Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Έπραξε ορθά ή όχι ο Πατριάρχης επισκεπτόμενος τον νέο Πάπα;


Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Το θέμα δεν είναι καθόλου απλό, μα ούτε και τόσο περίπλοκο. Σπάει τη μακραίωνη παράδοση ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης και πατήρ των απανταχού Ορθοδόξων και επισκέπτεται τον νεοεκλεγέντα Ποντίφικα Φραγκίσκο σε μια κίνηση άκρως σημειολογική. Αυτόκλητος σχεδόν απεφάσισε να ξεπεράσει το γράμμα ενός άγραφου νόμου που συντάχθηκε μέσα στην κακοήθεια της ιστορίας και από το μίσος του διαβόλου για την Εκκλησία του Χριστού. 
Η κίνηση τούτη ήταν μια ενέργεια «καθόδου», ένα βήμα ταπείνωσης, μια μορφή κένωσης.

 Ο έχων τα πνευματικά σκήπτρα της Εκκλησίας – η οποία διαφυλάσσει μαζί με την ιστορική διαδοχή των Αποστόλων και την αρχέγονη χριστιανική διδαχή και παράδοση, μιας Εκκλησίας που ταυτίζεται όνομα και πράγμα με τη μια Εκκλησία του Κυρίου, που ακούει στην κλητική, όσο και ουσιαστική, προσφώνηση της Ορθοδοξίας - κενώνει εαυτόν και τους συν αυτώ άπαντας σε μια πράξη και κλήση αγαπητικής αλληλοπεριχώρησης. 
Δυστυχώς ή ευτυχώς πολλοί έσπευσαν να καταγγείλουν σαν οικουμενιστική διολίσθηση την πρωτοφανή για τις θρησκευτικές μας παραστάσεις και ιδεοληψίες τούτη ενέργεια του Προκαθημένου της Ορθοδοξίας. Άλλοι μάλιστα φάνηκε να ενοχλήθηκαν ακόμη και με την καθυστέρηση της εμφάνισης του Πάπα, γεγονός υποτιμητικό κατ’ αυτούς! Μερικοί είδαν στο σπάσιμο της «επιθετικής» άχρι της ημέρας εκείνης παράδοσης στη σχέση των δυο Εκκλησιών μια κορυφαία προδοτική ενέργεια, προσβλητική και βλάσφημη σε βάρος των προ ημών αγίων Πατέρων και της στάσης τους. Ξεχνάνε, ωστόσο, μια πολύ βασική παράμετρο: διανύουμε την ατραπό της μετανεωτερικότητας και τρέχουμε να προλάβουμε τις εξελίξεις. Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει πως θα απολέσουμε τη διαχρονική σταθερότητα του χριστιανικού μηνύματος, αλλά ούτε και θα πρέπει να βλέπουμε αποκλειστικά με τους φακούς του παρελθόντος το παρόν και το μέλλον μας. 
Η επίσκεψη αυτή καθεαυτή δεν έχει ούτε πρέπει να προσλάβει δαιμονικό χαρακτήρα, τουλάχιστον κατά τον γράφοντα. Πρέπει να ιδωθεί ως ευκαιρία επανέναρξης του διαλόγου, καλής θέλησης και θεάρεστης επιθυμίας επούλωσης του μέγιστου ιστορικού χριστιανικού σχίσματος. Η «κάθοδος» του Πατριάρχη στη Ρώμη μπορεί από τον κάθε καλοπροαίρετο να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της κενωτικής οικονομίας του Υιού. Ο ίδιος ο Θεός «αυτοευτελίσθηκε» χωρίς να ντραπεί να προσλάβει τα «ακάθαρτα» ανθρώπινα. Ο Πατριάρχης ημών έδειξε ότι μπορούμε χωρίς φόβο να «προσλάβουμε» τις ρωμαιοκαθολικές συνήθειες, όπως και εκείνοι τις δικές μας, μέσα σε μια αμοιβαία αντίδοση παραδοσιακών ιδιωμάτων, πρακτικών και νοοτροπιών. Αλλά με τη βασική προϋπόθεση της Ενσάρκωσης: της διατήρησης του ασύγχυτου και αδιαίρετου χαρακτήρα των δύο φύσεων εν τη μιά υποστάσει. Εν προκειμένω θα λέγαμε αναλογικά τη διακράτηση του πάγιου δογματικού χαρακτήρα της μιας αλήθειας της μιας Εκκλησίας εν τη αλληλοδιεισδύσει των δύο λειτουργικών και όποιων άλλων εξωτερικών τύπων. Ο Παναγιώτατος έδειξε πως δεν φοβάται την επαφή με την ετερότητα, όπως ούτε ο Θεός με το κτιστό και το ανθρώπινο. Εκείνο, όμως, που τρέμει ως η φωνή και η συνισταμένη της των Ορθοδόξων συνείδησης είναι η πρόσληψη της αμαρτίας. Εν προκειμένω των δογματικών αποκλίσεων των Ρωμαιοκαθολικών από την καθαρότητα της αρχέγονης πίστης των χριστιανών. Στο λίαν εύστοχο στην υποφώσκουσα και εν πολλοίς δηκτική για τα κακώς κείμενα συμβολική - σχεδόν φωτογραφική - και παραινετική του διάσταση πατριαρχικό κείμενο επισημαίνεται τούτο εμφατικώς ως εκ των ων ουκ άνευ όρος ενότητας με όλη τη συνεπόμενη θεολογική και εκκλησιολογική του σημαντική. Η αξιοσημείωτη αυτή επί της ουσίας παρατήρηση μάλλον φαίνεται να διέφυγε από τα προκατειλημμένα βλέμματα εκείνων που προέτρεξαν σε μια εκ νέου επί προδοσία έγκληση του Βαρθολομαίου. 
Ξεκινώ με το πρωτείο. Ο Πατριάρχης «κάνοντας μετάνοια» στον Πάπα – όπως και ο Περγάμου «λαμβάνοντας ευλογία», γεγονός για το οποίο πρόφτασαν οι καλοθελητές να τον κακοχαρακτηρίσουν – έδειξε πως μπορεί να τεθεί υπό το αρχαίο πρωτείο αγάπης του Ρώμης, όχι όμως και εκείνο της μετάλλαξής του σε εξουσίας και δη παγκοσμίου. Πώς μπορεί πράγματι να συμβιβασθεί η εκκοσμίκευση – μια λέξη που υπογραμμίζεται με νόημα στο προσφωνητικό πατριαρχικό μήνυμα - και ο ιμπεριαλισμός των δυτικών με τον ανυπόδητο Χριστό και τον πτωχότατο άγιο της Ασίζης; Ιδού, Αγιώτατε Ρώμης, πεδίον δόξης λαμπρόν προς εν τοις πράγμασι επάνοδο στον Χριστό. Πολύ ωραία το κατέγραψε ο φίλος Χ. Γκουνέλας σε πρόσφατο άρθρο του για μια ενδεικτική πράξη μετανοίας: την κατάργηση των βατικάνειων τραπεζικών ιδρυμάτων. Τι σχέση, στ’ αλήθεια, έχει ο Χριστός με τον μαμμωνά; 
Πολλά μπορούν να γίνουν από τις δυο πλευρές και ιδιαίτατα από εκείνη των Ρωμαιοκαθολικών. Η κατάργηση της Ουνίας που υποσκάπτει κάθε θεμέλιο διαλόγου. Η άμεση αποταγή του κραυγαλέα τη φύσει αστείου παπικού αλάθητου. Η αναγνώριση των ιστορικών εγκλημάτων της Παπικής Εκκλησίας. Δεν υφίσταται λόγος να επεκταθώ σε βαθύτερα θεολογικά ζητήματα, όπως αυτό του filioque. Είναι, εξάλλου, γνωστό πως οι ιστορικές πιέσεις και συγκυρίες μάλλον διόγκωσαν και κατασκεύασαν διαφορές που κάλλιστα μπορούσαν ανέκαθεν να εξομαλυνθούν. Αλλά και δεν πρέπει να λησμονούμε πως πίσω από τις ανθρώπινες επεμβάσεις κρύβεται κυρίως η δαιμονική ενέργεια, που θέλει να ακυρώσει την ουσία και τη δύναμη του χριστιανισμού. Και αυτή η τελευταία έγκειται στην πραγματική θέωση, στην οντολογική ένωση Θεού και ανθρώπου εν τη ακτίστω θεία χάριτι. Στο σημείο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να επέλθει συμφωνία των δυο Εκκλησιών, διότι άλλως καταργείται η πραγματικότητα του Χριστού, το χαλκηδόνιο δόγμα της θεανθρωπότητας. Και χωρίς αυτά δεν έχουμε Χριστό. Και χωρίς Χριστό δεν έχουμε Άγιο Πνεύμα, τουτέστιν Χάρη θεώσεως. Άρα είμαστε εκτός Εκκλησίας, εκτός Θεού, εκτός σωτηρίας, εκτός αιώνιας Βασιλείας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από ημετέρας πλευράς, τουτέστιν ορθοδόξου. Διότι δεν είναι απλά αλλοίωση, αλλά de facto ακύρωση, καθαίρεση και κατάργηση του χριστιανισμού. Βλασφημία του Θεού. Για τους ίδιους λόγους κόπτονται εσαεί «με αυστηρότητα» κατά των αιρετικών οι Πατέρες μας, όπως βλέπουμε στο νυν αναγιγνωσκόμενο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. 
Η επίσκεψη, όπως και η προσφώνηση, του Οικουμενικού Πατριάρχη έθεσαν εν ταυτώ όλα τα παραπάνω επί της ουσίας – ρηθείσης και τονισθείσης επίσης με νόημα υπό του Οικουμενικού - προβλήματα που κρατούν εν διαστάσει τις δυο αδελφές χριστιανικές Εκκλησίες. Αν δεν τα βρουν σε αυτά, τούτο θα σημαίνει αυτοδικαίως και αυτομάτως πως η μια εκ των δυο παύει να είναι Χριστός. Μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους, για παράδειγμα ότι νοσεί, ότι είναι πια κάτι άλλο, αλλά εξάπαντος όχι η μια Εκκλησία του Θεού. Ίσως (πρέπει να) έρθει κάποτε και η στιγμή που η Εκκλησία θα χρειαστεί να εγχειρήσει με καυτηρίαση τον χρόνιο πνευματικό όγκο που οδήγησε στο μέγα Σχίσμα. Να σταματήσει να διαλέγεται με άρρωστα μέλη της, να άρει την εκχώρηση του επισκοπικού διακονικού χαρίσματος από συγκεκριμένα πρόσωπα και την ευλογία της θείας Χάρης στους υπ΄ αυτών ποιμαινομένους. Ωστόσο, για να μη φτάσει ποτέ μια αποφράδα τέτοια μέρα, ας ευχόμαστε κατά τη λειτουργική επικαιρότητα δια του Μ. Βασιλείου για την παύση των εκκλησιαστικών σχισμάτων. 
Κ.Ν. 
Πηγή:Ιδιωτική Οδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου