Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Πού είναι το Μίρεν;



Του Σταυρου Ζουμπουλακη

Ο Τόνι Τζαντ (Tony Judt) προσβλήθηκε το 2008 από μια πολύ σπάνια και ανίατη νευροεκφυλιστική νόσο (αμυατροφική πλάγια σκλήρυνση ― ALS το αγγλικό ακρωνύμιό της). Πέθανε τον Αύγουστο του 2010, σε ηλικία 62 ετών. Κατά τη διάρκεια των σκληρών χρόνων της αρρώστιας, ο Τζαντ δεν έπαψε, με τη βοήθεια των δικών του, να γράφει. Το βιβλίο «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα», το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά (Αλεξάνδρεια, 2012), αυτή η έξοχη υπεράσπιση του κοινωνικού ρόλου του κράτους, από έναν γνήσιο αλλά αδογμάτιστο σοσιαλδημοκράτη, είναι καρπός αυτής ακριβώς της περιόδου.

Τον ίδιο καιρό γράφει και μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων τα οποία δημοσιεύονται στο «New York Review of Books» και θα απαρτίσουν, μαζί με τέσσερα άλλα, το τελευταίο βιβλίο του: «The Memory Chalet» (Penguin, 2012), αμετάφραστο ακόμη στα ελληνικά. Ο Τζαντ, σε αυτή την αβάσταχτη συνθήκη της τετραπληγίας -την περιγράφει με ψυχρή ακρίβεια στα δύο πρώτα κεφάλαια- δεν αποφασίζει να κάνει ευθανασία, μολονότι καμιά από τις ιδέες του δεν θα ήταν αντίθετη σε ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλά αποφασίζει αντίθετα να γράψει, να μιλήσει στους άλλους για τη ζωή του.
Το «Σαλέ της μνήμης» δεν είναι μια ενιαία, ευθύγραμμη αυτοβιογραφία. Αποτελείται από αυτοβιογραφικά κεφάλαια, χωρίς αυστηρή χρονική τάξη, όπου ο συγγραφέας μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στο Λονδίνο μετά το τέλος του πολέμου, για το σχολείο, τις σπουδές στο King’s College του Cambridge, «ενσάρκωση της μεταπολεμικής αξιοκρατικής Βρετανίας» (σ. 138), που πρόσφερε αφετηριακά ίσες ευκαιρίες σε όλους αλλά ευνοούσε εν συνεχεία τους ταλαντούχους (σ. 146), για το Παρίσι του 1970 και την Εκόλ Νορμάλ, για τα καλοκαίρια στα κιμπούτς, την καθοριστική Πράγα, την Αμερική και τη Νέα Υόρκη, τα κορίτσια, τα αυτοκίνητα, τα τρένα και τους σταθμούς τους, αυτούς τους σύγχρονους καθεδρικούς ναούς (σ. 70), τις μουσικές, τα φαγητά, τις μυρωδιές, την εβραϊκή ταυτότητα, τις ιδέες και τις αντιπαραθέσεις τους. Το «Σαλέ της μνήμης» είναι η αυτοβιογραφία ενός ιστορικού. Οταν, επί παραδείγματι, μιλάει για το λεωφορείο της Πράσινης Γραμμής που έπαιρνε παιδί για να πάει στο σχολείο, εισβάλλει στις σελίδες του όλη η κοινωνία και η ιστορία της εποχής.
Το σπουδαιότερο όμως βρίσκεται αλλού: ο άνθρωπος που τα γράφει όλα αυτά ζει την πιο ακραία μορφή ανημπόριας, την ανημπόρια του τετραπληγικού, πεθαίνει, το ξέρει ότι πεθαίνει, και ωστόσο δεν υπάρχει στην αυτοβιογραφία του ίχνος πικρίας, μεμψιμοιρίας, οργής ή ενός παράπονου έστω για αυτό που τον βρήκε. Μιλάει για τη ζωή του ευφρόσυνα, με χαρά και ικανοποίηση για όσα έζησε, με διαύγεια και γαλήνη, με αγάπη. Αληθινό πνευματικό μεγαλείο! Ζωή μέχρι τέλους, μέχρι την τελευταία στιγμή. Μακάρι να ’βρισκε ο καθένας μας αυτή τη δύναμη, όταν έρχεται αντιμέτωπος και με μικρότερα ακόμη δεινά.
Μα από πού αντλεί ο Τζαντ αυτή τη γαλήνια δύναμη; Από μέσα του ασφαλώς. Μήπως όμως και από την ίδια τη ζωή που έζησε, από όσα χάρηκε και αγάπησε; Το δίχως άλλο. Στο αποχαιρετιστήριο «Envoi», ο Τζαντ μας αποκαλύπτει ότι έχει και αυτός τον Παράδεισό του, μόνο που ο Παράδεισος αυτός δεν είναι προσδοκώμενος ούτε, πολύ περισσότερο, επουράνιος, αλλά γήινος, τούτης εδώ της ζωής, βρίσκεται σε αυτά που έχει ζήσει. Ο παράδεισος αυτός ονοματίζεται: είναι το ορεινό χωριό Μίρεν της Ελβετίας, όπου πήγαινε παιδί με τους γονείς του και όπου ξαναπήγε αργότερα με τους γιους του. Ο γήινος αυτός παράδεισος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του άλλου: ακίνητος, αναλλοίωτος, άτρεπτος, παντοτινός. «Αλλά το Μίρεν δεν αλλάζει ποτέ. Τίποτε δεν πήγαινε στραβά εκεί. Κάτι σαν μονοπάτι συνοδεύει τη μικροσκοπική σιδηροδρομική γραμμή του Μίρεν. Στα μισά του δρόμου, ένα μικρό καφέ -η μόνη στάση της γραμμής- προσφέρει τις συνηθισμένες παρόδιες υπηρεσίες της Ελβετίας. Μπροστά, το βουνό κατεβαίνει απότομα στη στενή κοιλάδα. Πίσω, μπορεί κανείς να σκαρφαλώσει μέχρι τους καλοκαιρινούς αχυρώνες, με τις αγελάδες, τις αίγες και τους βοσκούς. Ή μπορεί απλώς να περιμένει το επόμενο τρένο: στην ώρα του, προβλέψιμο, με ακρίβεια δευτερολέπτου. Δεν συμβαίνει τίποτε: είναι το πιο ευτυχισμένο μέρος του κόσμου. Δεν διαλέγουμε ποτέ από πού ξεκινάμε στη ζωή, αλλά μπορούμε να τερματίσουμε όπου θέλουμε. Ξέρω πού θα είμαι: μέσα σε αυτό το μικρό τρένο, χωρίς να πηγαίνω κάπου συγκεκριμένα, εις τον αιώνα των αιώνων».

Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου