Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί...



 Ο Αντρέ Γκόρζ ήταν ένας μεγάλος  στοχαστής και διανοητής, ένας από τους μεγαλύτερους του προηγούμενου αιώνα. Έζησε μαζί με την γυναίκα του Ντορίν πάνω από πέντε δεκαετίες μαζί. Έγραψε για εκείνη το τελευταίο του βιβλίο: Γράμμα στην Ντ. Ιστορία ενός έρωτα. Ένα συγκλονιστικό βιβλίο που περιγράφει τον έρωτα τους και την ζωή τους. Το φθινόπωρο του 1947, ο Αντρέ γνώρισε την Ντορίν. Εκείνος ήταν ένας «Εβραίος από την Αυστρία. Χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον» κι εκείνη μια νεαρή κοπέλα από την Αγγλία που είχε έλθει στην Ελβετία για να ασχοληθεί με το θέατρο. Χαρακτηριστικά διηγείτο στο βιβλίο: «Κυριαρχούσες, απερίγραπτα πνευματώδης, ωραία σαν όνειρο. Όταν διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, σκέφτηκα: «Δεν έχω καμιά πιθανότητα μαζί της.»  Προτού σε γνωρίσω, δεν είχα περάσει ποτέ πάνω από δύο ώρες με μια κοπέλα χωρίς να βαρεθώ και να της το δείξω. Αυτό που με μάγευε με σένα, ήταν ότι με οδηγούσες σ' έναν άλλο κόσμο. Οι αξίες που ήταν κυρίαρχες στην παιδική μου ηλικία δεν είχανε εκεί ισχύ. Ο κόσμος αυτός με γοήτευε. Μπαίνοντας μέσα του, μπορούσα να δραπετεύσω, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς να ανήκω πουθενά. Με σένα ήμουν αλλού, σ' έναν τόπο ξένο, ξένο σε μένα τον ίδιο. Μου πρόσφερες διέξοδο σε μια ανώτερη διάσταση ετερότητας - σ' εμένα που απέρριπτα πάντα κάθε ταυτότητα και πρόσθετα ταυτότητες την μια πάνω στη άλλη χωρίς καμιά να είναι δική μου.» Η σχέση τους ξεκίνησε και κάθε στιγμή ο Αντρέ ανακάλυπτε πάντα κάτι καινούργιο στην Ντορίν. «Δεν υπήρχε καμιά θέση για σένα μέσα στον κόσμο των ενηλίκων. Ήσουν καταδικασμένη να είσαι δυνατή γιατί ο κόσμος σου ήταν προσωρινός. Πάντα σε αισθανόμουν δυνατή και μαζί τρωτή στο βάθος. Αγαπούσα τη θαμμένη σου τρωτότητα, θαύμαζα την τρωτή σου δύναμη. Ήμασταν και οι δυο παιδιά της προσωρινότητας και της σύγκρουσης.


 Ήμασταν φτιαγμένοι για να αλληλοπροστατευόμαστε και από τη μια και από την άλλη. Είχαμε ανάγκη να δημιουργήσουμε μαζί, ο ένας μέσα από τον άλλο, τη θέση στον κόσμο που δεν μας είχε δοθεί από την αρχή. Αλλά, για να γίνει αυτό, έπρεπε ο έρωτας μας να είναι και ένα διά βίου συμβόλαιο.» Ο Αντρέ και η Ντορίν αποφάσισαν να ενωθούν με τα δεσμά του Γάμου παρά τις διαφορετικές αντιλήψεις που είχαν για αυτόν. «Στους τρεις επόμενους μήνες σκεφτήκαμε την περίπτωση να παντρευτούμε. Είχα μερικές αντιρρήσεις αρχής, ιδεολογικές. Θεωρούσα τον γάμο θεσμό της αστικής τάξης  πίστευα ότι κωδικοποιεί νομικά και κοινωνικοποιεί μια σχέση η οποία, εφόσον είναι ερωτική, συνδέει δυο ανθρώπους σε ότι λιγότερο κοινωνικό έχουν. Η νομική σχέση έχει την τάση, ή μάλλον την αποστολή, να αυτονομείται από την εμπειρία και τα συναισθήματα των συντρόφων. Έλεγα ακόμη: «Τι απόδειξη έχουμε ότι σε δέκα ή σε είκοσι χρόνια το διά βίου συμβόλαιό μας θα αντιστοιχεί στις επιθυμίες αυτού που θα έχουμε γίνει;» Η απάντηση σου ήταν αναπόφευκτη: «Αν ενώνεσαι με κάποιον για όλη σου τη ζωή, βλέπεις με τον άλλον τη ζωή από κοινού και αποφεύγεις να κάνεις κάτι που διασπά ή βλάπτει τη σχέση. Η δημιουργία του ζευγαριού είναι το κοινό σχέδιο των δύο, και χρειάζεται πάντα να το επικυρώνουν, να το προσαρμόζουν, να το επαναπροσανατολίζουν ανάλογα με τις καταστάσεις που μεταβάλλονται. Θα είμαστε αυτό που θα φτιάξουμε μαζί.».Το πιο λαμπερό πλάσμα στη Γη ήταν πρόθυμο να μοιραστεί τη ζωή του μαζί μου. Οι φίλοι με ζηλεύανε όταν περπατούσαμε χέρι χέρι οι άντρες γύριζαν να σε κοιτάξουν. Γιατί διάλεξες αυτόν τον απένταρο Αυστριακό; Θεωρητικά, ήμουν σε θέση να αποδείξω - επικαλούμενος την Ηρώ και τον Λέανδρο, τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα - ότι ο έρωτας είναι η αμοιβαία έλξη δύο ατόμων που βασίζεται σε ότι πιο άρρητο, πιο ιδιωτικό, πιο αποκλίνον από τους ρόλους και την εικόνα που τους επιβάλλει η κοινωνία, από τις πολιτισμικές τους καταβολές».


 
Η Ντορίν στηρίζει τον Αντρέ σε όλο του το συγγραφικό έργο και τον φιλοσοφικό του αγώνα. Ανέχεται την απομόνωση του, τις μοναχικές του στιγμές, τις περιπέτειες του. Και ο Αντρέ εξομολογείτε στο βιβλίο: «Μου παρείχες τη δυνατότητα να βάλω σε παρένθεση τον απειλητικό κόσμο μέσα στον οποίο ήμουν ένας πρόσφυγας στην παρανομία, με μέλλον που δεν ξεπερνούσε ποτέ τους τρεις μήνες. Δεν είχα διάθεση να επιστρέψω στη γη. Εύρισκα καταφύγιο σε μια θαυμαστή εμπειρία και δεν ήθελα να την φτάσει το πραγματικό. Ήσουν ο εαυτός σου σε οτιδήποτε έκανες. Η βιοπάλη σού έδινε φτερά. Εμένα με έριχνε στην κατάθλιψη. Εκείνη την εποχή, άραγε ήταν πριν, ή μετά - πάντως ήταν καλοκαίρι- θαυμάζαμε τα ακροβατικά που έκαναν πετώντας τα χελιδόνια στην αυλή του κτιρίου και εσύ είπες: «Πόση ελευθερία για τόσο λίγη υπευθυνότητα!» Στο φαγητό, μου ανακοίνωσες: «Το ξέρεις ότι δεν μου έχεις πει ούτε λέξη εδώ και τρεις μέρες;» Αναρωτιέμαι μήπως μαζί μου αισθανόσουν περισσότερο μόνη παρά αν είχες ζήσει μόνη σου. Είχες ενωθεί, έλεγες, με κάποιον που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να γράφει και ήξερες πως όποιος θέλει να γίνει συγγραφέας χρειάζεται να μπορεί να απομονώνεται, να κρατάει σημειώσεις οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Πως η δουλειά του πάνω στη γλώσσα συνεχίζεται πολύ αφότου αφήσει το μολύβι, και μπορεί να τον κατακυριεύσει ξαφνικά, στη μέση ενός γεύματος ή μιας συζήτησης: «Θα ‘θελα να ήξερα τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου», έλεγες καμιά φορά, όταν βυθιζόμουν στις μακριές μου ονειροπόλες σιωπές. Όμως το ήξερες, αφού το είχες περάσει κι εσύ: μια πλημμύρα από λέξεις που ζητούν την πιο κρυστάλλινη διάταξή τους. Αποσπάσματα από φράσεις που διατυπώνονται ξανά και ξανά. Νεογέννητες ιδέες έτοιμες να εξατμιστούν αν μια λέξη κλειδί ή ένα σύμβολο δεν καταφέρει να τις στερεώσει στη μνήμη.  Όταν αγαπάς έναν συγγραφέα, σημαίνει πως αγαπάς το ότι γράφει, έλεγες. «Γράφε, λοιπόν!». Θαρρείς κι ο δικός σου προορισμός ήταν να με ενθαρρύνεις στον δικό μου».




Χρόνια μετά ήρθε η μεγάλη περιπέτεια της Ντορίν. «Στη Λα Τζόλα, στο σπίτι του Μαρκούζε. Σου τράβηξα μια φωτογραφία εν αγνοία σου, από πίσω: βαδίζεις με τα πόδια στο νερό στην μεγάλη παραλία της Λα Τζόλα. Είσαι πενήντα δύο χρονών. Υπέροχη. Είναι μια από τις αγαπημένες μου φωτογραφίες σου. Κοίταξα πολύ αυτή τη φωτογραφία σου όταν, στην επιστροφή μας, μου είπες πως υποψιαζόσουν ότι είχες καρκίνο. Το υποψιαζόσουν ήδη πριν φύγουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά δεν είχες θελήσει να μου το πεις. Γιατί; «Αν είναι να πεθάνω, ήθελα να έχω δει πρώτα την Καλιφόρνια», μου είχες πει απλά. Στις ετήσιες εξετάσεις σου ο καρκίνος του ενδομητρίου δεν είχε διαγνωστεί. Όταν έγινε η διάγνωση και ορίστηκε η ημερομηνία της εγχείρισης, πήγαμε για οκτώ μέρες στο σπίτι που είχες σχεδιάσει. Χάραξα στην πέτρα το όνομα σου με μια λεπίδα. Το σπίτι αυτό ήταν μαγικό. Όλοι οι χώροι είχαν σχήμα τραπεζοειδές. Τα παράθυρα των δωματίων έβλεπαν στις κορυφές των δέντρων. Την πρώτη νύχτα, δεν κοιμηθήκαμε. Άκουγε ο ένας την ανάσα του άλλου. Ύστερα άρχισε να κελαηδά ένα αηδόνι κι ένα άλλο, πιο μακριά, του απάντησε. Εκείνες τις μέρες, μιλήσαμε πολύ λίγο μεταξύ μας. Περνούσα τη μέρα τσαπίζοντας και κάθε τόσο σήκωνα τα μάτια προς το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Στεκόσουν εκεί, ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο μακριά. Είμαι σίγουρος πως προσπαθούσες να εξημερώσεις το θάνατο για να τον νικήσεις άφοβα. Ήσουν τόσο όμορφη και αποφασισμένη μέσα στη σιωπή σου που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσες να παραιτηθείς από τη ζωή. Στους μήνες της ανάρρωσης σου αποφάσισα να πάρω τη σύνταξή μου στα εξήντα. Είχα φτάσει στην ηλικία όπου αναρωτιέται κανείς τι έκανε με τη ζωή του, τι θα ήθελε να είχε κάνει. Είχα την αίσθηση ότι δεν είχα ζήσει τη ζωή μου, ότι την παρατηρούσα πάντα από απόσταση, ότι είχα αναπτύξει μονάχα μια πλευρά του εαυτού μου και ότι σαν άτομο ήμουν φτωχός. Εσύ ήσουν και είχες πάντα υπάρξει πιο πλούσια από εμένα. Αναπτύχθηκες σε όλες σου τις διαστάσεις. Ήσουν συμφιλιωμένη με τη ζωή σου ενώ εγώ ανυπομονούσα πάντα να περάσω στον επόμενο ρόλο, λες και η ζωή μας δεν επρόκειτο να αρχίσει πραγματικά παρά αργότερα». Τα χρόνια περνούσαν και ο εφιάλτης της ασθένειας έφευγε και ερχόταν για την Ντορίν. «Η αραχνοειδίτιδα σε ανάγκασε να εγκαταλείψεις σιγά σιγά τις πιο πολλές από τις αγαπημένες σου δραστηριότητες. Κατάφερες να κρύβεις τους πόνους σου. Οι φίλοι μας σε βρίσκανε «μια χαρά».Δεν σταμάτησες να με παροτρύνεις να γράφω. Στα είκοσι τρία χρόνια που περάσαμε στο σπίτι μας, δημοσίευσα έξι βιβλία και εκατοντάδες άρθρα και συζητήσεις. Δεχτήκαμε δεκάδες επισκέπτες από όλες τις ηπείρους και έδωσα δεκάδες συνεντεύξεις. Σίγουρα δεν ήμουν στο ύψος της απόφασης που είχα πάρει πριν τριάντα χρόνια: να ζήσω αποκλειστικά στο παρόν, προσηλωμένος πάνω απ' όλα στον πλούτο της κοινής μας ζωής. Ζω ξανά τώρα τις στιγμές που είχα πάρει αυτή την απόφαση με ένα αίσθημα του επείγοντος. Δεν έχω σημαντικό έργο στα σκαριά. Δεν θέλω πια - σύμφωνα με την φράση του Ζορζ Μπατάιγ- «να αναβάλω την ύπαρξη για αργότερα». Σε προσέχω όπως τον πρώτο μας καιρό και θα ήθελα να σε κάνω να το νιώσεις. Μου έδωσες όλη σου τη ζωή και τα πάντα από εσένα θα ήθελα, στον χρόνο που μας απομένει, να μπορέσω να σου δώσω τα πάντα από εμένα».


Και κλείνει την εξομολόγηση του στο βιβλίο ο Αντρέ με τις συγκλονιστικές διαπιστώσεις. «Μόλις έγινες ογδόντα δύο χρονών. Είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική και επιθυμητή. Πάνε πια πενήντα οκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σ' αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Τελευταία σε ξαναερωτεύτηκα για άλλη μια φορά και έχω πάλι μέσα μου ένα σπαρακτικό κενό που το γεμίζει μονάχα το σώμα σου αγκαλιασμένο σφιχτά με το δικό μου. Τη νύχτα βλέπω καμιά φορά έναν άντρα, μέσα σ' ένα έρημο τοπίο, να περπατά σ' έναν άδειο δρόμο πίσω από μια νεκροφόρα. Είμαι αυτός ο άντρας. Εσένα μεταφέρει η νεκροφόρα. Δεν θέλω να παραβρεθώ στην καύση σου δεν θέλω να παραλάβω ένα δοχείο με τις στάχτες σου.  Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά από τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί….»




Ο Αντρέ δεν νοιώθει πληγωμένος για την αρρώστια της Ντορίν. Αισθάνεται μέσα του σχεδόν ευλογημένος γιατί αυτό το γεγονός τον έκανε να την ερωτευθεί ξανά. Παρόλο που βλέπει ότι η ζωή της τελειώνει. Περίπου δεκαπέντε μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου βρέθηκαν τα πτώματα του Αντρέ και της Ντορίν δίπλα δίπλα στην κατοικία τους στο Βοσνόν (στ' ανατολικά του Παρισιού). Είχαν αυτοκτονήσει με θανατηφόρα ένεση. Δεν είδε κανείς την κηδεία και την ταφή του άλλου. Έφυγαν πιασμένοι χέρι χέρι. Και ποιος ξέρει το απίθανο, το "για πάντα μαζί", μπορεί να συνέβη και για τους δυο.

Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου