Του Βασιλείου Αναστασίου Γκρίλλα*
«Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τά τριάκοντα αργύρια τοίς αρχιερεύσι καί πρεσβυτέροις λέγων: Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. οι δέ είπον: Τί πρός ημάς; σύ όψει. καί ρίψας τά αργύρια εν τώ ναώ ανεχώρησε, καί απελθών απήγξατο».
Συχνά, στην ανθρώπινη λογική, παράγεται μια μη υγιής ταύτιση της μεταμέλειας με την μετάνοια. Η σύγχυση των καταστάσεων που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γεννά σύγχυση στην κατανόηση και στην θεώρηση της θεολογικής σκέψης . Τούτο είναι σαφές, αν αναλογιστεί κάποιος πως ανάμεσα στην θεολογική θεωρία και στο θεολογικό βίωμα, η απόσταση είναι μεγάλη. Έτσι, σε επίπεδο κακής θεολογικής βιωματικής λειτουργίας η μεταμέλεια ταυτίζεται με την μετάνοια .
Η μεταμέλεια συνίσταται στην συναισθηματική αναγνώριση του σφάλματος, που πηγάζει στο έδαφος μιας υποκειμενικής προσοικείωσης του υποκειμενικού ως αντικειμενικού και μάλιστα με την ψευδαίσθηση, ότι τούτο επιφέρει την αποκατάσταση στην οδό στης σωτηρίας. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι, η μεταμέλεια αποτελεί κατάσταση από παράγοντες έξω από την διάθεση του προδότη και κυρίως λόγω της κατακρίσεως που εμφανώς ή αφανώς, αμέσως ή εμμέσως παρουσιάζεται από εξωγενείς παράγοντες ή από τύψεις συνειδήσεως .
Ουσιαστικά έτσι η μεταμέλεια αποτελεί μια εγωκεντρική κατάσταση, που καθηλώνει το παρά φύσιν της πτώσεως της ανθρώπινης φύσης, σε ένα πάρα φύσιν διάρκειας, με σταθερή απόκλιση από την σωτήρια οδό των προτυπώσεων της Παλαιάς διαθήκης και των διατυπώσεων της Ευαγγελικής διδασκαλίας . Με απλούστερο τρόπο, η μεταμέλεια αποτελεί την φαινομενική στροφή στην βελτίωση, αλλά ουσιαστικά δεν παύει να αποτελεί την διαρκή εμμονή στην αυτεξούσια κίνηση προς το κακό .
Η μετάνοια αποτελεί την μεταστροφή του νου σε έναν διαρκή προσανατολισμό αλλαγής της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς της ανθρώπινης φύσης προς την θέωση και την κατά Θεόν τελείωση . Στην μετάνοια το ανθρώπινο πρόσωπο, ξεφεύγοντας από την εγωκεντρική ατομικότητα, απαλλάσσεται από την ανεπάρκεια μιας αρρωστημένης ατομικής αυτοτέλειας και προσανατολίζεται στην προσωπική σχέση με τον Θεό, βιώνοντας αρχικά δια του πλησίον –-που αποτελεί εικόνα Θεού –την μετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειες και επιπρόσθετα στην μετά του Θεού Κοινωνία .
Έτσι, η μετάνοια γίνεται θεραπευτική διαδικασία, απαλλαγμένη από το σχολαστικό πνεύμα μιας θεώρησης, που καταλύει την σύναξη των αδελφών επί το αυτό , διασαλεύοντας το στόχο του «ίνα πάντες έν ώσιν ».
Στην μετάνοια, μέσω της αυτογνωσία, ο άνθρωπος φθάνει στην κάθαρση. Η επίγνωση της αμαρτίας στον άνθρωπο τον φέρνει σε κατάσταση κατάγνωσης , δηλ. αυτοαναγνώρισης του λάθους της αμαρτίας και τον οδηγεί στην αυτοκατηγορία για την απόκλισή του από την πορεία της καθ’ ομοίωσιν θεώσεως . Έτσι, παράγεται συντριβή καρδιάς και αποκαθίσταται φυσικά και αβίαστα η κατά Θεόν πρόοδος της ανθρώπινης φύσης του προσώπου .
Το φάρμακο έτσι της αμαρτίας, είναι η ίδια η κατάγνωση των προσωπικών λαθών, στο όποιο επίπεδο και αν αυτά συντελούνται . Με δεδομένα τούτα τα χαρακτηριστικά, η μετάνοια νοηματοδοτείται στην ουσιαστική διάσταση της, ως η επάνοδος από το παρά φύση στο κατά φύση της κατά Θεόν τελειώσεως. Είναι δηλαδή η ουσιαστική πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση .
Το Ευαγγέλιο, θέτει αυτές τις σκέψεις σε πολλές περιπτώσεις με κύρια την παρουσία του Ιούδα. Ο Ιούδας εκφράζει και αποτελεί την απόλυτη διαφορά ανάμεσα στην μεταμέλεια και την μετάνοια. Η στάση του δυστυχώς, εδράζεται σε έδαφος συναισθηματικό και όχι σε έδαφος λόγου. Και αυτό είναι ακόμα ένα λάθος, γιατί ο μαθητής του Λόγου έρχεται σε κατάσταση παραλογισμού. Η επιλογή του Ιούδα στο έργο του σκότους συναισθηματικά, δεν είναι εμπρόθετη και δεν νοείται ως πλήρως ενσυνείδητη και άρα πλήρως ηθελημένη.
Οι άνθρωποι συχνά αγαπούν το σκοτάδι στον ίδιο ακριβώς χρόνο που διατηρούν σχέση με το φώς. Ένα τέτοιο ευαγγελικό παράδειγμα είναι ο Ιούδας. Διατηρεί σχέση με το φώς, αλλά συναισθηματικά στρέφεται στο σκοτάδι. Έτσι βιώνει την κρίση του σκότους με αποστροφή κάθε αγαθού έργου και υιοθετεί έργα πονηρά όπως η φιλαργυρία και η προδοσία .
Σήμερα, άνθρωποι, ως ο αρχέτυπος Ιούδας, εντοπίζονται σε κάθε εκδήλωση ζωής. Η φιλαργυρία εκδηλώνεται με την προσκόλληση του ανθρώπου στα υλικά αγαθά, με κύριο αυτών στοιχείο το χρήμα ή την κάθε ατομική επιτυχία, ενώ η προδοσία παραμένει στην ακεραιότητα της ίδια, ως η έκθεση του πλησίον υπέρ του ιδίου οφέλους του προδότη. Αυτά τα φαινόμενα αντικρίζουμε στην κοινωνική δομή της εποχής μας και αποτελούν τα πονηρά έργα, που γενούν τα αίτια της πνευματικής και υλικής φτώχιας και των συμπεριφορών διαταραχών του ανθρώπου. Δυστυχώς αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν και στο χώρο της Θεολογίας και της Εκκλησίας .
Ευτυχώς, ο Χριστός μας προετοίμασε για τούτη την κατάσταση. Λίγες ώρες μετά την παράδοση των Αχράντων Μυστηρίων και σε εκείνη την πρώτη για την Εκκλησία Αγία Τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, η πρώτη φράση που ξεστομίζει το άγιο στόμα του Κυρίου μετά το «Λάβετε φάγετε: » και το «Πίετε εξ αυτού πάντες », είναι φράση που φέρνει δάκρυα σε αυτόν που έχει ακόμα συνείδηση αγάπης μέσα του. Λέει αμέσως μετά την παράδοση των Μυστηρίων και χωρίς να παρεμβάλει τίποτε άλλο: «ιδού η χείρ τού παραδιδόντος με μετ' εμού επί τής τραπέζης ».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταλήγει στην τραγική αποκάλυψη του κάθε προδότη Του, που βιώνει το «πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι' ού παραδίδοται ». Το αποτέλεσμα αυτής της αποκάλυψης, δηλώνεται χαρακτηριστικά στην αντίδραση των Μαθητών μπροστά στην κατάδειξη της προδοσίας και σε καθεστώς που περιγράφει ζωηρά το Ευαγγέλιο αναφέροντας: «Εγένετο δέ καί φιλονεικία εν αυτοίς, τό τίς αυτών δοκεί είναι μείζων» .
Ο Ιούδας παρών σε αυτά τα γεγονότα παραμένει αμετανόητος. Φαινομενικά λυπάται μετά την πράξη του, αλλά αντί να μετανοήσει και να ανοίξει αληθινά την καρδιά του στον Χριστό και στους Αδελφούς του –όπως ο Πέτρος μετά την τραγική άρνηση του Διδασκάλου μας - απλά μεταμεληθείς επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, στηριζόμενος και πάλι όχι στην παρουσία του Διδασκάλου, αλλά στην παρουσία του Εγώ του.
Σήμερα, «Ιούδες» όπως εκείνος ο Αρχέτυπος μαθητής, προδίδουν υπέρ του ιδίου οφέλους τον πλησίον, τον συνάδελφο, τον Αδελφό και άρα τον Διδάσκαλο. Έρχονται στην κατάσταση της μεταμέλειας για «το αίμα του αθώου» που πρόδωσαν, αλλά δεν προχωρούν στην έμπρακτη μετάνοια της αποδοχής του σφάλματος που συνετέλεσαν. Συχνά επιστρέφουν στους «Αρχιερείς», στους «Γραμματείς» και στους «Πρεσβύτερους», θεωρώντας ότι αν ρίξουν στα πόδια τους τα «τριάκοντα αργύρια» της προδοσίας πως θα αποκατασταθούν στα μάτια της Δικαιοσύνης του Θεού.
Η συγχώρεση όμως δεν είναι πράξη μόνο του συγχωρούντος τον προδότη, αλλά κυρίως βίωμα του πράττοντος το λάθος της προδοσίας. Ο πράτων την προδοσία προκαλεί την άφεση της αμαρτίας του λάθους του και ο Θεός «ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν » δια του πλησίον και αδικηθέντος προδομένου Αδελφού αποκαλύπτει ότι «τόν ερχόμενον πρός με ου μή εκβάλω έξω ». Έτσι παράγεται η αληθής μετάνοια σε έδαφος Αλήθειας και καθίσταται η μεταμέλεια ξένο στοιχείο της αληθούς πίστης. Αυτή είναι η διαφορά μεταμέλειας και μετάνοιας .
Ωστόσο, επειδή ο «ο Θεός αγάπη εστί, καί ο μένων εν τή αγάπη εν τώ Θεώ μένει καί ο Θεός εν αυτώ » ακόμα και αν κάποιος που πρόδωσε τον συνάνθρωπο, όπως πρόδωσαν Εκείνον τον Θεάνθρωπο, είτε με λόγια είτε με έργα, επιδείξει ακόμα και σχετική μεταμέλεια, έστω και τυπικά, δεν δικαιολογείται υστέρηση της αγάπης στο πρόσωπο του και ας είναι προδότης. Ο προδομένος Χριστιανός οφείλει να αγαπά ακόμα και τον προδότη του. Αν ο Χριστιανός δειλιάσει στην αγάπη, γίνεται και ο ίδιος προδότης του Χριστού, εφόσον «ημείς εγνώκαμεν καί πεπιστεύκαμεν τήν αγάπην ήν έχει ο Θεός εν ημίν ».
Η δειλία στην αγάπη ακόμα και προς τον προδότη παρουσιάζει λανθάνοντα κίνδυνο στον προδομένο, να εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο μίσους. Αν γίνει αυτό, τότε και ο προδομένος δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αυτός είναι και ο Σταυρός του προδομένου: Να υπερβαίνει την προδοσία υπέρ της μετάνοιας του παραπεσόντος Αδελφού. Γι’ αυτό και ο Χριστός απάντησε στον Ιούδα με κάθε ενέργεια αγάπης ακόμα και με το μοίρασμα του ψωμιού Του, δείγμα απόλυτης καλής διάθεσης , ακόμα και δίνοντας το Πρόσωπο Του στον ασπασμό της προδοτικής επιβεβαίωσης, από τα χείλη του μέχρι εκείνη την στιγμή Μαθητού .
Σε αυτή την λογική, παράγεται η βεβαιότητα και η ελπίδα πως ο Χριστός ακούγοντας την διάθεση του προδομένου και την αγάπη προς τον προδότη -πλην όμως Αδελφό που παραμένει Εικόνα Θεού- θα μεταστρέψει αυτή την μεταμέλεια σε μετάνοια και θα εξαργυρώσει τα τριάκοντα αργύρια υπέρ της αληθούς μετανοίας, επί τιμή αίματος, εφόσον «μή αγαπώμεν λόγω μηδέ τή γλώσση, αλλ᾿ εν έργω καί αληθεία ».
Με αυτές τις σκέψεις ο Ορθόδοξος Χριστιανός που προδίδεται, το μόνο που μπορεί να λέει πάντα στον προδότη του, ακόμα και στην απλή μεταμέλεια είναι: «Όσα εξείπες τή εμή ελάχιστη ταπεινότητι, καί όσα ουκ έφθασαν ειπείν η κάτ άγνοιαν ή κατά λήθην οιαδήποτε, ο Θεός συγχωρήσοι σοί εν τώ νύν αιώνι καί εν τό μέλλοντι...περί δέ τών εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην », και ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να ξεστομίζεται σε όποιον αδικεί δια της όποιας προδοσίας, η αμαρτωλή φράση «σύ όψει». Το «σύ όψει», οδηγεί τον προδότη από την μεταμέλεια στην αγχόνη και από την ζωή στον θάνατο. Το «σύ όψει» είναι στην ουσία η κατάρα που οδηγεί τον προδότη στον διάβολο.
Στον κάθε προδότη της ζωής, ο Χριστιανός απαντά με αγάπη όταν ακούσει το λόγο της προδοσίας «Χαίρε ραββί...» , που επιδέχεται πολλών ερμηνειών στον σύγχρονο κόσμο μας. Ως προδομένοι, είτε μπροστά σε ασθενή μεταμέλεια, είτε σε αληθή μετάνοια δικαιωνόμαστε στο Θεό αν δεν ξεχνούμε στιγμή ότι:
«Ό ήν απ' αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοίς οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα καί αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί τού Λόγου τής ζωής: καί η ζωή εφανερώθη, καί εωράκαμεν καί μαρτυρούμεν καί απαγγέλλομεν υμίν τήν ζωήν τήν αιώνιον, ήτις ήν πρός τόν πατέρα καί εφανερώθη ημίν: ό εωράκαμεν καί ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα καί υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ' ημών: καί η κοινωνία δέ η ημετέρα μετά τού πατρός καί μετά τού υιού αυτού Ιησού Χριστού. καί ταύτα γράφομεν ημίν, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη.
Καί αύτη έστιν η επαγγελία ήν ακηκόαμεν απ' αυτού καί αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φώς εστι καί σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία. εάν είπωμεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετ' αυτού καί εν τώ σκότει περιπατώμεν, ψευδόμεθα καί ου ποιούμεν τήν αλήθειαν: εάν δέ εν τώ φωτί περιπατώμεν, ως αυτός εστιν εν τώ φωτί, κοινωνίαν έχομεν μετ' αλλήλων, καί τό αίμα Ιησού Χριστού τού υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας. εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν καί η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τάς αμαρτίας ημών, πιστός εστι καί δίκαιος, ίνα αφή ημίν τάς αμαρτίας καί καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας. εάν είπωμεν ότι ουχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, καί ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν. ».
Καλή Ανάσταση Αδελφοί!
*Θεολόγος, MTh Δογματικής Θεολογίας,
Υπ. Δρ. Δογματικής Θεολογίας, Παν/μίου Αθηνών.
«Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τά τριάκοντα αργύρια τοίς αρχιερεύσι καί πρεσβυτέροις λέγων: Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. οι δέ είπον: Τί πρός ημάς; σύ όψει. καί ρίψας τά αργύρια εν τώ ναώ ανεχώρησε, καί απελθών απήγξατο».
Συχνά, στην ανθρώπινη λογική, παράγεται μια μη υγιής ταύτιση της μεταμέλειας με την μετάνοια. Η σύγχυση των καταστάσεων που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γεννά σύγχυση στην κατανόηση και στην θεώρηση της θεολογικής σκέψης . Τούτο είναι σαφές, αν αναλογιστεί κάποιος πως ανάμεσα στην θεολογική θεωρία και στο θεολογικό βίωμα, η απόσταση είναι μεγάλη. Έτσι, σε επίπεδο κακής θεολογικής βιωματικής λειτουργίας η μεταμέλεια ταυτίζεται με την μετάνοια .
Η μεταμέλεια συνίσταται στην συναισθηματική αναγνώριση του σφάλματος, που πηγάζει στο έδαφος μιας υποκειμενικής προσοικείωσης του υποκειμενικού ως αντικειμενικού και μάλιστα με την ψευδαίσθηση, ότι τούτο επιφέρει την αποκατάσταση στην οδό στης σωτηρίας. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι, η μεταμέλεια αποτελεί κατάσταση από παράγοντες έξω από την διάθεση του προδότη και κυρίως λόγω της κατακρίσεως που εμφανώς ή αφανώς, αμέσως ή εμμέσως παρουσιάζεται από εξωγενείς παράγοντες ή από τύψεις συνειδήσεως .
Ουσιαστικά έτσι η μεταμέλεια αποτελεί μια εγωκεντρική κατάσταση, που καθηλώνει το παρά φύσιν της πτώσεως της ανθρώπινης φύσης, σε ένα πάρα φύσιν διάρκειας, με σταθερή απόκλιση από την σωτήρια οδό των προτυπώσεων της Παλαιάς διαθήκης και των διατυπώσεων της Ευαγγελικής διδασκαλίας . Με απλούστερο τρόπο, η μεταμέλεια αποτελεί την φαινομενική στροφή στην βελτίωση, αλλά ουσιαστικά δεν παύει να αποτελεί την διαρκή εμμονή στην αυτεξούσια κίνηση προς το κακό .
Η μετάνοια αποτελεί την μεταστροφή του νου σε έναν διαρκή προσανατολισμό αλλαγής της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς της ανθρώπινης φύσης προς την θέωση και την κατά Θεόν τελείωση . Στην μετάνοια το ανθρώπινο πρόσωπο, ξεφεύγοντας από την εγωκεντρική ατομικότητα, απαλλάσσεται από την ανεπάρκεια μιας αρρωστημένης ατομικής αυτοτέλειας και προσανατολίζεται στην προσωπική σχέση με τον Θεό, βιώνοντας αρχικά δια του πλησίον –-που αποτελεί εικόνα Θεού –την μετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειες και επιπρόσθετα στην μετά του Θεού Κοινωνία .
Έτσι, η μετάνοια γίνεται θεραπευτική διαδικασία, απαλλαγμένη από το σχολαστικό πνεύμα μιας θεώρησης, που καταλύει την σύναξη των αδελφών επί το αυτό , διασαλεύοντας το στόχο του «ίνα πάντες έν ώσιν ».
Στην μετάνοια, μέσω της αυτογνωσία, ο άνθρωπος φθάνει στην κάθαρση. Η επίγνωση της αμαρτίας στον άνθρωπο τον φέρνει σε κατάσταση κατάγνωσης , δηλ. αυτοαναγνώρισης του λάθους της αμαρτίας και τον οδηγεί στην αυτοκατηγορία για την απόκλισή του από την πορεία της καθ’ ομοίωσιν θεώσεως . Έτσι, παράγεται συντριβή καρδιάς και αποκαθίσταται φυσικά και αβίαστα η κατά Θεόν πρόοδος της ανθρώπινης φύσης του προσώπου .
Το φάρμακο έτσι της αμαρτίας, είναι η ίδια η κατάγνωση των προσωπικών λαθών, στο όποιο επίπεδο και αν αυτά συντελούνται . Με δεδομένα τούτα τα χαρακτηριστικά, η μετάνοια νοηματοδοτείται στην ουσιαστική διάσταση της, ως η επάνοδος από το παρά φύση στο κατά φύση της κατά Θεόν τελειώσεως. Είναι δηλαδή η ουσιαστική πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση .
Το Ευαγγέλιο, θέτει αυτές τις σκέψεις σε πολλές περιπτώσεις με κύρια την παρουσία του Ιούδα. Ο Ιούδας εκφράζει και αποτελεί την απόλυτη διαφορά ανάμεσα στην μεταμέλεια και την μετάνοια. Η στάση του δυστυχώς, εδράζεται σε έδαφος συναισθηματικό και όχι σε έδαφος λόγου. Και αυτό είναι ακόμα ένα λάθος, γιατί ο μαθητής του Λόγου έρχεται σε κατάσταση παραλογισμού. Η επιλογή του Ιούδα στο έργο του σκότους συναισθηματικά, δεν είναι εμπρόθετη και δεν νοείται ως πλήρως ενσυνείδητη και άρα πλήρως ηθελημένη.
Οι άνθρωποι συχνά αγαπούν το σκοτάδι στον ίδιο ακριβώς χρόνο που διατηρούν σχέση με το φώς. Ένα τέτοιο ευαγγελικό παράδειγμα είναι ο Ιούδας. Διατηρεί σχέση με το φώς, αλλά συναισθηματικά στρέφεται στο σκοτάδι. Έτσι βιώνει την κρίση του σκότους με αποστροφή κάθε αγαθού έργου και υιοθετεί έργα πονηρά όπως η φιλαργυρία και η προδοσία .
Σήμερα, άνθρωποι, ως ο αρχέτυπος Ιούδας, εντοπίζονται σε κάθε εκδήλωση ζωής. Η φιλαργυρία εκδηλώνεται με την προσκόλληση του ανθρώπου στα υλικά αγαθά, με κύριο αυτών στοιχείο το χρήμα ή την κάθε ατομική επιτυχία, ενώ η προδοσία παραμένει στην ακεραιότητα της ίδια, ως η έκθεση του πλησίον υπέρ του ιδίου οφέλους του προδότη. Αυτά τα φαινόμενα αντικρίζουμε στην κοινωνική δομή της εποχής μας και αποτελούν τα πονηρά έργα, που γενούν τα αίτια της πνευματικής και υλικής φτώχιας και των συμπεριφορών διαταραχών του ανθρώπου. Δυστυχώς αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν και στο χώρο της Θεολογίας και της Εκκλησίας .
Ευτυχώς, ο Χριστός μας προετοίμασε για τούτη την κατάσταση. Λίγες ώρες μετά την παράδοση των Αχράντων Μυστηρίων και σε εκείνη την πρώτη για την Εκκλησία Αγία Τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, η πρώτη φράση που ξεστομίζει το άγιο στόμα του Κυρίου μετά το «Λάβετε φάγετε: » και το «Πίετε εξ αυτού πάντες », είναι φράση που φέρνει δάκρυα σε αυτόν που έχει ακόμα συνείδηση αγάπης μέσα του. Λέει αμέσως μετά την παράδοση των Μυστηρίων και χωρίς να παρεμβάλει τίποτε άλλο: «ιδού η χείρ τού παραδιδόντος με μετ' εμού επί τής τραπέζης ».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταλήγει στην τραγική αποκάλυψη του κάθε προδότη Του, που βιώνει το «πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι' ού παραδίδοται ». Το αποτέλεσμα αυτής της αποκάλυψης, δηλώνεται χαρακτηριστικά στην αντίδραση των Μαθητών μπροστά στην κατάδειξη της προδοσίας και σε καθεστώς που περιγράφει ζωηρά το Ευαγγέλιο αναφέροντας: «Εγένετο δέ καί φιλονεικία εν αυτοίς, τό τίς αυτών δοκεί είναι μείζων» .
Ο Ιούδας παρών σε αυτά τα γεγονότα παραμένει αμετανόητος. Φαινομενικά λυπάται μετά την πράξη του, αλλά αντί να μετανοήσει και να ανοίξει αληθινά την καρδιά του στον Χριστό και στους Αδελφούς του –όπως ο Πέτρος μετά την τραγική άρνηση του Διδασκάλου μας - απλά μεταμεληθείς επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, στηριζόμενος και πάλι όχι στην παρουσία του Διδασκάλου, αλλά στην παρουσία του Εγώ του.
Σήμερα, «Ιούδες» όπως εκείνος ο Αρχέτυπος μαθητής, προδίδουν υπέρ του ιδίου οφέλους τον πλησίον, τον συνάδελφο, τον Αδελφό και άρα τον Διδάσκαλο. Έρχονται στην κατάσταση της μεταμέλειας για «το αίμα του αθώου» που πρόδωσαν, αλλά δεν προχωρούν στην έμπρακτη μετάνοια της αποδοχής του σφάλματος που συνετέλεσαν. Συχνά επιστρέφουν στους «Αρχιερείς», στους «Γραμματείς» και στους «Πρεσβύτερους», θεωρώντας ότι αν ρίξουν στα πόδια τους τα «τριάκοντα αργύρια» της προδοσίας πως θα αποκατασταθούν στα μάτια της Δικαιοσύνης του Θεού.
Η συγχώρεση όμως δεν είναι πράξη μόνο του συγχωρούντος τον προδότη, αλλά κυρίως βίωμα του πράττοντος το λάθος της προδοσίας. Ο πράτων την προδοσία προκαλεί την άφεση της αμαρτίας του λάθους του και ο Θεός «ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν » δια του πλησίον και αδικηθέντος προδομένου Αδελφού αποκαλύπτει ότι «τόν ερχόμενον πρός με ου μή εκβάλω έξω ». Έτσι παράγεται η αληθής μετάνοια σε έδαφος Αλήθειας και καθίσταται η μεταμέλεια ξένο στοιχείο της αληθούς πίστης. Αυτή είναι η διαφορά μεταμέλειας και μετάνοιας .
Ωστόσο, επειδή ο «ο Θεός αγάπη εστί, καί ο μένων εν τή αγάπη εν τώ Θεώ μένει καί ο Θεός εν αυτώ » ακόμα και αν κάποιος που πρόδωσε τον συνάνθρωπο, όπως πρόδωσαν Εκείνον τον Θεάνθρωπο, είτε με λόγια είτε με έργα, επιδείξει ακόμα και σχετική μεταμέλεια, έστω και τυπικά, δεν δικαιολογείται υστέρηση της αγάπης στο πρόσωπο του και ας είναι προδότης. Ο προδομένος Χριστιανός οφείλει να αγαπά ακόμα και τον προδότη του. Αν ο Χριστιανός δειλιάσει στην αγάπη, γίνεται και ο ίδιος προδότης του Χριστού, εφόσον «ημείς εγνώκαμεν καί πεπιστεύκαμεν τήν αγάπην ήν έχει ο Θεός εν ημίν ».
Η δειλία στην αγάπη ακόμα και προς τον προδότη παρουσιάζει λανθάνοντα κίνδυνο στον προδομένο, να εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο μίσους. Αν γίνει αυτό, τότε και ο προδομένος δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αυτός είναι και ο Σταυρός του προδομένου: Να υπερβαίνει την προδοσία υπέρ της μετάνοιας του παραπεσόντος Αδελφού. Γι’ αυτό και ο Χριστός απάντησε στον Ιούδα με κάθε ενέργεια αγάπης ακόμα και με το μοίρασμα του ψωμιού Του, δείγμα απόλυτης καλής διάθεσης , ακόμα και δίνοντας το Πρόσωπο Του στον ασπασμό της προδοτικής επιβεβαίωσης, από τα χείλη του μέχρι εκείνη την στιγμή Μαθητού .
Σε αυτή την λογική, παράγεται η βεβαιότητα και η ελπίδα πως ο Χριστός ακούγοντας την διάθεση του προδομένου και την αγάπη προς τον προδότη -πλην όμως Αδελφό που παραμένει Εικόνα Θεού- θα μεταστρέψει αυτή την μεταμέλεια σε μετάνοια και θα εξαργυρώσει τα τριάκοντα αργύρια υπέρ της αληθούς μετανοίας, επί τιμή αίματος, εφόσον «μή αγαπώμεν λόγω μηδέ τή γλώσση, αλλ᾿ εν έργω καί αληθεία ».
Με αυτές τις σκέψεις ο Ορθόδοξος Χριστιανός που προδίδεται, το μόνο που μπορεί να λέει πάντα στον προδότη του, ακόμα και στην απλή μεταμέλεια είναι: «Όσα εξείπες τή εμή ελάχιστη ταπεινότητι, καί όσα ουκ έφθασαν ειπείν η κάτ άγνοιαν ή κατά λήθην οιαδήποτε, ο Θεός συγχωρήσοι σοί εν τώ νύν αιώνι καί εν τό μέλλοντι...περί δέ τών εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην », και ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να ξεστομίζεται σε όποιον αδικεί δια της όποιας προδοσίας, η αμαρτωλή φράση «σύ όψει». Το «σύ όψει», οδηγεί τον προδότη από την μεταμέλεια στην αγχόνη και από την ζωή στον θάνατο. Το «σύ όψει» είναι στην ουσία η κατάρα που οδηγεί τον προδότη στον διάβολο.
Στον κάθε προδότη της ζωής, ο Χριστιανός απαντά με αγάπη όταν ακούσει το λόγο της προδοσίας «Χαίρε ραββί...» , που επιδέχεται πολλών ερμηνειών στον σύγχρονο κόσμο μας. Ως προδομένοι, είτε μπροστά σε ασθενή μεταμέλεια, είτε σε αληθή μετάνοια δικαιωνόμαστε στο Θεό αν δεν ξεχνούμε στιγμή ότι:
«Ό ήν απ' αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοίς οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα καί αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί τού Λόγου τής ζωής: καί η ζωή εφανερώθη, καί εωράκαμεν καί μαρτυρούμεν καί απαγγέλλομεν υμίν τήν ζωήν τήν αιώνιον, ήτις ήν πρός τόν πατέρα καί εφανερώθη ημίν: ό εωράκαμεν καί ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα καί υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ' ημών: καί η κοινωνία δέ η ημετέρα μετά τού πατρός καί μετά τού υιού αυτού Ιησού Χριστού. καί ταύτα γράφομεν ημίν, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη.
Καί αύτη έστιν η επαγγελία ήν ακηκόαμεν απ' αυτού καί αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φώς εστι καί σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία. εάν είπωμεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετ' αυτού καί εν τώ σκότει περιπατώμεν, ψευδόμεθα καί ου ποιούμεν τήν αλήθειαν: εάν δέ εν τώ φωτί περιπατώμεν, ως αυτός εστιν εν τώ φωτί, κοινωνίαν έχομεν μετ' αλλήλων, καί τό αίμα Ιησού Χριστού τού υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας. εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν καί η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τάς αμαρτίας ημών, πιστός εστι καί δίκαιος, ίνα αφή ημίν τάς αμαρτίας καί καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας. εάν είπωμεν ότι ουχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, καί ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν. ».
Καλή Ανάσταση Αδελφοί!
*Θεολόγος, MTh Δογματικής Θεολογίας,
Υπ. Δρ. Δογματικής Θεολογίας, Παν/μίου Αθηνών.
Agioritikovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου