Βρίσκομαι καλεσμένος εδώ απόψε από τη διεύθυνση του σχολείου για να απευθυνθώ ιδιαίτερα σε σας, νεαρές κυρίες και κύριοι, και να προσθέσω κι εγώ μερικά λόγια σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής σας, ξένος ανάμεσά σας είναι η αλήθεια, όμως δάσκαλος κι εγώ, ένας από τους πολλούς που ζούνε για χρόνια ανάμεσα σε παιδιά και νέους, με τη μυρωδιά του σχολείου και της αυλής πάνω στο δέρμα, με το χτύπημα του κουδουνιού να επανέρχεται σ’ εκείνο το διάκενο, που αφήνουν καμιά φορά τα όνειρα της νύχτας. Σήμερα όμως παρίσταμαι όχι ως δάσκαλος αλλά ως συγγραφέας, ως γεννήτορας βιβλίων ο οποίος νομίζει πως έχει κάτι να σας πει.
Ίσως να το έχετε σκεφτεί κι εσείς μερικές φορές ότι μια επιπρόσθετη δυσκολία στους αποχαιρετισμούς είναι η έγνοια μήπως το τυπικό που τους περιβάλλει απορροφήσει την ουσία, μήπως τα «πρέπει» τους αλυσοδέσουν αυτά που αισθανόμαστε, μήπως με άλλα λόγια η φροντίδα της κορνίζας υποκαταστήσει το ίδιο το κάδρο. Σας διαβεβαιώ πως η στόχευσή μου είναι να σας πω δυο λόγια με την πυξίδα της καρδιάς, χωρίς κορνίζες, όπως ταιριάζει όταν μιλάς σε νέους ανθρώπους.
Φαντάζομαι πως θα έχετε επιπλέον έγνοιες και σκέψεις πέρα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων, καθώς θα έχετε ακούσει πολλές φορές από τους γονείς σας, τους καθηγητές σας, τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης να επαναλαμβάνουν ότι είστε εκείνη η γενιά, που καλείστε να ζήσετε με ψαλιδισμένα όνειρα, αλλά με την οφειλή να ξαναστήσετε στα πόδια της μια ολόκληρη χώρα. Πολλοί από σας ίσως προγραμματίζουν από τώρα τη μετάβαση σε άλλους τόπους, για σπουδές αρχικά κι ύστερα για αναζήτηση εργασίας. Όμως τι μπορεί να σας πει ένας συγγραφέας για τους έλικες της ζωής, που ανοίγονται μπροστά σας, τι μπορούν να πουν τα βιβλία για το μέλλον σας; Ως συγγραφέας ίσως έπρεπε κατευθείαν από εκεί να ξεκινήσω, από τα βιβλία.
«Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο από το να προσπαθώ να ζω σύμφωνα με ό,τι πιο αληθινό ήθελε να βγει από μέσα μου. Γιατί άραγε ήταν τόσο πολύ δύσκολο;» Αυτό αναρωτιόταν στα 1920 ο Έρμαν Έσσε, Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας. Η φράση που ακούσατε είναι παρμένη από τον Ντέμιαν, ένα μυθιστόρημα χρονικό μιας εφηβείας, που έμελε να γίνει το ευαγγέλιο της γερμανικής νεολαίας, πριν ακόμη περάσει ολόκληρη η χώρα στην εποχή των ναζιστικών παγετώνων. Αυτό το ίδιο βιβλίο το διάβαζα και εγώ στα 1980, όταν ήμουν στη δική σας ηλικία και αναρωτιόμουν ολόκληρα μερόνυχτα : Άραγε θα είναι τόσο δύσκολο να προσπαθήσω να ζήσω με τον τρόπο που έγραφε ο Έρμαν Έσσε; Ήταν δύσκολο τελικά, λέω τώρα, 35 χρόνια μετά, αλλά πάντως όχι ακατόρθωτο. Αυτό το πρόταγμα ζωής που μου παρουσίασε ένα βιβλίο στα δεκαεπτά μου χρόνια, τελικά πάλι με βιβλία το στήριξα. Το να προσπαθείς να ζεις σύμφωνα με τις πηγές που αναβλύζουν από μέσα σου είναι ένας μακροχρόνιος πόλεμος, άλλες μάχες τις κερδίζεις, άλλες τις χάνεις, άλλοτε συνθηκολογείς πρόσκαιρα, άλλοτε πεισμώνεις και κλείνεσαι για καιρό πίσω από τείχη ως ελεύθερος πολιορκημένος. Ένα μέρος από το οπλοστάσιο αυτού του μακροχρόνιου πολέμου ήταν τα βιβλία.
Αυτό το φαινόμενο άρνησης της αυθεντικότητας του προσώπου που έθετε ο Ντέμιαν, στη γλώσσα της φιλοσοφίας συχνά το ονομάζουν έκλειψη του υποκειμένου και το μεθοδεύουν η μόδα, οι θεωρίες του συρμού που ονομάζονται τώρα με μια κομψότητα μαζική κουλτούρα, επίσης κάποιες μικρές και μεγάλες εξουσίες… Γενικά το προβάλλουν θεωρίες και απόψεις αμέτοχες όλες τους της ανθρωπιστικής παιδείας. Τελικά όλοι αναρωτιόμαστε πώς το αυτονόητο, να είσαι δηλαδή ο εαυτός σου, βρίσκεται συνεχώς σε κίνδυνο;
Προχωρώντας στην εξομολόγηση της δικής μου αναγνωστικής ιστορίας, στη μακροχρόνια δηλαδή προσωπική μου σχέση με τα βιβλία, δεν ήταν μόνο ο Ντέμιαν που με σημάδεψε, με στοίχειωσε να το πω καλύτερα. Ήταν ο Γιάννης Αγιάννης των Αθλίων του Ουγκώ και ως τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη ο κατάλογος είναι μακρύς. Προφανώς όμως το να αναφέρω μπροστά σας αυτή την εποχή τη λέξη διάβασμα, ανάγνωση, βιβλία, είναι λίγο παρακινδυνευμένο από τη στιγμή που μόλις έχετε αποδράσει από έναν εξαντλητικό μαραθώνιο προετοιμασίας και εξετάσεων. Νομίζω όμως πως έχετε καταλάβει ότι προφέρω τη λέξη ανάγνωση χωρίς καμιά χροιά καταναγκασμού, γιατί προφανώς δεν αναφέρομαι στην υποχρεωτική σχολική μελέτη, στις εξετάσεις ή στην αναγκαστική επιστημονική ανάγνωση και ενημέρωση, που σας περιμένει στην μελλοντική επαγγελματική σας ζωή. Μιλάω για κείνη την αβίαστη ανάγνωση που συνοδεύεται από απόλαυση, εννοώ αυτή την ελεύθερη βοσκή των βιβλίων που εσείς έχετε επιλέξει, γιατί αυτά θα είναι που θα ερεθίσουν τη φαντασία και την περιέργειά σας για τα οδυσσειακά ταξίδια, αυτά που κυρίως η λογοτεχνία μπορεί να σας προσφέρει, χωρίς να αποκλείουμε βέβαια τον κινηματογράφο και το θέατρο.
Θα προσπαθήσω όμως τώρα να προλάβω τυχόν απορίες και αντιρρήσεις σας. Ζήσατε τα τελευταία χρόνια πραγματικά στον σφυγμό και στις αλυσίδες ενός συστήματος, το οποίο απέρριπτε μια τέτοια ανάγνωση ως ξένο σώμα, ένα εξεταστικό σύστημα που ευνοούσε την αποστήθιση και παραγκώνιζε τη δημιουργική φαντασία και την κριτική σκέψη. Δεν είστε εδώ και κάποια χρόνια αναγνώστες, γιατί οι συνθήκες δεν σας επέτρεψαν να είστε. Όσοι και όσες από σας είχατε αρχίσει να κτίζετε αναγνωστικές συνήθειες στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, στο λύκειο απομακρυνθήκατε από τα εξωσχολικά βιβλία, όπως συνηθίζουμε ακόμη με παλιομοδίτικο τρόπο να τα αποκαλούμε. Η σχέση των μαθητών με τη λογοτεχνία είναι ένα από τα πρώτα σφάγια στο θυσιαστήριο των εισαγωγικών εξετάσεων. Στα χρόνια όμως που έρχονται θα κληθείτε να βρείτε το κομμένο νήμα και να βγείτε από αυτόν τον λαβύρινθο τον γεμάτο μνήμες άγχους και απώθησης.
Οι δημοκρατικές κοινωνίες απαιτούν από τους πολίτες τους όχι μόνο ενημέρωση και πληροφόρηση, κάτι που προσφέρεται αφειδώς από το διαδίκτυο, αλλά και συγκροτημένη σκέψη όπως και δημιουργική φαντασία και επινοητικότητα. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση το διαδίκτυο, επιτρέψτε μου αυτό να το πιστεύω, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Όλες αυτές οι ικανότητες που αναφέραμε προάγονται όχι από βιαστικά ηλεκτρονικά κοιτάγματα αλλά από την ανάγνωση της λογοτεχνίας, του δοκιμίου, του βιβλίου γενικότερα. Το διαδίκτυο είναι ένας ωκεανός, αυτό το ξέρετε καλύτερα από εμένα και δεν μπορείτε να τον περάσετε με ένα μικρό βαρκάκι. Θα χρειαστείτε γαλέρες και ατμόπλοια, τα οποία εσείς πρέπει να ναυπηγήσετε με υλικά από συγκροτημένα κείμενα, θα χρειαστεί να ροκανίσετε και να κολλήσετε τα μαδέρια τους συντροφιά με βιβλία.
Μα γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, να διαβάζουμε βιβλία; Αξίζει άραγε τον κόπο και αν ναι πώς να τα διαβάζουμε, ποιους τίτλους να επιλέγουμε και με ποιο τρόπο; Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις που μου έχουν κάνει επανειλημμένα πολλοί μαθητές και μαθήτριες σε γυμνάσια και λύκεια, όπου με είχαν προσκαλέσει για να μιλήσουμε για βιβλία. Προς τι άραγε, επιτείνω τώρα εγώ το ερώτημα, αυτή η μανία της ανάγνωσης; Από τον Μέγα Βασίλειο για παράδειγμα, πριν από χίλια επτακόσια χρόνια, όταν στον γνωστό λόγο του προς τους νέους ζητάει απ’ αυτούς να ετοιμάσουν τη συνείδησή τους με τη μελέτη της κοσμικής σοφίας των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, ως τον Ντανιέλ Πενιάκ, τωρινό συγγραφέα και εκπαιδευτικό ο οποίος με πολύ θάρρος και χιούμορ θέσπισε τα δικαιώματα του σημερινού αναγνώστη. Προς τι λοιπόν η ανάγνωση; Περιορισμένος σήμερα από τον χρόνο θα επιχειρήσω να συνοψίσω μια απάντηση σχεδόν τηλεγραφική.
Ο καθένας μας είναι κλεισμένος στο δωμάτιο της ιδιωτικότητάς του ενώ έξω υπάρχει ο κόσμος, πολύχρωμος, σκληρός αλλά και τρυφερός, βίαιος και ερωτικός, αντιφατικός… Διαβάζουμε λοιπόν για να διευρύνουμε κι άλλο αυτήν τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας μέσα από την οποία αντικρίζουμε τον κόσμο, για ν’ ανοίξουμε την οπτική μας στο θαύμα με ό,τι απόλαυση και αγωνία αυτό συνεπάγεται, άλλωστε η λέξη κόσμος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κόσμημα, δηλαδή στολίδι. Η ανάγνωση, αγαπητά μου αγόρια και κορίτσια, συνεισφέρει τελικά στο ακόνισμα της ματιάς μας η οποία πέφτει πάνω σε αυτό το στολίδι, στη διεύρυνση της ζωής ως εμπειρία, στη χωροθέτηση του κόσμου και στην προσπάθεια ερμηνείας του. Φυσικά όποιος διαβάζει δε σημαίνει απαραίτητα πως γίνεται αυτόματα και καλύτερος άνθρωπος από κάποιον άλλο που δεν είναι αναγνώστης, όμως βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην ενσυναίσθηση της ελευθερίας, ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του άλλου, γιατί μέσω των βιβλίων έχει γνωρίσει και άλλες ζωές. Φανταστείτε τελικά το μυθιστόρημα ως ένα ζιπαρισμένο αρχείο της ζωής ενός ανθρώπου. Οι ζωές των άλλων είτε τις γνωρίζουμε ως φυσικές παρουσίες είτε τις πλησιάζουμε μέσω της ανάγνωσης είναι ο πλούτος μας.
Κλείνοντας σας εύχομαι να ζήσετε μια ευτυχισμένη και δημιουργική ζωή προσπαθώντας να την καταστήσετε σε αρμονία με ό,τι πιο αληθινό αναβλύζει από μέσα σας, όπως θα έλεγε και ο Έρμαν Έσσε, όσο είναι αυτό δυνατό, όσο μπορέσετε να το καταφέρετε. Ανοίξτε την αγκαλιά σας στους ανθρώπους και φροντίστε να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσει μαζί και κάποια βιβλία, γιατί τα βιβλία είναι η κατάφαση της ίδιας της ζωής, γιατί και τα βιβλία τελικά άνθρωποι είναι κι αυτά.
πηγή: protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου