Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Κρακ!!!



Ηλίας Λιαμής
 
Τον γέρο Σκρουτζ τον γνώρισα στο σινεμά. Ήταν το δώρο των γενεθλίων μου, μέσα Νοέμβρη, εκεί προς τα μέσα τής δεκαετίας του '70. Η τηλεόραση δεν είχε μπει ακόμη στο σπίτι μας, αν και όλοι, συγγενείς και φίλοι, την είχαν ήδη μετατρέψει ήδη σε ιερό βωμό της οικογενειακής εστίας. Η έλλειψη όμως αυτή στο δικό μου σπίτι άφηνε σε μένα και τον αδελφό μου περιθώρια για γοητευτικές εμπειρίες, όπως αυτήν του σινεμά με τη γλυκιά παρέα τού πατέρα μου. Αν και τα Χριστούγεννα αργούσαν κομμάτι, μια ατμόσφαιρά προσμονής γέμιζε ήδη τον αέρα της Αθήνας, τις βιτρίνες της και τις κινηματογραφικές της αίθουσες.  Ο τίτλος «Το πνεύμα των Χριστουγέννων» δε μού ΄λεγε κάτι, οι πατρικές εγγυήσεις όμως για ένα «πολύ ωραίο έργο» άφηναν πολύ... ελπιδοφόρες προοπτικές.
Από κείνη την πρώτη φορά δε θυμάμαι τόσο τα μηνύματα ή τους πρωταγωνιστές. Στη μνήμη μου έχει μείνει ακόμη η σκοτεινή μορφή τού τρίτου πνεύματος,. Του πνεύματος του μέλλοντος. Φορούσε μια κουκούλα, ήταν σιωπηλό και μόνο με κινήσεις προειδοποιούσε τον Σκρούτζ για την οικτρή κατάληξή του. Η σκηνή μπροστά στον τάφο τού γέρο-τσιγκούνη ήταν όντως επιβλητική, ιδίως μάλιστα η στιγμή που τραβάει την κουκούλα και αποκαλύπτει ένα απεχθές πρόσωπο με άδεια μάτια, ίδιος με κακό εφιάλτη των παιδικών μου ονείρων.
 
Από τότε, το έργο το ξαναείδα πάμπολλες φορές με διαφορετικό καστ ηθοποιών. Πάντα όμως περίμενα τη σκηνή αυτής της αποκάλυψης και όταν έφτανε, πάντα είχα την τάση να κλείσω τα μάτια, αν και ποτέ δεν γεύτηκα ξανά εκείνη την παιδική μου τρομάρα. Αυτή η συχνή επανάληψη με οδήγησε σταδιακά στα υπόγεια μονοπάτια του μυαλού τού συγγραφέα, του Κάρολου Ντίκενς. Και από εμπειρία κατάλαβα τι σημαίνει «αθάνατο έργο». Πολλές φορές αναρωτήθηκα: Τι διαχρονικό, τι πανανθρώπινο έχει αγγίξει αυτή η ιστορία;  Πώς μένει τόσο ζωντανό σα να γράφτηκε χθες, πώς ακόμη με γεμίζει με φως η κατάληξή του, τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη μου εκείνη προβολή;
Υποψιάζομαι, πως το πρώτο είναι εκείνη η επιστροφή του Σκρούτζ στα εφηβικά σταυροδρόμια των μεγάλων του αποφάσεων και των λανθασμένων του επιλογών. Εκεί, που νέος ακόμη, παλικαράκι, αφήνει το αγαπημένο του κορίτσι να φύγει από τη ζωή του, καθώς το κυνήγι της  επιτυχίας και του πλούτου έχει μαράνει κάθε ευαισθησία. Εκείνο όμως που φέρνει δάκρυα στα μάτια, είναι το ότι ο Σκρούτζ, γέρος πια, παρατηρητής της ίδιας του της ζωής, ξαναβρίσκει κάτω από τη στάχτη των γηραιών του τη σπίθα της αλλοτινής του ζωής. Ο Σκρουτζ είναι ακόμη ζωντανός. Κάτω από τη τσιγκουνιά του, ένα «Αχ» τρεμοσβήνει, που τον κάνει να φωνάζει στην ίδια την νεανική μορφή του:
«Τρέχα πίσω της, μη την αφήσεις να φύγει, δεν έχεις ζωή μακριά της».
Κανείς όμως δεν ακούει.
Το δεύτερο είναι το παρόν.  Και στο παρόν ένας θάνατος ετοιμάζεται. Ο Τιμ, το ανάπηρο παιδάκι θα πεθάνει. Στο παγωμένο του γραφείο, όλα τα παιδάκια είναι για τον Σκρούτζ άχρηστα στόματα, όπως είναι σήμερα για μας κάποιες μελαψές φιγούρες των δελτίων ειδήσεων. Τώρα όμως, την ώρα της επίσκεψης τού πνεύματος τού παρόντος, το παιδάκι παίρνει όνομα. Το λένε Τιμ. Και ο επικείμενος θάνατος τού Τιμ είναι αβάσταχτος. Ο γερο-φίλος μας συντρίβεται.
«Πες μου, θα πεθάνει;», ρωτάει το πνεύμα.
Κι εκείνο, ειρωνικά, «Τι σε νοιάζει;», του απαντάει, «ένα άχρηστο στόμα λιγότερο».
Και τότε, κάτω από τα σεντούκια με τις λίρες, πίσω από τα τεφτέρια μ΄ όσους του χρωστάνε, ο Σκρουτζ κι  εμείς μαζί του, ξαναβρίσκουμε μια καρδιά που ακόμη μπορεί και νοιάζεται. Χρόνια τώρα, κάθε φορά που η ταινία αυτή διεκδικεί ένα νέο χώρο στην καρδιά μας, οι οθόνες, την ώρα εκείνη,  γεμίζουν από ένα «κρακ», εκείνο το ευλογημένο «κρακ» της συντριμμένης καρδιάς, που ξαναβρίσκει το φυσικό της.
Το τρίτο δεν είναι το πνεύμα του μέλλοντος, που ίσως περιμένατε. Πάντα οι σκηνές με αυτό ήταν γεμάτες μελαγχολία και απειλή. Με το παιδικό μου μυαλό τις έσπρωχνα για να τελειώσουν γρήγορα. Η ψυχή μου πάντα ζήταγε, ακόμη ζητάει, το ξημέρωμα. Εκείνο το ξημέρωμα των Χριστουγέννων, που ο Σκρούτζ με το άσπρο νυχτικό και τις παντόφλες τρέχει πάνω στο φρέσκο χιόνι, φωνάζοντας:
«Δεν είναι αργά, ακόμη ζω, ακόμη ζω!».
Χρόνια τώρα κολυμπάω με άφατη χαρά σ΄ αυτή τη θάλασσα της ολοκληρωτικής αλλαγής, του αναποδογυρίσματος όλων των δεδομένων της ιστορίας που φέρνει η σκηνή αυτή. Δεν νομίζω να έχω ποτέ συνειδητοποιήσει πιο έντονα απ΄ ό,τι στο σημείο αυτό της ταινίας, το δώρο του χρόνου, αυτού του χρόνου, που τον κακίζουμε για τη  βιασύνη του, αυτού του χρόνου που περιμένει το «κρακ» της καρδιάς μας, για να μας δώσει τα κλειδιά του παράδεισου, ήδη από δω, από τούτη τη ζωή.
Είναι και κάτι ακόμη: ο Σκρόυτζ, το πρωί των Χριστουγέννων, μας παίρνει από το χέρι και μας τραβάει στην τρέλα της αγάπης του, στην τρέλα της ευγνωμοσύνης του, στην σαλότητα της ελευθερίας για τα περίεργα βλέμματα των άλλων. Ενοποιώντας μέσα του τον χρόνο, έχει ενσωματώσει τον κόσμο, κι έτσι η γνώμη του κόσμου για τα καμώματά του τού είναι ξένη. Τρέχει σα τρελός στους παγωμένους δρόμους, γελάει και κλαίει μαζί, φιλάει και εύχεται όποιον συναντάει, δίνει λίρες σ΄ εκείνους που μόλις το περασμένο βράδυ πέταξε έξω, μπαίνει απρόσκλητος στο σπίτι του ανιψιού του και γίνεται η πηγή της χαράς στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή.
Και το θαύμα: Η αγάπη του δεν είναι ένα χυμένο υγρό σε μια στιγμή παροξυσμού. Είναι ένα καλοκουρδισμένο μηχανάκι, που θέτει στόχους και μέθοδο να τους υλοποιήσει. Θυμάστε: Θα στείλω στον ανιψιό μου τη  μεγαλύτερη γαλοπούλα, εγώ θα αναλάβω τον Τιμ, τόσα εκεί, έτσι εδώ. Όλη η δομή του μυαλού του, όλα τα ταλέντα του, τα επιστρατευμένα στη μιζέρια και την καρμοιριά, μεταμορφώνονται τώρα σε εργαλεία ενός παροξυσμού μοιράσματος.
«THE END», γράφει το πανί. Τα φώτα ανάβουν κι οι θεατές αναρωτιούνται αν θα δεχθούν και φέτος την επίσκεψη των τριών πνευμάτων, την τριπλή  θεόσταλτη δωρεά της κάθαρσης από τα λάθη του παρελθόντος, της αυτογνωσίας του παρόντος και της μεταμόρφωσης μιας ζωής χωρίς τέλος.
Τα τρία δικά μου πνεύματα με επισκέπτονται κι  εμένα κάθε χρόνο το βράδυ των γενεθλίων μου. Πολλοί τα ξεχνούν, πολλές φορές, ακόμη κι εγώ ο ίδιος. Εκείνα ποτέ. Οι γονιοί μου και Εκείνα ποτέ.  Πάντα έρχονται, μαζί και τα τρία. Παρελθόν, παρόν και μέλλον με δώρο δυο κουβέντες το καθένα. Κάθε χρόνο ακούω τα ίδια λόγια, τα λόγια που ακόμη δεν τα έχω βαρεθεί:
 
         «Έσφαλες άπειρα,
             μ΄ ακόμη ζεις,
             κι άνθρωποι και Θεός,
             αυτός που όπου να΄ ναι γεννιέται
              περιμένουν ανυπόμονα
              το «κρακ»  της καρδιά σου»  
 
Στην πλαισίωση, φωτογραφικό κολάζ με τον Κάρολο Ντίκενς.
 
Πηγή: antifono.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου