Του Αρχιμανδρίτη Συμεών Βενετσιάνου
Ήταν απόγευμα Παρασκευής. Πλησίαζε η ώρα που οι άνθρωποι,
αποσταμένοι από τον κάματο της ημέρας, αναζητούν τη θαλπωρή της οικογενειακής
εστίας, το βραδινό τραπέζι και την ανάπαυση. Στον Ναό της εργατικής συνοικίας
τα καντήλια τρεμόπαιζαν μπροστά στους Αγίους, θέλοντας λες να καληνυχτίσουν κι
αυτά με τον δικό τους τρόπο τις ευλογημένες μορφές. Ο νεαρός Εφημέριος μόλις
τελείωνε την τακτοποίηση ορισμένων εγγράφων, που αφορούσαν την ποιμαντική
διακονία της ενορίας. Μόνο η νεωκόρος περίμενε υπομονετικά να κλειδώσει την
εκκλησία και να τραβήξει κι αυτή κατά το σπίτι της. δυό σκιές δρασκέλισαν στον
πρόναο, άναψαν κερί, προσκύνησαν τους προστάτες Αγίους της ενορίας και ζήτησαν
τον ιερέα. – Είναι οι κοπέλες
που έχουν την Κυριακή το μνημόσυνο του πατέρα τους, ανήγγειλε η νεωκόρος. – Να περάσουν.
Θα θέλουν να ρωτήσουν τίποτα διαδικαστικά, σκέφτηκε ο Εφημέριος. Τα των κολλύβων
κ.λ.π. Οι δυό νεαρές γυναίκες μπήκαν στο γραφείο 9 και χαιρέτησαν ευγενικά. Ζήτησαν
συγγνώμη επειδή φορούσαν παντελόνι, ενώ στη συνέχεια σκέφτηκαν να φιλήσουν –κάπως
αμήχανα- το χέρι του Κληρικού. Ήταν φανερό ότι δεν διατηρούσαν και πολύ στενή
σχέση με την Εκκλησία!
Στην αρχή η συζήτηση περιεστράφη γύρω από θέματα τυπικά και
μάλλον άνευ ιδιαίτερης σημασίας: Τι ώρα πρέπει να έρθουν την Κυριακή στην
εκκλησία (!), πότε να φέρουν πρόσφορα και λάδι για τα καντήλια. Όμως με την πάροδο
του χρόνου και την εξοικείωση με τον ιερέα φανέρωσαν τον αληθινό σκοπό της επισκέψεως
τους: ζητούσαν αγωνιωδώς να μάθουν – οι λέξεις είναι δικές τους- ποια είναι η τύχη
του πατέρα τους. Τι απέγινε; Που βρίσκεται τώρα; Είχαν ακούσει για τον Παράδεισο
και την Κόλαση και δεν έκρυβαν τον φόβο τους πως ο πατέρας τους μάλλον είχε χάσει
την ψυχή του. ο άνθρωπος αυτός δεν πήγαινε στην εκκλησία, παρά μία ή δύο φορές
το χρόνο, «για το καλό». Δεν συμμετείχε στα μυστήρια της Εκκλησίας ούτε στη ζωή
της ενορίας. Ήταν φιλάργυρος, βλασφημούσε και δεν έκανε ελεημοσύνες. Όταν αρρώστησε
του πρότειναν να φέρει παπά, να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει. Μα εκείνος, μέχρι
την τελευταία στιγμή, αρνιόταν. Έφυγε έτσι, απροετοίμαστος. Χωρίς τίποτα καλό
για την ψυχή του. – Λοιπόν πάτερ, τώρα ο πατέρας μας είναι στην κόλαση;
Πώς να απαντήσεις; Και τι να πεις; Πώς να πάρεις εσύ τη θέση
του Θεού στην κρίση των ανθρώπων; Μπορείς όμως και να μην είσαι ειλικρινείς
στην επιτέλεση του καθήκοντος σου ως πνευματικός πατέρας; Και τι θα γίνει με
την οδύνη αυτών των ανθρώπων, τη ζωγραφισμένη τόσο έντονα στα μάτια τους; Χωρίς
άλλο ο Εφημέριος δεν μίλησε μόνο για την δικαιοσύνη του Θεού αλλά και για την
ελπίδα, που πότε δεν εγκαταλείπει τον χριστιανό, όσο βαθύ κι αν είναι το σκοτάδι
της απόγνωσης, που απειλεί να καλύψει τα πάντα. Μίλησε για τη μετάνοια της τελευταίας
στιγμής, το «Μνήσθητι» του ληστή πάνω στο σταυρό, την εκζήτηση της θείας συγγνώμης
ακόμα και την ύστατη ώρα του αποχαιρετισμού της ψυχής από το σώμα. Μίλησε για
την πίστη και τη βεβαιότητα πως «τα αδύνατα τοις ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ
εστί». Μίλησε για το θαύμα, την Υπέρλογη αυτή πραγματικότητα της Εκκλησίας μας,
που μας φανερώνει την «άλλη» λογική του Θεού, αυτήν που εμείς οι άνθρωποι δεν
μπορούμε να προσεγγίσουμε ποτέ. Και μάλιστα κυρίως για το χρέος όλων όσοι μένουμε
πίσω, για να προσευχόμαστε αδιάλειπτα για εκείνους που αγαπήσαμε, που ζήσαμε
μαζί τους στιγμές ονειρικές ανείπωτης ευτυχίας.
Η Εκκλησία στην προσευχή της θυμάται πάντοτε τους κεκοιμημένους
αδελφούς μας κι είναι θερμή η δέηση της για εκείνους. Απομένει σε μας το
κοπιαστικό έργο να συμμετέχουμε με όλη τη δύναμη της καρδιάς μας στην Λειτουργία
και τις Ακολουθίες της και να συνεχίζουμε ο καθένας την προσευχητική μας αναφορά
στο Θεό «υπέρ πάντων των προαναπαυσαμένων πατέρων και αδελφών ημών». Η κρίση –ευτυχώς-
είναι έργο του Θεού. Η προσευχή έργο δικό μας. Ας κάνουμε εμείς σωστά το έργο μας
κι ο Θεός θα κάνει το δικό Του. Οι νεαρές ενορίτισσες ευχαρίστησαν θερμά και
σηκώθηκαν να φύγουν. Τώρα το πρόσωπο τους έδειχνε λίγο πιο λαμπερό. Σίγουρα και
στην καρδιά τους είχε σταλάξει η ελπίδα και η χάρη του Θεού. ο Εφημέριος κάθισε
για λίγο ακόμα στο γραφείο του αναλογιζόμενος το ύψος της ιερατικής του ευθύνης
και την αγιοπνευματική ενδυνάμωση που του χρειάζεται.
Την Κυριακή, στο μνημόσυνο, όλη η ενορία συμμετείχε στην ευχή
της Εκκλησίας για τη συγχώρηση του προαπελθόντος αδελφού. Κι όλοι εσείς που
διαβάσατε μέχρι εδώ αυτήν την αληθινή ιστορία, προσθέστε λίγα λόγια προσευχής
απόψε στο Θεό της αγάπης και της δικαιοσύνης για την ανάπαυση των ψυχών των αγνώστων
αδελφών μας. Και ο Χριστός ας το ανταποδώσει σε όλους μας.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον
Οκτώβριο του 1997
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου