Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Το καλοκαίρι πέρασε



Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη

Θεέ μου, πόσα μπορεί να αντέξει μια γυναίκα! Ακόμα και ένα «ξεκούραστο» καλοκαίρι. Γιατί τέτοιο ήταν το καλοκαίρι το δικό μου και πιστεύω πως πολλές από εσάς έτσι «ξεκουραστήκατε». Λοιπόν, μας αξίωσε ο Θεός κι έχουμε ένα κεραμίδι, που λέει ο λόγος, πλάι στη θάλασσα. Βέβαια δεν είναι γνήσιο κεραμίδι, είναι ελενίτ, αλλά τέλος πάντων. Σαν κλείσαν τα σχολεία, έφυγα για εκεί με πρησμένα από την κούραση πόδια. Έπρεπε, βλέπεις, να κάνω την καλοκαιρινή μας μετακόμιση, που έγινε με το κρύψιμο των μάλλινων, αφήνοντας ένα τακτοποιημένο σπίτι. Με τόσα παιδιά, ήταν σίγουρο πως δεν θα έμενε ακατοίκητο. Όλοι μου έλεγαν: «Θα ξεκουραστείς στην εξοχή» κι εγώ το πίστεψα. Κι αυτό ήταν το λάθος μου.



Τα παιδιά, λοιπόν κουράζονται πολύ το χειμώνα. Δουλειά έξω, δουλειά στο σπίτι. Μοναδική ευκαιρία για να ξεκουραστούν είναι – πολύ φυσικό – η γιαγιά. Έτσι μου έστειλαν τα εγγόνια. Τα εγγόνια, που έχουν διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικά ενδιαφέροντα, διαφορετικούς τρόπους να σε φέρουν σε απόγνωση. Κλεισμένα στα διαμερίσματα, βρήκαν ευκαιρία να ξεδώσουν. Και…ξέδωσαν. Είναι κάτι στιγμές που η κούραση ξεπερνάει τα όρια της και αγγίζει την απελπισία. Είναι κάτι ώρες, που νοσταλγείς τον υψηλό πυρετό, γιατί αναίσθητη δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου και σώζεσαι. Όταν έσπασε το τρίτο τζάμι, όταν γνωριστήκαμε με τους γιατρούς, που διέθετε το κοντινό μεγαλοχώρι, είχε πια μεσημεριάσει το καλοκαίρι. Τότε βρέθηκα πιο ήρεμη, με είχαν, βλέπεις, διαβεβαιώσει οι γιατροί πως ευτυχώς το μάτι του ενός παιδιού δε χάθηκε, του άλλου το γόνατο δεν ήταν παρά μια απλή μικροπεριπέτεια, ότι το νύχι του ποδιού βγήκε μεν αλλά θα ξαναφυτρώσει, ότι το δοντάκι που έσπασε από άγριο πέσιμο ήταν το ψευτοδόντι και το καλό δεν θα επηρεαζόταν.


Όταν, δόξα το Θεό, ηρέμησα, θυμήθηκα πως δύο από τα παιδιά γιόρταζαν. Αυτό βέβαια το θυμήθηκαν και οι γονείς τους κι οι συμπέθεροι κι οι κουνιάδοι κι οι θείοι και οι φίλοι. Το κεραμίδι, ή μάλλον το ελενίτ, στέγασε όλον αυτό τον κόσμο. Ο οποίος κόσμος – ζωή να έχει – και έφαγε φαί, σαλάτες, φρούτα, γλυκό, ήπιε καφέδες και ήπιε νερό, μια και το καλοκαίρι διψάει κανείς περισσότερο. Όλα αυτά βέβαια ούτε τα έφαγαν σε χαρτοπετσέτες, ούτε ήπιαν κρασί και νερό στις χούφτες τους. Πιάτα, πιατάκια, φλυτζάνια, φλυτζανάκια, ποτήρια, ποτηράκια, πλένονταν και ξεπλένονταν. Και το ξέρετε πως πλένονται αυτά από την νοικοκυρά. Και νοικοκυρά ήμουν βέβαια εγώ. Ήταν τόσο όμορφα εκεί, που πολλοί μείνανε και δύο και τρείς ημέρες. Φύγανε και ξανάρθαν άλλοι για δύο και τρείς μέρες. Και κάποια στιγμή, η πρώτη σταγόνα της βροχής σκότωσε το καλοκαίρι. Έτσι κάπως το είπε ο ποιητής. Ευτυχώς! Γιατί κάποιος θα πέθαινε, ή εγώ ή το καλοκαίρι.


Γύρισα στην Αθήνα. Κουβαλούσα μπόγους άπλυτα. Έπιασα να συμμαζέψω το σπίτι, που έμοιαζε οικόπεδο. Ρίχτηκα στη δουλειά. «Ξεκουράστηκες όμως εσύ το καλοκαίρι», μου είπε μια γειτόνισσα κι είχε μια υποψία ζήλειας η φωνή της. χαμογέλασα. Ήρθε ο άντρας μου από τη δουλειά. –Τώρα που είσαι ξεκούραστη, θα μου κάνεις πίττες, είπε χαρούμενα. Πήγα να αγριέψω, να ξεφωνίσω. Μα εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. –Γιαγιά…από την άλλη άκρη του σύρματος ακούστηκε μια παιδική φωνή. Ξέχασα και αγριάδες και κούραση. –Καλό χειμώνα, τιτίβιζε το παιδί. –Καρδούλα μου, λαχτάρησα. –Σ’ αποθύμησα, συνέχισε η φωνούλα. –Κι εγώ, είπα συντριμμένη από ευτυχία. –Πότε να έρθω γιαγιά; - Όποτε θέλεις χαρά μου. –Θα μου κάνεις σκορδαλιά; -Ναι, είπα και σκέφτηκα πως το μίξερ είχε χαλάσει και έπρεπε να την κάνω στο γουδί. –Και καρυδόπιττα; -Ναι υποσχέθηκα. –Θα μου πεις και παραμύθι; -Όποιο θέλεις. –Να έρθω τώρα; -Βέβαια. –Μαζί με την μαμά, γιατί, μόνος μου δεν μπορώ. –Μαζί με την μαμά και τα αδέρφια σου. –Ερχόμαστε!  


Το τηλέφωνο έκλεισε. Έπρεπε γρήγορα να είμαι έτοιμη για τη νέα χειμωνιάτικη επιδρομή. Να μαζέψω γρήγορα, να βγω να ψωνίσω, να μαγειρέψω, να…να…Αυτή είναι η ζωή μου, αναστέναξα. Περίεργα, είχα ξεχάσει την κούραση μου. Ήμουν ευτυχισμένη. Δόξα το Θεό αυτή είναι η ζωή της γυναίκας. Έβαλα την ποδιά ξανά. «Καλό χειμώνα» ευχήθηκα στον εαυτό μου. «Καλό χειμώνα» , εύχομαι και στη κάθε μια από εσάς που ευτύχησε να έχει τέτοια «ξεκούραστα» καλοκαίρια, και άντε, για να ζήσει ένα «ξεκούραστο» χειμώνα!


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Σεπτέμβριο του 1999.

Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου