Γεννήθηκε σαν σήμερα η Ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη
Η Μαρία Πολυδούρη δεν είναι
ηρωίδα ρομάντζου. Γεννήθηκε και έζησε σε μια εποχή συντηρητική, που τη
συνέθλιψε. Δεν υπήρξε μόνο θύμα του εαυτού της - είναι αλήθεια ότι
διακατεχόταν από μια ανίκητη τάση αυτοκαταστροφής- αλλά και του κλίματος
που επικρατούσε γενικά και ιδιαίτερα της κοινωνικής μοίρας της ως
γυναίκας.
Eξετάζοντας αυτό το
αστέρι του αιώνα μας που τόσο μικρή τροχιά διένυσε θα διαπιστώσουμε από
τη μία μεριά, μια αντίθεση ανάμεσα στις ιδέες της και τις αρχές της και
από την άλλη, στο ποιητικό της έργο.
Ενώ οι ιδέες της είναι πολύ προοδευτικές για την εποχή, η ποίησή της
-επηρεασμένη, αναμφι-σβήτητα, σε μεγάλο μέρος από τον Καρυωτάκη-
διακρίνεται για το στοιχείο του πεσιμισμού: Υμνεί τον έρωτα και το
θάνατο. Είχε ριζώσει τότε ο νεορομαντισμός, που διαπότιζε την ποίηση.
Όμως, στον πεζό λόγο είναι αδέσμευτη. Τόσο στο ημερολόγιό της όσο και
στην άτιτλη νουβέλα της παρουσιάζει τις αντιλήψεις της εποχής και
σαρκάζει τις συμβατικότητές της.
Οι αντίθετες αυτές πλευρές συνθέτουν μία από τις σπάνιες προσωπικότητες
και ολοκληρώνουν έναν ακέραιο άνθρωπο. Ένα πνεύμα σταθερό, ανυποχώρητο
και ασυμβίβαστο, που εύκολα δεν μπορούσε να το «σηκώσει» το πνεύμα των
καιρών. «Τι θαρραλέα και τι σπουδαία γυναίκα!», γράφει η Λιλή Ζωγράφου
στο βιβλίο της «Καρυωτάκης, Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης».
«Φυσούσε μέσα της ένας σίφουνας, που την έσπρωχνε να πηδά άφοβα πάνω
από τους ανόητους φραγμούς που την εμπόδιζαν να δει την αλήθεια. Αυτός ο
σίφουνας τη σήκωσε στα 18 της -τόλμη¬μα τρομαχτικό- από την Καλαμάτα
και την έφερε στην Αθήνα του ’20».
Τα πρώτα χρόνια
Η Μαρία γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα από την Κυριακή
και τον Ευγένιο Πολυδούρη, φιλόλογο καθηγητή. Μια εποχή ιδιαίτερα
αντιφατική, με βαλκανικούς πολέμους και διχασμούς, τη μικρασιατική
καταστροφή και τα νέα κοινωνικά δεδομένα.
Όταν έγινε τριών ετών, ο πατέρας της πήρε μετάθεση για το Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί η Μαρία θα τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο.
Όσο μεγάλωνε, γινόταν ένα παιδί στοχαστικό με αντιφατικές εκδηλώσεις
και ανησυχίες για τους δικούς της. Άλλοτε ήταν ολότελα μελαγχολική και
άλλοτε είχε βίαια και ασυγκράτητα ξεσπάσματα χαράς. Είχε αρχίσει να
προξενεί εντυπώσεις στον περίγυρό της.
Οι εκδηλώσεις της ξεπερνούσαν τα όρια του συνηθισμένου. Έτρεφε απέραντη
αγάπη και ακατα-νίκητη έλξη για τη θάλασσα. Πολλές φορές στο σχόλασμα
από το σχολείο της ξεμάκραινε από τα άλλα παιδιά και ολομόναχη
περπατούσε στην παραλία του Γυθείου.
Αν, πάλι, όταν περπατούσε σε έναν δρόμο, άκουγε κλάματα και μοιρολόγια,
πήγαινε αθόρυβα και τρύπωνε σε μια γωνία και στεκόταν εκεί ώρες
ολόκληρες. Ύστερα έφευγε τρεμουλιάζοντας.
Κι όταν κάποτε τη ρώτησε η μητέρα της γιατί πηγαίνει να ακούει
μοιρολόγια, αφού βγαίνει από εκεί άρρωστη, έδωσε την απάντηση σαν να τα
είχε χαμένα: «Μ’ αρέσει να λυπάμαι».
Το πάθος της οικογένειας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η ρομαντική
ποίηση και το ρομαντικό μυθιστόρημα. Αν τύχαινε να επισκεφθεί την
οικογένεια κάποιος με αντίθετα πολιτικά φρονήματα, όλοι αποφεύγανε από
ευγένεια την πολιτική συζήτηση για να μη θίξουν τον επισκέπτη τους. Η
Μαρία, όμως, δεν κρατιόταν. Άρχιζε την επίθεσή της και η πολιτική
συζήτηση άναβε για τα καλά! Εγκολπωνόταν τις δημοκρατικές αρχές της
οικογένειας, με αποτέλεσμα σε ηλικία 16 ετών να στείλει συγχαρητήριο
τηλεγράφημα σε βουλευτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων που είχε εισηγηθεί
στη Βουλή για τη γυναικεία ψήφο.
Στην ηλικία των 14 ετών δημοσιεύτηκε το πρώτο της έργο στο περιοδικό
εργοχείρων «Ο Οικογενειακός Αστήρ». Ήταν ένα πεζοτράγουδο με τον τίτλο
«Ο πόνος της μάνας». Εκείνες τις μέρες η θάλασσα είχε βγάλει το πτώμα
ενός νέου ναυτικού στην ακτή των Φιλιατρών. Η Μαρία συγκλονίστηκε όχι
τόσο από τα χαμένα νιάτα του πνιγμένου όσο από τον σπαραγμό της μάνας.
Το 1918 η Μαρία τελειώνει το Γυμνάσιο και ύστερα από εξετάσεις
διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Αποφάσισε να μη σπουδάσει φιλολογία,
όπως επιθυμούσαν οι γονείς της, αλλά νομικά. Οι γονείς της μπροστά στο
πείσμα υποχώρησαν. Πολλά πράγματα της κεντρίζουν τη φαντασία. Θα ψάχνει
μια ιδανική ευτυχία. Θα τη χαρακτηρίζει το ανικανοποίητο. Η διαρκής
ανησυχία και η αναζήτηση.
Το
1920 δέχεται δύο δυνατά χτυπήματα: Πεθαίνει ο πατέρας της και ύστερα από
σαράντα μόλις μέρες η μητέρα της. Εκείνο το διπλό θανατικό είναι φοβερό
για τη Μαρία και θα σημαδέψει τη ζωή της.
Λίγο αργότερα θα γράψει στο ημερολόγιό της: «Καημένη μαμά μου, δεν θα
ξεχάσω τα δάκρυά σου τις προηγούμενες ημέρες πριν αφήσεις τον κόσμο.
Δάκρυα πικρά που έχυνες από λύπη ότι δεν θα ακουγόσουν ή για την τύχη
του παιδιού σου;».
Αν η Μαρία
έδειχνε κάποια αδιαφορία για τους άλλους, ήταν κάτι ολότελα φαινομενικό.
Πάντως, οι παραπάνω δύο θάνατοι θα την εξοικειώσουν με το τραγικό τέλος
της ανθρώπινης ζωής και θα την κάνουν να νιώσει μια ματαιότητα των
εγκόσμιων.
Η κάθοδος στην Αθήνα
Σε μια εποχή όπου ο ελληνικός στρατός πολεμάει στη Μικρά Ασία και
αρχίζει η κρίσιμη για την Ελλάδα καμπή του πολέμου με την αντεπίθεση του
Κεμάλ (1921), η Μαρία εγγράφεται στη Νομική. Επίσης, ζητάει και
πετυχαίνει μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας. Νομάρχης ήταν
τότε εκεί ο λογοτέχνης και ποιητής Νικόλαος Πετιμεζάς-Λαύρας.
Εκεί θα γνωρίσει και το μεγαλύτερο και τραγικό έρωτα της ζωής της: Τον
ποιητή των «Νηπενθών» Κώστα Καρυωτάκη. Ο Καρυωτάκης, που υπηρετούσε ως
υπάλληλος στην ίδια Νομαρχία, δεν άργησε να γοητευθεί από τη Μαρία, που
ήταν πολύ όμορφη κοπέλα με μεγαλοπρεπή κορμοστασιά, σταθερό και
χαριτωμένο βάδισμα, όμορφα μάτια, χλωμό μακρύ πρόσωπο με σωστές
αναλογίες, που το πλαισίωναν πλούσια μαύρα μαλλιά.
Οι δύο νέοι ήταν φυσικό να συνδεθούν στενά. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα:
Τη λογοτεχνία. Είχαν κοινές εμπειρίες: Την αποπνικτική ατμόσφαιρα της
επαρχιακής ζωής, την τσακισμένη τους ευαισθησία από την ακατανοησία του
περίγυρου. Ο Καρυωτάκης την ενθαρρύνει να συνεχίσει το γράψιμο, αλλά
ταυτόχρονα της μεταδίδει την απαισιοδοξία του.
Ο μελαγχολικός ποιητής τη βοηθά να βγει στο προσκήνιο ως ποιήτρια.
Εμφανίζεται, λοιπόν, το 1922 από τον «Έσπερο» της Σύρου. Η Πολυδούρη
είναι γενναία και ικανή να αναπτύξει τολμηρές πρωτοβουλίες. Θα ζητήσει
με ένα γράμμα από τον αγαπημένο της να παντρευτούν.
Εκείνος θα αρνηθεί με τη δικαιολογία ότι πάσχει από «χρόνιο νόσημα» κι
όταν αυτή θα επιμείνει, ο Καρυωτάκης τής δίνει την οριστική -αρνητική-
απάντηση. Εκείνη πληγώνεται καίρια και ο δεσμός τους διακόπτεται.
Όσες φορές συναντιούνται και μιλούν, καμιά λέξη δεν ξεστομίζει η Μαρία
για έρωτα. Κρατά τον εγωισμό της και την αξιοπρέπειά της, γεγονός για το
οποίο έξι χρόνια αργότερα, όταν αυτός θα έχει πεθάνει, θα γράψει
πλημμυρισμένη από τύψεις: «Α, τώρα κάτω από τη φρικτή τύψην αυτή θα
σκύβω πως ούτε πήρα το άξιό σου δώρο που μου δινόταν».
Το καλοκαίρι του 1925, αφού τελείωσε το Ημερολόγιό της, έφυγε για τη
Φτέρη του Αιγαίου, εγκαταστάθηκε σε ένα ξενοδοχείο για να παραθερίσει
και εκεί έγραψε μια άτιτλη νουβέλα, που δεν τη δημοσίευσε ποτέ.
Έχει στο μεταξύ γνωριστεί με τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου,
που είχε κάνει σπουδές στην Ευρώπη. Η γνωριμία αυτή δεν άργησε να
καταλήξει σε αρραβώνα.
Τότε,
όμως, τυχαίνει να βεβαιωθεί από κοινούς φίλους ότι στην πραγματικότητα η
υγεία του Καρυωτάκη στεκόταν εμπόδιο στο γάμο τους. Ένας σεισμός την
τράνταξε. Πλημμύρισε από συγγνώμη και μεταμέλεια για την αδικία που του
έκανε. Γράφει για αυτό το θέμα ποιήματα και πεζά.
Μα ο Καρυωτάκης δεν περίμενε ούτε συγχώρεσε ποτέ τον αρραβώνα της και
οι φιλικές σχέσεις τους είχαν διακοπεί και δεν αντάλλασσαν ούτε
χαιρετισμό. Όταν η Μαρία συνειδητοποιεί ότι χάνει οριστικά τον ποιητή
της, πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη.
Σε αυτήν την κατάσταση η Μαρία νιώθει πως είναι αδύνατον να συνεχίσει
τη σχέση μνηστείας με το Γεωργίου. Έτσι, διαλύει τον αρραβώνα της,
στέλνοντάς του ένα γράμμα γεμάτο ειλικρίνεια και εντιμότητα.
Ανεκπλήρωτη ζωή
Η ζωή στο Παρίσι θα γίνει πολύ δύσκολη. Η αδενοπάθεια που την είχε
προσβάλει θα εξελιχθεί σε φυματίωση, που την εποχή εκείνη σημαίνει
θάνατο. Η Μαρία θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα εισαχθεί κατευθείαν στο
Σανατόριο Σωτηρία. Είναι πλέον φυματική. Μια μέρα, αναπάντεχα, θα την
επισκεφθεί ο Καρυωτάκης. Ετοιμαζόταν να φύγει για μετάθεση για την
Πρέβεζα και πήγε να τη δει. Ο ποιητής της δε δείχνει θυμό ούτε
ψυχρότητα, αλλά χαρά και επιείκεια. Μα κι αυτήν τη φορά παριστάνει τη
δυνατή. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί στην Πρέβεζα στις 28 Ιουλίου 1928. Η
είδηση είναι χαριστική βολή για τη Μαρία. Μεταφέρεται το Φεβρουάριο του
1930 σε μια κλινική στα Πατήσια για να έχει ανθρώπινο τέλος.
Το τέλος ήρθε λίγο πριν από τα χαράματα της 29ης Απριλίου 1930. Ο
θάνατός της ήταν μια τραγική επαλήθευση μιας ποιητικής της προφητείας
και επισφράγισε μια ζωή ανεκπλήρωτη, λειψή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου