Της Σοφίας Κωνσταντινιάδου Εκπαιδευτικού
Μεγαλόπρεπα αργοταξιδεύει στο γαλάζιο θόλο τ’ ουρανού το πύρινο
άρμα του ήλιου, τυλίγοντας ολόκληρη τη γη με τις χρυσάκτινες του. Κάποια πνοή τ’
αγέρα ρυτιδώνει την ήσυχη θάλασσα, ενώ μικρά συννεφάκια αρχίζουν ένα τρελό
κυνηγητό ψηλά στους αιθέρες. Χάνεται το χρυσαφί και το φως, που πριν λίγο
σκορπούσε ο ήλιος. Συννεφιά μελαγχολική σκεπάζει το γαλάζιο τ’ ουρανού, δίνοντας
το χρώμα της και στη θάλασσα, που μέσα της καθρεφτίζεται. Λαμπερές σταλαγματιές,
σαν δάκρινα μαργαριτάρια, πέφτουν απρόσμενα πάνω στη γη, που διψασμένη της ρουφά.
Το ποτισμένο χώμα σκορπίζει μια παράξενη μυρωδιά τριγύρω. Σιγοτραγουδά τ’ αγέρι
κι ανάλαφρο περνά ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές των δένδρων κι απ’ τα κλαδιά των
λουλουδιών, π’ ανατριχιάζουν, λες, από το πέρασμα του κι αργοσαλεύουν ρυθμικά. Κιτρινισμένα
μισόξερα φύλλα τινάζονται, απαλοχορεύουν, σκορπίζονται γύρω και σαν κουρασμένα
ακουμπούν ανάλαφρα πάνω στη γη και τη σκεπάζουν μ’ ένα παράξενο και πολύχρωμο
χαλί.
Γυμνά κλαριά, απλωμένα, σαν ικετευτικά χέρια υψώνονται προς τα
ουράνια. Μικρά σπουργίτια πετούν χαμηλά, γεμίζουν τον αγέρα με την χαρούμενη
φλυαρία τους, πότε δώ, πότε κει, σκύβουν τσιμπολογούν κάποιο σπόρο αχόρταγα, ανήσυχα,
έτοιμα να πετάξουν και πάλι σ’ άλλη γειτονιά. Γοργόφτερα πουλάκια, μικροί
φτερωτοί φίλοι τιτιβίζουν μονότονα, μελαγχολικά, πετούν στα γυμνά κλαριά,
αναζητώντας, λες, τ’ αδέλφια τους, που φύγανε για τις ζεστές χώρες. Πέρα στις κατάξερες
πλαγιές των βουνών σκορπισμένα τ’ αρνάκια βελάζουν σιγανά, καθώς αναζητούν έστω
κι ένα πράσινο φύλλο. Πιστό το τσοπανόσκυλο ακολουθεί από κοντά το βοσκό, πηδά
πάνω στις πέτρες και γαυγίζει, ενώ τα κουδουνίσματα των προβάτων αντηχούν πέρα
ως πέρα. Κάπου κάπου, ανάμεσα από τις πέτρες, κάτω από κάποιο κατάξερο θάμνο,
σαν νότα χαράς, σαν πινελιά ζωγράφου, ξεπροβάλλουν ταπεινά τα κυκλάμινα με τ’
απαλό και γλυκό ρόδινο χρώμα, με τη λεπτή μυρωδιά. Ήχος γλυκόλαλης καμπάνας
σκορπιέται μες στ’ απαλό δειλινό.
Στη σιγαλιά της εξοχής το χαρμόσυνο μήνυμα της φτάνει στην
ψυχή κάθε πιστού. Στολισμένο με μυρτιές, χρυσάνθεμα και βασιλικά πανηγυρίζει το
μικρό ξωκκλήσι του Άι-Δημήτρη. Καίγονται τα κεράκια μπρος στο εικόνισμα του,
μοσχοβολούν το λιβάνι και τα βασιλικά, ενώ τα καντηλάκια χύνουν το ιλαρό φως τους
μες στο μικρό κάτασπρο ξωκκλήσι. Γαλήνιες οι μορφές των Αγίων, κατανυκτική η
ψαλμωδία, αγιασμένη η ατμόσφαιρα, ειρηνικές οι καρδιές των πιστών. Θεία μυσταγωγία
που κατεβάζει τον ουρανό στη γη και ανεβάζει τις ψυχές στον θρόνο του Θεού. Κι όλα
αυτά σαν εικόνες πανέμορφες κάποιου ζωγράφου, γεμάτες φως και μελαγχολία, χρώμα
και ποίηση, συνθέτουν μια ζηλευτή, μια πανώρια ζωγραφιά, μια σύνθεση, που κάθε
χρόνο είναι διαφορετική, πάντα ζωντανή και όμορφη, που μόνον ο Μεγάλος Καλλιτέχνης,
ο Δημιουργός του σύμπαντος, μπορεί να την συνθέσει και που για τίτλο έχει μόνο μια
λέξη: ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον
Σεπτέμβριο του 2002
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου