράδοσις της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας». Η Ρώμη καλείται να τείνει ευήκοον ούς – και ο νέος Πάπας  να (απο-) δείξει εμπράκτως την (εικαζομένη, εκ των πρώτων λόγων αυτού) καλή του θέληση. (Αμήν). 
 * Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής (ΠΕ01) Β/θμιας Εκπαιδευσης (http://religiousnet.blogspot.com )  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου